Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

ΦΙΛΙΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ "ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΑΝΑΒΕ ΤΑ ΦΩΤΑ"



Πριν από μερικές μέρες, το απόγευμα, επισκέφθηκα έναν παλιό μου φίλο, για να του συμπαρασταθώ. Μόλις είχε απολυθεί αιφνιδίως, παρότι εργαζόταν επί χρόνια, και μάλιστα ως υψηλόβαθμο στέλεχος γνωστής εταιρείας. Καθόμασταν στην κουζίνα, μαζί με τη γυναίκα του, και παρακολουθούσα τον δραματικό του μονόλογο –ένα μείγμα απόγνωσης, οργής και αυτολύπησης– σχεδόν αμίλητος, ποιος θ
εατής άλλωστε τολμά να διακόψει τον πάσχοντα πρωταγωνιστή; Θα πρέπει, ωστόσο, να ήμασταν όλοι μας πολύ απορροφημένοι ή αφηρημένοι διότι, όταν θέλησα να κοιτάξω το ρολόι μου, υποχρεώθηκα ν’ ανάψω έναν αναπτήρα, συνειδητοποιώντας πως, αν κι είχε νυχτώσει προ πολλού και η ώρα πλησίαζε τρεις το πρωί, όλο αυτό το διάστημα κουβεντιάζαμε μες στα σκοτάδια, χωρίς καν να το έχουμε αντιληφθεί.

Επιστρέφοντας στο σπίτι μου και μη νυστάζοντας καθόλου, κάθισα στο μπαλκόνι να καπνίσω ένα τσιγάρο και κάπως να παρηγορηθώ. Θα πίστευες ότι η γύρω μου πηχτή μαυρίλα είχε μεταγγιστεί εντός μου, τόσο περίλυπος αισθανόμουν. Τότε ξαφνικά θυμήθηκα ένα παράδοξο διήγημα του Ουρουγουανού πιανίστα (δευτερευόντως ήταν συγγραφέας) Φελισμπέρτο Ερνάντες, που φέρει τον τίτλο «Κανείς δεν άναβε τα φώτα». Είναι, λοιπόν, κάποιοι συγκεντρωμένοι σ' ένα αστικό σαλόνι, συμποσιάζουν, συζητούν εύθυμα και χορεύουν. Περνούν θαυμάσια το απόγευμά τους. Όμως, σιγά σιγά, νυχτώνει. Κι όσο σκοτεινιάζει, τόσο οι παρευρισκόμενοι μελαγχολούν. Σταδιακά, ανακαλούν δυσάρεστα γεγονότα, ανταλλάσσουν οικογενειακά προβλήματα, ανασύρουν προσωπικά ναυάγια, μνημονεύουν προσφιλείς νεκρούς, και καθώς σε λίγο δεν βλέπουν ούτε τη μύτη τους, αρχίζουν να σκουντουφλάνε πότε μεταξύ τους, πότε πάνω στα έπιπλα και τους τοίχους, ενώ στο τέλος ξεσπάνε ομαδόν σε γοερούς θρήνους μες στο απόλυτο σκοτάδι. Η γιορτή μεταβλήθηκε ανεπαισθήτως σε ρέκβιεμ για τον απλούστατο λόγο ότι, εντελώς ανεξήγητα, κανείς δεν άναβε τα φώτα της αίθουσας! Θαρρείς μαγεμένοι, εθελοτυφλώντας κατά κυριολεξία, οι γλεντοκόποι εκείνοι επέτρεψαν στο σκότος να τους καρβουνιάσει την ψυχή. Γιατί, άραγε; Τι ήθελε να υποδηλώσει ο Ερνάντες μ’ αυτή την αλλόκοτη ιστορία; Την εποχή που έτυχε να τη διαβάσω, κάμποσα χρόνια πριν, αγνοούσα την απάντηση. Τώρα όμως τη γνώριζα καλά, αφού είχα υποστεί ο ίδιος μια παρόμοια καθίζηση λίγο νωρίτερα, στην κουζίνα του φίλου μου. Μου ήταν πλέον φανερό ότι κάθε μορφή σκοτεινιάς επιδρά στην ψυχή μας όπως περίπου ο νόμος της βαρύτητας στο σώμα μας: μας αδρανοποιεί το πνεύμα, μας εξουδετερώνει τη βούληση, μας έλκει ταχύτατα προς τα κάτω, στα έγκατα της παραίτησης. Μας καθηλώνει τελικά στο τυφλό πένθος, κι ας λαχταρούμε την εξύψωση, το πέταγμα προς το ιαματικό φως.

Συνεπώς, οι ήρωες του Ερνάντες επιθυμούσαν ν’ ανάψουν τα φώτα, αλλά δεν μπορούσαν – τους είχε πάρει από κάτω. Έτσι όπως καθόμουν στα σκοτάδια του μπαλκονιού μου, καπνίζοντας και υποφέροντας σιωπηλά, ένιωσα ότι είμαι ένας απ’ αυτούς. Αναρωτήθηκα τι θα συνέβαινε αν κάποιος έβρισκε τη δύναμη να υπερνικήσει το νόμο της βαρύτητας τού ζόφου και να ανοίξει τον διακόπτη. Ομολογώ ότι με δυσκολία σηκώθηκα, ωστόσο, είτε για λόγους συμβολικούς είτε για να ξεγελάσω τη θλίψη μου, άναψα όλα τα φώτα του σπιτιού μου. Και τότε, σαν από θαύμα, είδα τα μάγια να λύνονται αυτοστιγμεί και τη γιορτή επιτέλους να ξαναρχίζει, με τις ψυχές να επιδίδονται φρενήρεις στον εναέριο, κυματιστό χορό τους. Διότι, σας ορκίζομαι, δυο λεπτά αργότερα, το φωταγωγημένο σπίτι μου είχε γεμίσει με λάμπουσες νυχτοπεταλούδες. 

Φίλιππος Φίλιας








1 σχόλιο:

  1. Η καύτρα του τσιγάρου σας συνηγορεί στα υπέροχα λεγόμενά σας,καταπληκτικέ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή