Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

ΨΑΡΡΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ



Ο Αντώνης Ψαρρός,καρπός παράνομου έρωτα,μεγάλωσε στην Παλιά Κοκκινιά του Πειραιά.
Ατέλειωτες ώρες μπάλας στις αλάνες,αχόρταγο διάβασμα και μουσική,οι μεγάλες αγάπες του από μικρό παιδί.
Τέλειωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο,επειδή έπρεπε,έχοντας κόψει κάθε επαφή με το εκπαιδευτικό σύστημα.
Σπούδασε χρόνια την ζωή των δρόμων κι έκανε το διδακτορικό του σε παράξενες ουσίες,που τον έβγαλαν σε μυστήριους δρόμους.
Χρόνους αργότερα βρήκε την Ιθάκη του κι άρχισε να μαθαίνει την Αλφαβήτα απο την αρχή.
Μετά λόγου γνώσεως,δεν θεωρεί εαυτόν ποιητή,αλλά δέχεται ότι παρευρίσκεται σε συγκέντρωση,όπου ευγενικά του απευθύνουν τον λόγο,οι μεγάλοι του πνεύματος.
Αυτός...με τις δικές του λέξεις αναζητά την χαρτογράφηση του δικού του κόσμου. Αντώνης Ψαρρός
                                              ΠΟΙΗΜΑΤΑ

          ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ  ΠΟΙΗΜΑ και η ιστορία του 



Στο δημοτικό τότε,είχαμε το μάθημα των νέων Ελληνικών.
Κάθε μέρα ,διαβάζαμε ένα κείμενο ή ένα ποίημα,γνωστών συγγραφέων και ποιητών καί έπρεπε την άλλη μέρα,να παραδώσουμε την εργασία μας,με τα καλολογικά στοιχεία.
Παρομοιώσεις,προσωποποιήσεις,μεταφορές...και την κεντρική ιδέα.
Ήταν το αγαπημένο μου μάθημα.
Μιά μέρα,διαβάσαμε ένα ποίημα του Γ.Δροσίνη,που λεγόταν Χώμα Ελληνικό,το οποίο μιλούσε για την ξενιτειά και την νοσταλγία για την πατρίδα.
Τότε ήταν,που έγραψα το πρώτο μου ποίημα και περίμενα ενθουσιασμένος και ξάγρυπνος,να ξημερώσει,για να πάω σχολείο και να το διαβάσω.
Την άλλη μέρα αφού εξετάστηκα στο μάθημα και είπα όλα τα σχετικά,είπα στην δασκάλα οτι είχα γράψει κι ένα ποίημα κι άρχισα να το διαβάζω με περηφάνια.
Όταν τέλειωσα,περίμενα να ακούσω ένα καλό λόγο, με την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο απο την έξαψη.
Αντί γι αυτό,την είδα να σηκώνεται απο την έδρα,να έρχεται στο θρανίο μου και κουνώντας τον χάρακα μπροστά στά μάτια μου,να λέει οργισμένα....πες μου ποιανού είναι;
Δικό μου κυρία... απάντησα φοβισμένα.
Τράβηξε το τετράδιο απο τα χέρια μου και μου είπε με μοχθηρό τρόπο...
θα κοιτάξω το Ανθολόγιο καημένε μου κι αν το βρώ μέσα,να δείς τι έχεις να πάθεις!!!
Με είπε ψεύτη και φυσικά άρχισε η καζούρα μέσα στην τάξη.
Ζάρωσα στην θέση μου φοβισμένος κι άρχισα να αναρωτιέμαι,μήπως το είχα διαβάσει πουθενά και δεν ήταν δικό μου.
Την άλλη και την παράλλη μέρα,δεν πήγα σχολείο.
Δεν ήθελα να πάω,κάτι είχε σπάσει μέσα μου.
Την τρίτη μέρα πέρασε η μητέρα μου για να ρωτήσει πως πάω κι αποκαλύφθηκα.
Ξαναπηγαίνοντας στο σχολείο,η δασκάλα δεν μου είπε τίποτα για το ποίημα και ποτέ δεν μου επέστρεψε το τετράδιο πίσω ....κι εγώ δεν βρήκα το θάρρος ποτέ να την ρωτήσω.
Κλείστηκα μέσα μου κι αποφάσισα ότι δεν θα ξαναδείξω τα γραπτά μου σε κανένα κι έτσι κι έγινε,τα κρατούσα για χρόνια στο συρτάρι μου.
Σαν χρέος απέναντι σ' εκείνο το φοβισμένο παιδί,θα παρουσιάσω εκείνο το ποίημα,όχι για να ακούσει αν είναι καλό,μα για να το ελευθερώσω...κι οι τυχόν δάσκαλοι,πέρα απο τις διεκδικήσεις και τους απεργιακούς αγώνες,ας προσέξουν να μην τσακίζουν τις παιδικές ψυχές.

Όταν θα ξενιτευθούμε
και σε άλλες χώρες θα βρεθούμε
στην καρδιά μας φλόγα θάναι
ένα άσβηστο καμίνι
θάναι ο πόθος να γυρίσεις
στην γλυκειά σου την πατρίδα.
Κι όταν θα ξαναγυρίσεις
κουρασμένος απ τα χρόνια
όταν πάνω στα μαλλιά σου
θάχουν πέσει άσπρα χιόνια
ούτε η μάνα σου θα υπάρχει
ούτε οι παλιοί σου φίλοι
κι ένα αχ θα σε πληγώσει
για τα χρόνια που έχουν φύγει.


(Άντε τώρα πιτσιρίκο,πήγαινε να κάνεις ένα διάλειμμα)



                                                   Τι είναι η αγάπη;



Μιά ελπίδα πάνω της να γαντζωθείς
όταν φοβάσαι μόνος σου να προχωρήσεις.
Ένα λιμάνι,που σου τάζει ο ωκεανός
όταν θελήσεις το ταξίδι σου να τερματίσεις.
Τι είναι η αγάπη;
Δυό άγρια θεριά
σ' ένα κρεβάτι πόθου αγκαλιασμένα
μια ανάγκη κάπου να πιαστείς
ν' απλώσεις όνειρα που τάχεις ξεχασμένα.
Τίι είναι η αγάπη;
Σταγόνα σε χρυσή βροχή
κλάμα,ηδονή,απόγνωση και φόβος
η Πηνελόπη που προσμένει να σε δεί
η Ελένη που της έκαψε τα σωθικά ο πόθος. 

                                             {Μισό αιώνα...}




 Μισό αιώνα ταξιδεύω τα όνειρα μου
βρήκανε ξέρες,θάλασσες
και κρόσια ξεφτισμένου ουρανού.
Μισό αιώνα βύζαινα σφιχτά στα δάχτυλα μου
σαν ρώγες την ζωή
αχόρταγα στα χείλη ενός μικρού παιδιού.
Μισό αιώνα σε σχολεία φυλακές
με δεσμοφύλακες τους δάσκαλους μου
με βρήκανε να κάνω ορθοπεταλιές
κι είχαν σκασμένα λάστιχα,οι ρόδες του μυαλού μου.
Μισό αιώνα πρέπει μη και πειθαναγκασμού
σαν παιχνιδάκι τα κρατώ,σφιχτά στην αγκαλιά μου
σπέρμα ανίκανο να βρεί την ηδονή του οργασμού
κιθάρες φάλτσες συνοδεύουν τα ουρλιαχτά μου.
Μισό αιώνα ανάσκελα,λιπόθυμος στο καναβάτσο
έμαθα ως το δέκα να μετρώ
στο παραπέντε...στο εννιά...να παίρνω αβάτζο
σ' ένα ακόμα γύρο,την ζωή να προκαλώ.

                                { πορεία σε κύκλους ασύμμετρους }


Μετακινούμαι συνεχώς
χωρίς νοητό άξονα
τίποτα δεν προσδιορίζει
ένα είδος πορείας,μέσα
σε κύκλους ασύμμετρους
που δεν αποκτούν
γεωγραφικό μήκος και πλάτος.
Πεισματικά αποκλεισμένος
από την χαρτογράφηση
που και που ,πιάνω το τιμόνι
όχι να πλοηγήσω
μόνο να δω αν μπορώ
να κρατήσω κάτι στα χέρια μου.

                                                {  Εμπειρίες}

Πίνακας Philip James de Loutherbourg
 Είδα σπαρμένες συμφορές
είδα σπασμένες κλειδαριές
είδα ένα λύκο.
Είδα μια θάλασσα φωτιάς να ξεπηδά
είδα ψυχές να σπαρταρούν
χωρίς να βγάζουν ήχο.
Είχε ο αέρας στάχτης μυρωδιά
έπεσαν πέτρες μαύρες σαν κατράμι
άνοιξαν πόρτες στην μανία του βοριά
άπλωσα χώμα να φυτέψω ένα βοτάνι.
Πήρα δυό ρίζες βάλσαμο ν' απλώσω
λαγούμια έσκαψα σε βάλτους να σωθώ.
Παντιέρα ανέμισα τον φόβο να εξοντώσω
δυό φίδια ζώστηκα σφιχτά,να εξομολογηθώ.
Αρμένισα σε θάλασσες που προκαλούσαν τρόμο
ματιές συνάντησα γεμάτες πανικό
τον πρώτο ρώτησα που βρήκα γυρολόγο
Μάνα αν με γέννησε η κάποιο ξωτικό.

                              { ασπρόμαυρες φωτογραφίες }



Ξεψάχνισες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες
θόλωσε το μυαλό σου κι έτρεξε χωρίς προορισμό
σα να επρόκειτο να σωθεί από κάτι.
Έφυγες
δρασκέλισες το παράθυρο δίχως πόδια
τα πόδια εκεί..
καρφωμένα στο ξύλινο πάτωμα.
Μόνο η ψυχή να πετά...ν' αναλογίζεται
με κιτρινισμένα δάχτυλα απ' τον καιρό
που σκαλίζουν τις στάχτες στο σβησμένο μαγκάλι
σαν ξέμπαρκοι ναύτες με ληγμένο διαβατήριο.

                                                    { Ερωτήματα}



Σε ποιον μιλάς
ποια πόρνη ξέμπαρκη
την νύχτα σου θα σώσει
ποιο ολόγιομο φεγγάρι λαχταράς
ποιος στεναγμός τον ύπνο σου θα σώσει;
Σε ποια αγκαλιά
θα τρέξεις πάλι να κρυφτείς
σαν κιβωτό να την λατρέψεις σε πλημμύρα
ποια ξερονήσια θάβρεις πάλι ναυαγός
πόσα ποτάμια δάκρυα θα γίνουνε αλμύρα;
Ποιος άγριος φόβος την ζωή σου ξαγρυπνά
ποιος πειρατής κουρσεύει τα όνειρα σου
ποια φάλτσα σκέψη το μυαλό σου κυβερνά
που κόβει σαν δρεπάνι την χαρά σου;

                         ΤΟ ΒΑΛΣΑΚΙ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ



Πήρε να βρέχει Κυριακή πρωί στην πόλη
έχει ησυχία δεν εξύπνησε κανείς
σαν ψαλμωδία οι ψιχάλες στο μπαλκόνι
κι ήρθες στην σκέψη μου με την βροχή εσύ.

Ρίχνει μιά ήσυχη ψιλή βροχούλα
πίσω απ' το τζάμι σαν παιδάκι την κοιτώ
διώχνει την σκόνη και ποτίζει τα λουλούδια
κι έφτασες σύννεφο που έφερε νερό.

Της Κυριακής τα πρωινά σ' αναζητάω
σαν τον καφέ μου σαν τραγούδια που αγαπώ
γύρω απο εσένανε τις σκέψεις μου γυρνάω
κι ας λείπεις χρόνια,πάντα σε αναζητώ.

Στο παρακάτω βίντεο είναι το "Βαλσάκι της βροχής" μελοποιημένο από τον ίδιο τον Αντώνη 
Ερμηνεύει  η Λίζα Παπαδοπούλου 
Δημιουργός του Βίντεο η Βίκυ Βανίδη 



                                 
                             { Ερωτος ιστορία } 



 Ανορθωθήκαν οι φαλλοί
και θέριεψαν σαν σήμαντρα
στα κοιμισμένα σπλάχνα της οικουμένης.
Γίναν δροσιά,σκορπίσανε ζωή
φέραν χαμόγελα
ουαί τοις ηττημένοις.
Πήγανε στράφι τόσα χρόνια προσευχής
στα καγκελόφραχτα κελιά
που γέμιζαν τα μοναστήρια.
Βγήκαν κανόνες
βρέθηκαν άλλοι δρόμοι να διαβείς
νέοι θεοί στολίσανε χαμόγελο
τα μαραμένα χείλια.
Φτιάξαν βωμούς,χτίσαν ναούς
να βρούν τα σώματα κρεββάτι
να πλαγιάσουν.
Σε δισκοπότηρα προσφέρανε χυμούς
του έρωτα τους αμέτρητους πιστούς
να ξεδιψάσουν.

 Διαβάζοντας το... Απολείπειν ο θεός Αντώνιον...




Στην έρημο Σαχάρα θα με βρείς
τα χνάρια μου άφησαν τα πρώτα βήματα μου.
Στην Αλεξάνδρεια μιά μέρα αν βρεθείς
θα δείς,που μεγαλώσαν τα όνειρα μου.
Γλυκειά πατρίδα,χώρα μαγική
θάρθω κοντά σου κάποια μέρα για να ζήσω
σε μιά σου όαση,θα πιώ απ την πηγή
την διψασμένη μου ψυχή για να δροσίσω.

                                 





              { Η ζωή μια κλωστή }




 Μη μετράς,μη κοιτάς,μη πονάς
σε μικρές στιγμές συνοψίζεται ο χρόνος
σε κοιμίζει ελαφρά,σ' αγκαλιάζει σφιχτά
όπως τότε που γεννήθηκες μόνος.
Η ζωή μια κλωστή σε βελόνα χρυσή
που σου πλέκει ένα πέπλο ζεστό να φορέσεις
σαν αράχνη σοφή εξυφαίνει ιστό
μονοπάτι να βρείς να πορεύσεις.

                   {Αρμένισες ξάγρυπνος στο χθες }



Αρμένισες ξάγρυπνος στο χθές
σάλιωνες τα δάχτυλα
γυρνώντας κιτρινισμένες σελίδες.
Γέμισαν τα ρουθούνια σου χιλιάδες μυρωδιές...
ζεστό ψωμί, καφές στην χόβολη,
δάφνη στις φακές κι αφράτο τσουρέκι.
Φλόγισε τα μάτια σου
ο κήπος με τα τριαντάφυλλα
η ανθισμένη αμυγδαλιά τον Γενάρη...
τα όμορφα μάτια της
Άκουσες ήχους ξεχασμένους στο παλιό ραδιόφωνο
ένιωσες την λαχτάρα απο το πρώτο άγγιγμα
στο δροσερό της στήθος
γεύτηκες την αλμύρα των δακρύων
στο τελευταίο αντίο
πάνω στο κλειστό φέρετρο.
Έπεσες στα γόνατα το πρωί
σαν βγήκε ο ήλιος
κι ευχαρίστησες την ζωή,για τα συναισθήματα
που απλόχερα σου χάρισε
στο χθές που έγινε στάχτη
στο άγνωστο αύριο
και στην λάμψη του σήμερα
που φωτίζει και συνάμα ζεσταίνει.

                                                            { Βόλτα}



 Μια Κυριακή του Μάη,θα σε πάρω να κάνουμε βόλτα.
Θα είναι πρωί και θα κοιμούνται όλοι,την ώρα που θα περπατάμε στις ήσυχες γειτονιές.
Από τις γρίλιες των παραθύρων,θα ακούγονται γλυκοί αναστεναγμοί,θα ξεπηδούν μικρά χρωματιστά όνειρα και θα χαϊδεύουν την γάτα που χουζουρεύει στον ήλιο κι εμείς θα περπατάμε χέρι με χέρι,μικροί κι αθώοι.
Θα μας γεμίζουν τα ρουθούνια γλυκιές μυρωδιές,από τα τριαντάφυλλα στους μικρούς κήπους κι εγώ θα κλέψω ένα κλωναράκι γιασεμί,να στο κρεμάσω για σκουλαρίκι.
Θα μου γελάσεις τρυφερά,θα αγγίξεις την μύτη μου με το δάχτυλο και θα μου δώσεις ένα φιλί.
Λίγο πιο κάτω,θα δούμε ένα γέροντα να απολαμβάνει ήσυχα τον μοσχοβολιστό καφέ του,να ρουφάει το τσιγάρο του κι ό καπνός που θα βγαίνει,να φτιάχνει ένα όμορφο σύννεφο.
Καλημέρα παππού θα του πούμε χαμογελώντας κι αυτός θα μας καλημερίσει και στην λάμψη που θα αστράψει στα μάτια του,θα τον δούμε έφηβο,να περπατά κι αυτός,στην δική του Κυριακή.       

                                     { Μια νύχτα αγάπης }



Μια νύχτα αγάπης
περιμένω πως θα ζήσω
μιά νύχτα αγάπης
να κρατήσω την ζωή
στο σήμερα,στο αύριο κρατιέμαι
για να μην σπάσει
του μυαλού μου η κλωστή.
Αυτό το βράδυ
όλα θα στά χαρίσω
η κάθε ελπίδα μου
θα σου παραδοθεί
λόγια ανείπωτα
γλυκά θα ψιθυρίσω
όταν χαϊδέψω
το γυμνό σου το κορμί.
Φεύγεις σαν σύννεφο
σπρωγμένο απ' τον αγέρα
έρχεσαι σύννεφο
που φέρνεις την βροχή
κι εγώ τρελός
αποκλεισμένος σε σκακιέρα
που περιμένει ευκαιρία
για να βγεί.

                            { Θα κλέψω απ' τα φεγγάρια }



Θα κλέψω απ' τα φεγγάρια
τον κόκκινο ουρανό
μιά θάλασσα θα βάλω σκοτεινή
να τα φυλάει.
Σαν άσπρο φίδι που αρπάζει σφιχτά τον λαγό
η άδεια κάμαρα φιλεύει την σιωπή που σπάει.
Στην άμμο θα φυτέψω
δύο φευγάτους βολβούς
στις πλάνες θα χαρίσω εικόνες
θα κλέψω τον ένα απ' τους δέκα θεούς
ναό θα του χτίσω να πηγαίνουν οι πόρνες.
Στο μήλο του Αδάμ,θα προσφέρω νυστέρι
στις Εύας τα μάτια θα χαρίσω γητειές
στούς έρημους δρόμους θα σβήσω τ' αστέρι
γκρεμούς θα ανοίξω να δεχτούν τις σκιές.

                      {  ανεπίδοτη επιστολή }

Τάχω χαμένα
ένα ταξίδι μού χάρισε η ζωή
μα τα 'χω μπερδεμένα.
Κατάρτια,ξάρτια,άλμπουρα
ένα κουβάρι γίναν ξαφνικά
τα 'χω μέ μένα.
Δώρα ανοιγμένα
σε παράξενη γιορτή
η μήτρα που με γέννησε θολή
χωρίς εμένα.
Φίλοι,αγάπες,δάσκαλοι κι εχθροί
γίνανε ένα.
Χολή με κέρασαν
μου στήσανε γιορτή
να μου φορέσουν ρούχα φορεμένα.
Του ταχυδρόμου υπέγραψα
μιά ανεπίδοτη επιστολή
με παραλήπτη εμένα.


































2 σχόλια:

  1. Να ευχαριστήσω από καρδιάς για την στέγη,που με αγάπη χαρίσατε στα ποιήματα μου...είστε
    υπέροχοι άνθρωποι!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αντώνη σε ευχαριστούμε πολύ και όπως έχω ξαναπεί είναι μεγάλη χαρά μας !!

      Διαγραφή