Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

ΣΤΑΥΡΑΤΗΣ ΑΛΕΞΗΣ - Αφιέρωμα στο Λογοτεχνικό του Εργο



Ο Αλέξης Β. Σταυράτης γεννήθηκε στη Θεσπρωτία το 1952. Έζησε αρκετά χρόνια στην Κέρκυρα, όπου εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή, τρεις  δραματικούς μονόλογους και δύο μυθιστορήματα. Ποιήματα και πεζά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά. 






Έργα του που έχουν εκδοθεί:

1. Βένθει κραδίης [Ποίηση, Απόστροφος, 1995]
2. Ο κλ[ω]νισμένος θεός [Μυθιστόρημα, Ελληνικά Γράμματα, 2001]
3. Σαλώμη [Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2005]
4. Ο έρωτας και ο σταυρός [Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2007]
5. Το Ευαγγέλιο της Ιωάννας [Μυθιστόρημα, Γαβριηλίδης, 2009]

6.Tο Μοιρολόϊ  της Ανοιξης  [Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2013]
7. Ο κύκλος του φεγγαριού [Διηγήματα, free-ebook, 2012]






ΒΙΒΛΙΑ 
1. Βένθει κραδίης [Ποίηση, Απόστροφος, 1995]

Οι λέξεις ακούμπησαν στα δάχτυλα
καθώς τις συνόδευε

τελευταία ρουφηξιά του τσιγάρου

τελευταίο αποτύπωμα του καφέ

στα χείλη του,

μόνος
χωρίς εχθρούς
χωρίς διαβάτες
στα όνειρά του.
Είχε απλώσει τις πληγές στο φως
κι εκείνες κακοφόρμισαν,
τη μια του θύμιζαν γυναίκες της φωτιάς
την άλλη ένα ποτήρι κόκκινο κρασί,
ίδιο το αίμα του
όπου κανείς δεν ήθελε να πιεί,
τελευταίες σταγόνες
πριν ζήσει για πάντα
στο λευκό του Παράδεισο
το στρίψιμο της δεκάρας.
Δύο ποιήματα από τη συλλογή 

ΚΡΥΦΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ
Ανακάτευες συνέχεια τα μαλλιά
σα να ‘θελες να φυτρώσουν
μια καινούργια μνήμη στα μάτια
χωρίς στερήσεις και αναβολές
μα προπαντός
χωρίς τις μαύρες μεταμέλειες.
Το αεράκι που φύσαγε
δρόσιζε τις προσπάθειες
κι ας ήταν μόνο ένα όνειρο.

Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
Σε σκεφτόμουν
πρωινό του Μάρτη
ντυμένον στην ομίχλη
την ώρα που γονάτιζες στις πέτρες.
Σε είδα που έκαμες το σύννεφο ευχή
ανάλαφρα ν’ αγγίξεις
τη σιωπή των ουρανών
μήπως και στάξουν δάκρυα στην ψυχή
μη και πετάξουνε κυκλάμινα
οι κοφτερές σου αγωνίες.
Πρωινό του Μάρτη
με δείκτη υγρασίας…
(Από την ποιητική συλλογή ΒΕΝΘΕΙ ΚΡΑΔΙΗΣ, Εκδόσεις Απόστροφος, Κέρκυρα 1995)


2. Ο κλ[ω]νισμένος θεός [Μυθιστόρημα, Ελληνικά Γράμματα, 2001]


Κλωνοποίηση ή Ανάσταση; Το δίλημμα τέθηκε στον Πάπα Παύλο τον Θ' όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την πιο μεγάλη πρόκληση της Ιστορίας. Ο καθηγητής Ιγνάτσιο Περγκολίνι με τα πειράματά του τραυμάτισε ανεπανόρθωτα την αιώνια βεβαιότητα της Εκκλησίας. Ενώ ο κλώνος της Σινδόνης, με τη μορφή ενός παιδιού, αναστάτωνε το Βατικανό, εκείνο ζούσε τη δική του ζωή μέχρι τη στιγμή που του αποκαλύφθηκε το συγκλονιστικό μυστικό της "γέννησής" του. Όλα γύρω του άλλαξαν ξαφνικά - και πολύ περισσότερο όταν συνάντησε τον έρωτα. Η αναζήτηση της χαμένης του ταυτότητας, η διασπασμένη διαδικασία της ύπαρξής του τον γέμιζαν εφιαλτικά ερωτήματα και ανέτρεπαν όχι μόνο το δικό του μέλλον αλλά και τα ίδια τα θεμέλια της ανθρωπότητας. Πώς αντιδρά η εξουσία της Εκκλησίας και πώς θα συνεχιστεί η ζωή πάνω στη γη ύστερα από ένα τέτοιο γεγονός;http://www.biblionet.gr/) 

Απόσπασμα 
Απρίλιος. Ο Εμμανουέλε τελείωνε τις σπουδές του. Είχε γνωρίσει σχεδόν όλους τους Θεούς της γης μες απ’ τα ιερά τους κείμενα. Τους είχε δει και στη ζωή των πιστών τους. Το φως ξεκαθάριζε τα πράγματα, έβλεπε μπροστά από τις σκιές τους. Το U. C. της Umbria δεν τον είχε επηρεάσει μονόπλευρα, είχε πλησιάσει ελεύθερα και με σεβασμό τις πηγές όλων των θρησκειών. Αλλά δεν ήπιε νερό απ’ αυτές, δε βρήκε να είναι αληθινό.
Τώρα ήταν μπερδεμένος. Ούτε αυτό το φως ήταν αρκετό να βρει την απάντηση της ζωής του. Δεν πήγε στη διάλεξη. Περπατούσε στους δρόμους της Ρώμης άσκοπα, και το σώμα του κουραζόταν να τον ακολουθεί. Οι σκέψεις έτρεχαν διαρκώς προς τα πίσω, δεν τον άφηναν να διακρίνει μπροστά του τίποτε. Ούτε τα χαμογελαστά αγάλματα με την ψευδαίσθηση της ασάλευτης ευτυχίας, ούτε το πλήθος που γινόταν θολό τοπίο από βουή και έγνοιες. Οι σκέψεις έτρεχαν γρήγορα, υποσημείωναν με ερωτηματικά τις εξηγήσεις του παππού και προσπαθούσαν να συνθέσουν τη χαμένη εικόνα της ταυτότητας. Καταλάβαινε πως ήταν η μοναδική περίπτωση, όπου μια προσωπικότητα κατοίκησε ποτέ σε δυο σώματα και μάλιστα με διαφορά χιλιετίας. Όχι σαν ψυχασθένεια, αλλά ιστορική εξέλιξη της επιστήμης και όχι στις χειρότερες συνθήκες. Μπορεί να τον βασάνιζε η διασπασμένη διαδικασία της ύπαρξής του, αλλά ένοιωθε τυχερός που βρέθηκε μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Κάποτε όμως ούτε αυτοί είναι αρκετοί να βοηθήσουν, μερικά πράγματα ανιχνεύονται μόνο μέσα μας. Ή τρελαίνεσαι... Ένοιωθε μόνος, απόλυτα μόνος, ζούσε μια κατάσταση δυστυχίας ασύλληπτης για τους άλλους ανθρώπους. Περπατούσε χωρίς να πηγαίνει πουθενά. Ο στίχος των R. E. M. τον κυνηγούσε συνέχεια, τρύπωσε λαθραία στους λογισμούς του: Belong... Belong... Ανήκω, μα πού ανήκω εγώ; Προχωρούσε, με το ερώτημα να προηγείται των βημάτων του.
Κάποτε και τα βήματά μας έχουν τη δική τους μνήμη. Αφού το λογικό πνιγόταν στην αγωνία και τα ερωτήματα, το σώμα καθόρισε ανεξάρτητα τη δική του πορεία. Αφηρημένος ανέβηκε τα σκαλιά των Εσπερίδων και βρέθηκε, χωρίς να το αντιληφτεί, στην αγαπημένη γωνία του παππού. Κάθισε με θέα προς τα έξω, προς το ανώνυμο πλήθος, και με τα χέρια πίεζε τους κροτάφους του. Φοβόταν μήπως από την πίεση σπάσει το σάρκινο φράγμα και ξεχυθούν οι σκέψεις και πνίξει τον κόσμο απροειδοποίητα, άδικα. Νοιαζόταν για τον κόσμο. Όχι, δε σκεφτόταν για την ακρίβεια ότι έπρεπε να νοιαστεί, αλλά φοβόταν να χαθεί ο κόσμος του γι’ άλλη μια φορά. Γι’ αυτό κρατούσε με πείσμα τους κροτάφους, να μη πνιγεί ξανά στα μυστικά του ο κόσμος. Ήξερε πως τώρα υπάρχει μόνο μαζί με τους άλλους, το μόνο γνωστό στοιχείο της ύπαρξής του.
«Κύριε ο καφές σας».
Σήκωσε το κεφάλι, ήταν το ίδιο το αφεντικό των Εσπερίδων που τον σέρβιρε, συνέπεια κι αυτός της ύπαρξής του.
«Μα εγώ δεν... θα...»
«Εντάξει, εντάξει, τον κερνάω εγώ. Δεν έχει κίνηση αυτή την ώρα και λέω να πιούμε μαζί έναν καφέ. Αν θέλεις βέβαια», και στρογγυλοκάθισε κοντά του. «Ωραίο πράγμα να είσαι φοιτητής, η καλύτερη ηλικία λένε. Εγώ δεν τα κατάφερα, και γι’ αυτό είπα να κάνω κάτι άλλο, αλλά να το κάνω επιστημονικά.»
«Με μεράκι, όπως λέει κι ο παππούς.»
«Ναι, κύριε Μπαρόνι, με μεράκι. Γιατί αν δεν αγαπάς ό,τι κάνεις, δε θα το κάνεις καλά. Φαίνεται πως ο Θεός μού ’δωσε το ταλέντο να φτιάχνω καφέδες και βάλθηκα να το αποδείξω!» Χαμογέλασαν και οι δυο. «Ωραία, φώτισε το μουτράκι του», σκέφτηκε ο Έλληνας.

[Απόσπασμα από το μυθιστόρημα ''Ο ΚΛ[Ω]ΝΙΣΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ'', Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001, σελ.148-150].




3.Σαλώμη [Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2005]


Με κοιτάζεις και δε μιλάς. Με σκοτώνει το βλέμμα σου... Νιώθω κι εγώ ανόητη, σαν ανόητος άντρας που σκοτώνει για ν' αποδείξει τη δύναμή του. Δεν ήταν αυτά τα όπλα μου, εγώ ήξερα μόνο να χορεύω και ν' αγαπάω... Πώς το έκανα αυτό, πώς δέχτηκα το φόνο σου...
Σε κοιτάζω και θλίβομαι... Ποτέ μια γυναίκα δε χαίρεται όταν σκοτώνεται ένας άντρας. Γιατί πάντα έχουμε ανάγκη να μας αγαπάει ένας άντρας. Θέλουμε να σβήνει από έρωτα στην αγκαλιά μας, να παραδίνεται στα χέρια μας κι εμείς μεγαλόψυχα να του επιτρέπουμε να ζήσει...
Ο μονόλογος της Σαλώμης.
Ο μονόλογος μιας γυναίκας μπρος στο κεφάλι ενός άντρα που η ίδια απαίτησε και πέτυχε το θάνατό του...
http://www.biblionet.gr/) 




Απόσπασμα 

Προς στιγμήν φαίνεται σαν να ετοιμάζεται να πάρει τον ασημένιο δίσκο στα χέρια της. Όμως αλλάζει γνώμη και κατεύθυνση και ξεσπάει την οργή της σε μια βελούδινη κουρτίνα. Την τραβάει άγρια, και με τη δύναμη που έχει βάλει, το ύφασμα έρχεται πάνω της, σκεπάζει το κεφάλι της. Μοιάζει σαν να θέλει να κρυφτεί.
Γιατί δεν απαντάς, Ιωάννη;
Ακούγεται πνιχτή η φωνή της κάτω από το βελούδο. Ύστερα το πετάει σε μια άκρη και στρέφεται ξανά προς το τραπέζι.
Είσαι το τρόπαιό μου, γιατί δεν μπορώ να σε κάνω ό,τι θέλω; Μα μη νομίσεις ότι με νίκησες επειδή δεν απαντάς.
Η φωνή της ακούγεται δυνατή, όχι πολύ δυνατή όμως. Σαν να θέλει να δείξει την αυταρέσκεια της σίγουρης δύναμης.
Πάντα η γυναίκα θα νικάει, Ιωάννη! Τόσο απόλυτα, τόσο σίγουρα που μπορεί να πάρει το κεφάλι ενός άντρα σε ασημένιο δίσκο. Δε ζείτε χωρίς εμάς, πάντα θα θέλετε ν' ακουμπάτε το κεφάλι σας στην αγκαλιά μας. Όλη σας τη ζωή την ακουμπάτε στο στήθος μιας γυναίκας. Μπορούμε να σας φιλήσουμε, μπορούμε να σας χαϊδέψουμε σαν μικρά παιδιά αλλά μπορούμε και ν' αφαιρέσουμε την ίδια τη ζωή σας.
Μοιάζει τόσο πολύ η γυναίκα με το δήμιο; Γιατί στο πρόσωπό σου έχει εγκατασταθεί η γαλήνη και όχι ο τρόμος; Τέτοια γαλήνη έχουν τα πρόσωπά σας μόνο στην αγκαλιά μας, τότε που γίνεστε παιδιά. Τότε που βρίσκετε τη λύτρωση, τότε που αγαπάτε έως θανάτου το δικό μας πρόσωπο.
Δες τι έγινε εδώ. Δες αυτό που γίνεται πάντα στην Ιστορία κι όχι μόνο με την Ιουδίθ ή τη Σαλώμη. Ούτε κι ο Σαμψών γλίτωσε απ' την αγκαλιά της γυναίκας. Ακόμη κι ο πιο δυνατός άντρας, είναι αδύνατος στα χέρια μας. Αλλά δε χαίρομαι γι' αυτό, δε χαίρομαι μια τέτοια νίκη. Δεν ήταν δική μου απόφαση να σε σκοτώσουν πραγματικά, γιατί εγώ είμαι γυναίκα με αισθήματα. Τη μητέρα μου πλήγωσες, τον εγωισμό μιας γυναίκας πλήγωσες, κι αυτή με ανάγκασε να δείξω τη δύναμή μου. Όχι, Ιωάννη, δεν την ήθελα τέτοια νίκη...
Χαμηλώνει πάλι τη φωνή της και συνεχίζει τον αργό βηματισμό.
Εγώ ήθελα ν' αφήνουν οι άντρες τη ζωή τους στα χέρια μου, όχι για να την αφαιρέσω. Να την κάνω ό,τι θέλω, ναι. Να νιώθω βασίλισσα, ναι. Δε σε ήθελα εγώ νεκρό, δεν τον θέλω τον άντρα νεκρό. Υποταγμένο ναι, παραδομένο πες καλύτερα, να νιώθει νεκρός στην αγκαλιά μου, ναι. Γι' αυτό σε αγαπάω τώρα, γιατί σε σκότωσε μια γυναίκα που δεν σ' αγάπησε. Γιατί δε γνώρισες άλλο στήθος απ' αυτό της μάνας σου.
Τη θυμόσουν άραγε χτες τη μάνα σου; Μπορεί και να νόμιζες πως μια γυναίκα δε γίνεται σκληρή σαν άντρας, πως μόνο αγάπη έχουμε στην καρδιά μας. Δε θα 'ξερες πως ήσουν θύμα μιας πληγωμένης γυναίκας, γιατί εσύ τα είχες βάλει με τον Ηρώδη. Ταλαίπωροι άντρες... Κι εσύ κι εκείνος θύματα τής ίδιας γυναίκας. Νόμιζες πως αυτός
κυβερνάει, πως αυτός ευθύνεται που αγάπησε τη γυναίκα του αδερφού του! Καημένε Ιωάννη, αφού δεν τις ήξερες τις γυναίκες...
Σε κοιτάζω και θλίβομαι. Στο ξανάπα, ποτέ μια γυναίκα δε χαίρεται όταν σκοτώνεται ένας άντρας. Γιατί πάντα έχουμε ανάγκη να μας αγαπάει ένας άντρας. Θέλουμε να σβήνει από έρωτα στην αγκαλιά μας, να παραδίνεται στα χέρια μας κι εμείς μεγαλόψυχα να του επιτρέπουμε να ζήσει.
Πηγαίνει και ανάβει δυο κεριά στον πολυέλαιο.
Με κοιτάζεις και δε μιλάς. Με σκοτώνει το βλέμμα σου, ανόητε φωνακλά. Νιώθω κι εγώ ανόητη, σαν ανόητος άντρας που σκοτώνει για ν' αποδείξει τη δύναμή του. Δεν ήταν αυτά τα όπλα μου, εγώ ήξερα μόνο να χορεύω και ν' αγαπάω. Πώς το έκανα αυτό, πώς δέχτηκα το φόνο σου...

[Απόσπασμα από τον δραματικό μονόλογο ΣΑΛΩΜΗ, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005, σελ. 38-41]



4. Ο έρωτας και ο σταυρός [Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2007]

Eίσαι ακόμα ζωντανός, μπορείς. Ζωή μου, να μ' ακούσεις: Έφυγαν όλοι, βλέπεις; Ακόμα κι ο Θεός σε εγκατέλειψε. Όμως εγώ είμαι εδώ, σταυρωμένη μαζί με την αγάπη μου. Πονάω αλλιώτικα εγώ, μα ξέρω πως δεν πρόκειται άλλη φορά πιότερο να πονέσω. Αυτός που αγαπάει, πεθαίνει θάνατο τον πιο φρικτό όταν θα χάσει την αγάπη του...
Πώς έφτασα να θρηνώ μια τέτοια αγάπη; Κι εγώ τι έκανα γι' αυτήν: Μόνο σου το 'δειξα και περίμενα σιωπηλά την ώρα σου. Αχ, γιατί να μη τολμήσω περισσότερο, γιατί να μη σου πω ξανά και ξανά πόσο σ' αγαπάω;
Ο έρωτας δε γίνεται σταυρός χωρίς και τα δικά μας λάθη...
Ο μονόλογος μιας γυναίκας που θρηνεί για τον σταυρωμένο έρωτά της που, ενώ τον περίμενε σ' όλη τη ζωή, δεν έκανε ό.τι μπορούσε για να τον σώσει. Αλλά επειδή αγαπάει πραγματικά, μπορεί να πιστεύει ακόμα σε ανάσταση.
http://www.biblionet.gr/) 


Απόσπασμα 
Ω, ας μην ήταν όνειρο, γλυκέ μου… Ποιος όμως θα μου το πει, ποιος θα με βεβαιώσει ότι με πήρε στη αγκαλιά του σαν θεός ο άντρας που αγαπούσα; Το όνειρο κάθε γυναίκας το έζησα άραγε κι εγώ; Ήσουν εσύ που χάιδευες τα μακριά μαλλιά μου, που με τα δάχτυλά σου τα ανακάτευες για να δροσίσεις τις σκέψεις που με κούραζαν; Εγώ ριγούσα ολόκληρη στο απαλό άγγιγμα της αναπνοής σου. Έβγαλα τα ρούχα μου κι αφέθηκα γυμνή, αθώα στο κάλεσμα της αγάπης.
Γιατί όποτε τα σώματα μένουν γυμνά από αγάπη, τότε αμαρτάνουν. Όταν γυμνώνονται για την αγάπη, τότε είναι η ψυχή που χορεύει σε κάθε σκίρτημα της σάρκας.
Ιησού μου, έχω αμαρτήσει πολλές φορές γιατί έδωσα σώμα χωρίς ψυχή. Μόνο σε σένα ήθελα να δώσω τη Μαρία όπως την έπλασε ο Θεός. Γι’ αυτό και ήμουν αθώα, γιατί σε αγαπούσα, κι εσύ με είχες συγχωρέσει πολύ πριν μεθύσω από ευτυχία. Εκείνη τη μέρα ήξερα ότι εσύ θα μπορούσες να συγχωρέσεις ακόμα και τον εαυτό σου, αρκεί μόνον… Αρκεί ό,τι έκανες να το έκανες από αγάπη.
'‘Σ’ αγαπώ’' είπα. '‘Κι εγώ’ ' απάντησες, και τότε σιγουρεύτηκα γιατί με προστάτεψες από την ηθική του κόσμου. Κι έτσι αφέθηκα πρώτη φορά στον έρωτα. Πρώτη φορά εγώ η γυναίκα… Ήμασταν μόνοι στο σπίτι, μόνοι στον κόσμο, μόνοι σ’ ολόκληρο το σύμπαν. Ήμασταν ολόκληρο το σύμπαν. Σα να συναντούσε η Εύα τον Αδάμ, σα να γινόταν πρώτη φορά η ένωση του άντρα με τη γυναίκα. Ένας παράδεισος η κάμαρα, και το ζευγάρι, εσύ κι εγώ, άρχιζαν την ιστορία απ’ την αρχή. Όταν ξύπνησα με την αυγή του ήλιου, μου φάνηκε πως βρισκόμασταν στην αυγή της ιστορίας. Εσύ δεν ήσουν δίπλα μου το πρωί, και τι μ’ αυτό; Εγώ είχα τη μνήμη της βραδιάς να καθρεφτίζεται στα μάτια μου.
Όλα έγιναν όπως τα ονειρευόμουν μια ζωή. Με κρατούσε στην αγκαλιά του ο θεός μου, με φιλούσε με χίλιους τρόπους ο θεός μου, μπήκε ως τα βάθη της καρδιάς μου ο άντρας. Δεν τολμάω να ονειρευτώ πως κουβαλάω στα σπλάχνα τον καρπό της αγάπης μας. Δεν τολμάω να ονειρευτώ πως ο Θεός διάλεξε εμένα να δώσει στον κόσμο την καινούργια αρχή. Με φτάνει που μ’ αγκάλιασες, με φτάνει που μ’ έκανες αθώα για την υπόλοιπη ζωή. Με φτάνει που όσα έζησα μοιάζουν αλήθεια με όνειρο.

[Απόσπασμα από τον δραματικό μονόλογο Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007, σελ. 27-28]



5. Το Ευαγγέλιο της Ιωάννας [Μυθιστόρημα, Γαβριηλίδης, 2009]


Ένας στίχος στο περιθώριο κάποιου παλιού βιβλίου οδηγεί στην ανακάλυψη του Ευαγγελίου της Ιωάννας. Ποια είναι αυτή η γυναίκα;
Η Ιωάννα είναι η γυναίκα του Απόστολου Πέτρου. Τελείως εξαφανισμένη από τα Κανονικά Ευαγγέλια, αν και ο Ιησούς φέρεται να θεράπευσε τη μητέρα της. Γιατί αυτή η σιωπή, ενώ αναφέρονται τόσες άλλες γυναίκες που ακολουθούσαν και βοηθούσαν στην ιερή αποστολή; Το πιθανότερο είναι να μην συμφωνούσε. Αλλά πώς αυτή να συμπαρασταθεί στο θείο έργο, όταν ο άντρας της την εγκατέλειψε με δύο παιδιά για να σώσει τον κόσμο, και να έχει ύστερα το θράσος να ρωτάει «εμείς που τ' αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε, τι έχουμε να κερδίσουμε;» Πώς, άραγε, αυτή η γυναίκα είδε το κίνημα της σωτηρίας;
Τα Ευαγγέλια μέσα από το βλέμμα αυτής της γυναίκας-θύμα, η οποία παρακολουθεί από κοντά την ιερή ιστορία και για πρώτη φορά αποκτάει φωνή για να μας πει όσα είδε και έζησε δίπλα στον κορυφαίο μαθητή του Ιησού.
http://www.biblionet.gr/) 

Απόσπασμα 
Η Ιωάννα καθόταν σ’ ένα σκαμνί. Η φωνή της μητέρας της ακουγόταν στο πίσω μέρος της αυλής, καθώς φώναζε τις κότες να φάνε. Ο Σίμωνας στάθηκε όρθιος στο κατώφλι. Μισός στο φως και μισός στη σκιά, αναποφάσιστος. Τελικά έμεινε εκεί, ακούμπησε την πλάτη στο όρθιο ξύλο και κοίταξε ήρεμα τη γυναίκα του. Εκείνη δεν μιλούσε και άρχισε αυτός.
«Ιωάννα, ξέρεις πια ότι είναι ο Μεσσίας. Για χάρη του πρέπει να θυσιάσουμε ακόμα και τη ζωή μας. Εσένα δεν σου ζήτησε κάτι τέτοιο. Εσύ πρέπει να εμπιστευθείς το Θεό και ν’ αφήσεις στα χέρια Του την οικογένειά μας. Τι έχεις να φοβηθείς όταν γνωρίζεις πως έτσι υπηρετείς τα σχέδιά Του; Ότι γι’ αυτόν το λόγο δεν θα σας αφήσει να πάθετε κανένα κακό;»
Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος του μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο να ρυτιδώνει το πρόσωπό της. «Καημένε, Σίμωνα, ούτε τη γυναίκα σου δεν τολμάς να πλησιάσεις. Θέλεις να σώσεις τον Ισραήλ, αλλά την οικογένειά σου την αφήνεις στα χέρια του Θεού. Μήπως δεν μπορεί αυτός να σώσει τον λαό του; Με μόνο το λόγο του δημιούργησε το σύμπαν και με θαύματα τους έβγαλε από την Αίγυπτο. Αν είναι ο μεσσίας σου απεσταλμένος του Θεού, δε θα έχει και θεϊκή δύναμη; Από έναν φτωχό οικογενειάρχη κρέμεται ολόκληρο θεϊκό σχέδιο! Καταλαβαίνεις τι κάνεις;»
Ο Σίμωνας σκέφτηκε να της μιλήσει για Αβραάμ, Μωυσή και Ααρών, για Κριτές και Προφήτες, αλλά δεν τόλμησε. Προτίμησε κάτι πιο απλό.
«Μα δεν είδες τη μητέρα σου με τι προθυμία τον υπηρετούσε; Με τι προσοχή άκουγε τα λόγια του και πόσο περήφανη ένιωθε που τίμησε το σπίτι μας; Αν ζούσε ο πεθερός μου, κι αυτός θα συμφωνούσε».
«Η μητέρα μου...», είπε σιγά κουνώντας ελαφρά το κεφάλι της. «Η δούλη του Θεού, το πρότυπο κάθε γυναίκας για τους ιερείς. Όχι, Σίμωνα», ξέσπασε ξαφνικά, «ο Αριστόβουλος δεν θα συμφωνούσε μαζί σας. Σεβόταν την πίστη της, αγαπούσε τη μητέρα μου και γι’ αυτό που ήταν, αλλά έλεγε πως ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους μυαλό να σκέφτονται. Είναι παράλογο αυτό που κάνεις και μην φορτώνεις στο Θεό τις ανοησίες σας».
Ο Σίμωνας, που τόση ώρα προσπαθούσε να συγκρατηθεί, δεν άντεξε το ξέσπασμά της.
«Δεν είπα τίποτα μπροστά στους άλλους, αλλά έχεις καταλάβει ότι ξεπέρασες κάθε όριο; Εσύ ήσουν πάντα γλυκιά και υπομονετική, τι έπαθες τώρα; Μίλησες με ασέβεια στον Ιησού, πρόσβαλλες εμένα που σε άκουγα και δεν παρενέβαινα, και μ’ έκανες να ντρέπομαι που είσαι γυναίκα μου».
«Το μόνο που σε νοιάζει τώρα είναι τι θα πουν οι φίλοι σου για μένα;»
«Όχι, τα παιδιά μας σκέφτομαι. Ευτυχώς που ήρθε η μάνα σου και δεν θ’ ανησυχώ για την ανατροφή τους».
«Σίμωνα, έγινες αγνώριστος μέσα σε λίγες μέρες. Ώστε ντρέπεσαι για μένα επειδή σου μιλάω δημόσια;»
«Σταμάτα επιτέλους!» φώναξε ο Σίμωνας, όμως όχι τόσο δυνατά όσο έδειχνε η οργή στο πρόσωπό του. «Είμαι ο άντρας σου και πρέπει να με σέβεσαι και να με υπακούς. Δεν σας αφήνω να πεθάνετε της πείνας, θα σας δίνει ο Ζεβεδαίος το νοίκι, πούλησε και το σπίτι σου στη Βηθεσδά, δεν θα χαθείτε. Εδώ δεν πρόκειται για την ευκαιρία της ζωής μου, αλλά για τη σωτηρία του Ισραήλ. Γιατί αρνείσαι να το καταλάβεις;»
«Κάτι άντρες σαν εσένα έφτιαξαν τους νόμους. Φεύγεις από το σπίτι και δεν μου δίνεις διαζύγιο, για να μείνω αναγκαστικά με τα παιδιά. Γιατί ο νόμος σας δεν επιτρέπει στις γυναίκες να ζητάνε διαζύγιο; Εγώ πρέπει να μείνω σκλάβα στο σπίτι κι εσύ να χαίρεσαι όπως θέλεις τη ζωή σου...»
Ο Σίμωνας έφριξε. «Καταλαβαίνεις τι λες; Ο Νόμος δόθηκε από το Θεό κι εσύ θέλεις να τα ισοπεδώσεις όλα;»
«Κι εγώ άλλαξα, Σίμωνα. Δεν με νοιάζει κανένας νόμος την ώρα που καταστρέφεται η ζωή μου. Αν νομίζεις ότι σε προσβάλλω και είμαι ένοχη, δεν έχεις παρά να ζητήσεις το λιθοβολισμό μου».
Ο Σίμωνας τρόμαξε και προσπάθησε να ηρεμήσει την κατάσταση.
«Πάντα ήσουν καλή μάνα και σύζυγος, και προσπαθώ να καταλάβω γιατί τώρα αντιδράς έτσι. Αλλά σου ζητάω να μην το παρακάνεις και με εκθέτεις μπροστά στον κόσμο».
Η Ιωάννα δεν μίλησε· έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο κι έσκυψε τελείως κάτω.
Ο Σίμωνας είδε πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για να συζητήσουν περισσότερο. «Με τον καιρό θα καταλάβει», είπε μέσα του. Και φωναχτά: «Μη νομίσεις πως ήταν εύκολο για μένα ν’ αποφασίσω. Είναι ο Μεσσίας, ο Μεσσίας... Θα το καταλάβεις κι εσύ κάποια μέρα, και θα χαίρεσαι για τον άντρα σου. Να προσέχεις τα παιδιά, θα έρχομαι συχνά να σας βλέπω», είπε και βγήκε στο φως της μέρας.
Η Ιωάννα κάθισε λίγο ακόμα μόνη της και ύστερα βγήκε στην αυλή. Είχαν φύγει όλοι, και μόνο τα άδεια κύπελλα έδειχναν πως κάποιοι είχαν καθίσει εκεί πριν από λίγο. Η μητέρα της ήταν πιο πέρα και κρατούσε την κατσίκα δεμένη απ’ το λαιμό· ακίνητη κοίταζε στο βάθος του δρόμου, αναποφάσιστη αν θα την πήγαινε για βοσκή ή όχι. Η κατσίκα προσπαθούσε με το κεφάλι να διώξει τις μύγες που ήθελαν να δροσιστούν με το αίμα της. Χωρίς να το θέλει, την Ιωάννα την έπιασαν ξαφνικά τα γέλια.
[Απόσπασμα από το μυθιστόρημα ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2009, σελίδες 56-60]



6.Tο ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ  [Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2013]


Ω, γλυκιά μου άνοιξη, παιδί μου αγαπημένο,
 πού βασίλεψε η ομορφιά σου; Πώς ν’ αντέξει της μάνας η καρδιά τέτοιο σταυρό και τέτοιον πόνο; 

Εγώ είμαι μαύρη κι άραχνη, νεκρή κι ας σας μιλάω,
 ένα παιδάκι γέννησα, δεν έχω άλλον κανένα. Σύρτε, φευγάτε σπίτια σας, τι εγώ θα σαβανώσω, τα λούλουδα, την άνοιξη, τον ήλιο, τον υγιό μου.
Τι μου αστράφτεις, ουρανέ και τι με φοβερίζεις Σαν χάσει η μάνα τον υγιό, χάνετ’ ο κόσμος όλος κι αν σου σταυρώσουν το βλαστό, σταυρώνεσαι αιώνια. 

Ο μονόλογος της Μαρίας. Η Μαρία, είναι η γυναίκα-σύμβολο της μάνας. Συγχωρεί ακόμα και το φονιά του γιου της, ενώ μοιρολογεί με έναν πόνο που υπερβαίνει ακόμα και τις ελπίδες του ουρανού…http://www.biblionet.gr/) 


Απόσπασμα 
Το μοιρολόι αναταράζει τα σπλάγχνα. Ο πόνος αρχίζει να φαίνεται περισσότερο στο χρώμα της φωνής της.
‘‘Ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατό μου τέκνο, πού έδυ σου το κάλλος;’’
Χάθηκ’ ο ανθός μου, χάνομαι, χωρίς στον ήλιο μοίρα
Σήμερα κλαίει η Παναγιά το γιο της, το Σωτήρα.
Σαν όλα τα παιδιά του κόσμου σε μεγάλωσα, μα εσύ δεν ήσουν σαν εμάς. Κρυφή κρατούσα τη χαρά, να δει η μάνα το παιδί της αψηλό, να γίνεται θεός. Έτσι βλέπουν οι μανάδες τα παιδιά, μα η δική σου, γιε μου, περίμενε και να φανερωθείς. Λίγες στιγμές το πίστεψα, τις πιο πολλές φορές δεν ήξερα τι να την κάμω τέτοια πίστη. Ήσουν πολύ μικρός, όταν γελούσαν που έλεγες πατέρα σου τον Ιωσήφ. Ποιος Θεός, ποιος άγγελος θα τιμούσε τη φτωχή μητέρα σου… Μες στη ντροπή του κόσμου σε μεγάλωσα και κρυφά συντηρούσα το όνειρο. Κι όμως, παιδί μου, τώρα είναι που σε πιστεύω πιο πολύ, τώρα είναι που σε κοιτάζω σα Θεό. Να είναι η αγάπη που έδειξες, η δύναμη που βρήκες να τους συγχωρέσεις όλους; Ή μήπως η τυφλή ελπίδα πως δεν μπορεί ο γιος μου να πεθάνει, πως δεν μπορεί παρά ν’ αναστηθείς;
Όταν σε είδα να υποφέρεις, η λύπη έγινε πιο βαριά απ’ την ελπίδα. Μα η ελπίδα μου δεν έσβησε κι ας την καρφώσαν άγρια και άπονα οι οχτροί σου. Κι ας μου μένει ακόμα το πιο σκληρό καθήκον, αυτό που κάθε μάνα καταριέται.
Καθώς έχει σκύψει το κεφάλι, όλα σκοτεινιάζουν. Δε βλέπει το μαύρο σύννεφο που έχει σκεπάσει το λόφο του Γολγοθά. Απορημένη κοιτάζει το σταυρό, κι εκεί πιο μαύρο το σκοτάδι.
Ωιμέ, πού είμαι τώρα εγώ, πού βρίσκεται ο γιος μου
Ποιος μου τον άρπαξε νεκρό, πού να ’ναι ο θησαυρός μου;
Βλαστάρι, παλικάρι μου, πού χάθηκες, καλέ μου
Ποιος μου σε πήρε, μάτια μου, αϊτέ μονάκριβέ μου;
Τι θα στολίσω η μαύρη εγώ, τι θα θρηνήσω τώρα
για ποιον λουλούδια θα βαστώ, για ποιον τα μαύρα δώρα
αφού είμαι μάνα δίχως γιο και μνήμα δίχως σώμα…
Το σύννεφο απομακρύνεται, οι σταυροί διακρίνονται και πάλι καθαρά. Στα δεξιά του λόφου, πίσω απ’ τους σταυρούς, ένα δέντρο γυμνό σχεδόν, μόνο στις άκρες ξεμυτίζει λίγο πράσινο. Δυο νεκροπούλια κάθονται υπομονετικά στα κλαδιά και περιμένουν να φύγει ο κόσμος. Κάπου-κάπου κρώζουν και βαραίνει περισσότερο η πένθιμη ατμόσφαιρα. Η Μαρία στρέφει προς αυτά το βλέμμα της.
Μαύρα πουλιά του χάροντα κι αφέντες του θανάτου,
αυτού ψηλά που κάθεστε, πείτε τι καρτεράτε.
Αν είναι σάρκα για φαΐ, να πάω να σας φέρω,
αν είναι αίμα για πιοτί, τρέχω να σας ποτίσω.
Μα αν είναι για το γιόκα μου, τον πιο ’μορφο λεβέντη,
άδικα που προσμένετε, κακό κι αν κατεβείτε.
Εγώ είμαι η μάνα του Θεού και χάρο δε λογιάζω,
ντύνω, στολίζω το παιδί, με μυρωδιές το λούζω,
λίγο να μου ξεκουραστεί και πάλι περπατάει.
Στον απέναντι λόφο μερικά παιδιά κινούνται χορευτικά φορώντας μαγιάτικα στεφάνια στο λαιμό τους. Η γη είναι πράσινη και ο μαύρος ουρανός δε φαίνεται να τα φοβίζει, θα μπορούσαν ακόμα και να τραγουδάνε. Η Μαρία τα βλέπει και τα καλοτυχίζει.
Καλότυχες οι μάνες σας, καλότυχοι οι γονιοί σας
που καρτερούν το λιόγερμα να σας γλυκοφιλήσουν.
Εγώ είμαι μαύρη κι άραχνη, νεκρή κι ας σας μιλάω,
ένα παιδάκι γέννησα, δεν έχω άλλον κανένα.
Σύρτε, φευγάτε σπίτια σας, τι εγώ θα σαβανώσω,
τα λούλουδα, την άνοιξη, τον ήλιο, τον υγιό μου.
Σταματάει να κινείται και στρέφεται ξανά στο σταυρό.
Γιε μου, τούτη η Παρασκευή δεν είναι σαν τις άλλες. Ετούτη η Παρασκευή είναι η πιο μεγάλη μέρα του θανάτου.

[Απόσπασμα από τον δραματικό μονόλογο ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013, σελ. 25-27]



7. Ο κύκλος του φεγγαριού [Διηγήματα, free-ebook, 2012]
Τρεις ιστορίες σε μια απόπειρα σύνθεσης τριλογίας του έρωτα.
* Ο έρωτας-λάμψη της αιώνιας στιγμής.
* Ο ανέφικτος έρωτας, ύστερα, γιατί κανένας δε βρήκε τη δύναμη να τον ομολογήσει.
* Και τέλος, η καταδίκη σε ισόβια μνήμη, για την ύβρη της ευτυχίας.


Απόσπασμα 

Ταπείνωση. Εκμηδένιση. Ο βαρύς φόρος των φυλακισμένων. Όχι όμως για τον Σταύρου. Αυτός δεν είχε τίποτε να ελπίσει, τίποτε να χάσει. Τι παραπάνω θα του πρόσθετε η υπακοή; Πόσο πιο βαθιά από το μπουντρούμι του θα τον έχωναν; Ζήτησε και έμεινε εκεί. Σιωπηλός περιφερόταν την ημέρα. Χωρίς επισκέψεις, χωρίς ήλιο. Περίμενε τα βράδια να υπάρξει. Όταν είχε φεγγάρι, καλύτερα. Όταν δεν είχε, άναβε τα δικά του και ζούσε μέσα στο φως τους. Μνήμη των φεγγαριών. Κανένας δεν τον ενόχλησε. Δεν είχε τίποτε να χάσει, τίποτε να ελπίσει. (…) Πώς να τον εκμηδενίσουν; Η τελευταία απόπειρα να τον ταπεινώσουν έγινε το πρωί. Και τα κατάφερε ο Ντάνκος –ο αρχιφύλακας- να ταπεινωθεί, να αυτοεξοριστεί. Ο ισοβίτης έμεινε ανυπόταχτος. Η πόρτα στο κελί του από σήμερα πάντα ξεκλείδωτη. Όχι ταπείνωση, δεν τα κατάφεραν. Ούτε ο χρόνος, ούτε οι άνθρωποι. Ούτε ο Κίκεργκαρντ. Μόνο το φως. Κοιμήθηκε.

[Απόσπασμα από το βιβλίο με διηγήματα ‘‘Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ’’, που κυκλοφορεί δωρεάν στο ίντερνετ από Free ebook, Αθήνα 2012, σελ. 84]

Ο "κύκλος του φεγγαριού" βρίσκεται σε αυτή τη διεύθυνση :
 http://www.free-ebooks.gr/gre/ebook/2429

9 σχόλια:

  1. Αξιόλογη η δουλειά του Αλέξη Σταυράτη και αξιέπαινη η παρουσίαση του στο homo universalis!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εξαιρετική η δουλειά του κ Σταυράτη καθώς και ο ίδιος.Γεωργία μου συγχαρητήρια και στο Homo universalis για τη παρουσίαση.!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. πολυ ωραιο το blog :) θα< κλεβω> θεματα και φυσικα θα φαναφερεται η πηγη.
    Ο Σταυρατης ξεχωριζει στην γραφη του και σαν ποιητης και σαν συγγραφεας. Πιστευω οτι θα αφησει σπουδαιο εργο και διδασκαλικο θα τολμουσα να πω:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

      Διαγραφή
    2. admin σε ευχαριστούμε πολύ για τα καλά σου λόγια
      Συμφωνώ απόλυτα για τον κ Σταυράτη :))

      Διαγραφή
  4. Εξαιρετική παρουσίαση ενός, ομολογουμένως, αξιόλογου έργου.
    Αγαπητή Γεωργία συγχαρητήρια.
    Στον εκλεκτό Δημιουργό, από καρδιάς ευχές για εμπνευσμένες γραφές.

    ΑπάντησηΔιαγραφή