Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

ΚΑΣΙΑΡΟΥ ΕΥΑ - ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ

Η φωτογραφία από http://www.metrogreece.gr/













-Μαμά, θέλω να βγω, έλεγα με πείσμα

-Περίμενε λίγο ακόμα, πρέπει να ωριμάσεις πρώτα μη βιάζεσαι, απαντούσε εκείνη. 

Άκουγα φωνές να φτάνουν στ' αυτιά μου, να μου τα γαργαλούν και να με ξεσηκώνουν. 


-Καλημέρα γειτόνισσα πότε με το καλό; Τα δικά μου ξεπετάχτηκαν κιόλας. 

-Μαμά, αυτό το πουλάκι με σκουντάει. 

-Δεν πειράζει άστο, θέλει να σου πει ιστορίες από αυτές που βλέπει γυρίζοντας τον κόσμο. 

-Μαμά, το κυπαρισσάκι λέει ότι είναι πιο ψηλό από μένα. Εγώ πότε θα το φτάσω;

-Ε!……εσείς εκεί κάτω μην εμποδίζετε το ρυάκι, αφήστε το να έρθει κατά δω να δροσίσει όλα τα δένδρα. 

-Αχ! Γειτόνισσα τι τραβάω, συνέχεια τα παιδιά μου μαλώνουν με το λαγό, δεν τον αφήνουν να τρέξει. Και τη χελώνα δεν την αφήνουν στην ησυχία της. Συνέχεια της ρίχνουν φύλλα στο καβούκι της. Πότε θα μεγαλώσουν να ησυχάσω. Άντε να βγουν και τα δικά σου να έχουν συντροφιά να παίζουν. Να γεμίσει το δάσος δένδρα …………. 

______________________________________________________________

Βιαζόμουν να τους δω όλους και να τους γνωρίσω.

Ήμουν ένα βιαστικό σποράκι που σκουντούσα συνέχεια τη μαμά μου και ανυπόμονα τη ρωτούσα:

- Πότε θα βγω;

- Σε λίγο, απαντούσε με υπομονή.

Συνέχεια αυτό άκουγα. Βέβαια παράπονο δεν είχα. Στο σπιτάκι καρπό της μαμάς μου ήταν πολύ καλά. Έπαιζα με τα αδελφάκια μου, που δε βιαζόταν σαν και εμένα πότε θα βγουν, έπινα από τους χυμούς της μαμάς, κοιμόμουν στα ζεστά, αλλά πάντα τέντωνα τα αυτιά μου να ακούσω τι γίνεται έξω και μετά γκρίνιαζα.

- Πότε θα βγω;

- Ανυπόμονο σποράκι που είσαι, έλεγαν τα αδέλφια μου. Ξέρει η μαμά πότε πρέπει να βγούμε.

Ώσπου κάποια στιγμή ακούω τη γλυκιά φωνή της μαμάς να λέει:

- Ίσως και σήμερα γειτόνισσα να γεννήσω. Νομίζω πως ωρίμασαν για τα καλά πια τα σποράκια –παιδάκια μου. Ώρα να βγουν και αυτά. 

- Τι ωραία! Τόσα δένδρα είμαστε εδώ, όλα θα σε βοηθήσουμε. Θα τους φωνάξουμε όλους. Τον ήλιο να τα ζεστάνει, το ρυάκι να τα ξεδιψάσει και τους ανθρώπους της πόλης να τα καμαρώσουν. Τι χαρά που έχουμε όλοι στο δάσος.

Ένιωθα πια σίγουρο σποράκι. Για μας μιλούσε η μανούλα, εμάς θα γεννούσε. Επιτέλους θα βγω έξω να τους δω όλους.

- Έλα λίγο ακόμα γειτόνισσα, σπάσε σιγά-σιγά τη φλούδα.. μη τα πληγώσεις .Ναταααα……βγαίνουν! Τι χαριτωμένα, τι γλυκούτσικα! Τι μικρά που είναι.. Λίγο ακόμα…μπράβο………μα…τι γίνεται …..πω πωωωωωω …………………….. θεέ..μου………τι….καπνός….καπν….φωτιά…..ΦΩΤΤΙΑΑΑΑΑΑ…φωτ…φω….γρ….γρήγορα….νερόοοοοοο νερ……ν…..

- ΜΑΜΑΑΑΑ…….

Δε θυμάμαι τίποτα άλλο από τη στιγμή της γέννησής μου. Θυμάμαι μόνο που ξύπνησα, μετά από πόσο καιρό δεν ξέρω, σ’ ένα κρεβάτι με ένα μέρμηγκα από επάνω μου να προσπαθεί να μου κάνει μια ένεση.

- Πού  βρίσκομαι; ρώτησα με απορία και γεμάτο περιέργεια.

- Μη φοβάσαι…γκουχου…γκουχου…σώθηκες ευτυχώς, γκουχου…γκουχου…καλά που βρέθηκα δίπλα σου την ώρα εκείνη …γκουχου …γκουχου ..και σ’ άρπαξα …γκουχου στο σπίτι μου …γκουχου …γκουχου… είναι η τελευταία ένεση γκουχου…που σου κάνω γκουχου. Αλλά πρέπει να ξεκουραστείς λίγο ακόμα γκουχου…για να γίνεις τελείως καλά…γκουχου…γκουχου….

- Η μαμά μου; Τα αδελφάκια μου; Το ρυάκι; Ο λαγός; Η χελώνα; Το πουλάκι; Οι φίλοι μου; Που είναι; Ρώτησα με αγωνία.

- Δυστυχώς παιδί μου η φωτιά …γκουχου..γκουχου… μας κατέστρεψε όλους γκουχου…γκουχου…εσύ όμως σώθηκες γκουχου..και εγώ έχασα γκουχου…όλους τους δικούς μου γκουχου …..

Πέρασα πολλές μέρες παρέα με το στεναχωρημένο και πάντα αμίλητο κυρ –μέρμηγκα με τα γιατροσόφια του. Συνέχεια έβηχε και το μόνο που έλεγε ήταν ότι η υγεία του έχει κλονιστεί, γιατί είχε αναπνεύσει πολύ καπνό και καταστράφηκαν τα πνευμόνια του, την «κακιά την ώρα» έτσι την έλεγε. Δεν καταλάβαινα και πολλά, μόνο τον κοιτούσα. Και να ρωτούσα κάτι, η μόνη απάντηση στα ερωτήματά μου ήταν: «έχεις καιρό, κάποτε θα καταλάβεις και θα πονέσεις, τώρα ξεκουράσου».

Μία μέρα έπεσε δίπλα μου και δεν ξανασηκώθηκε. Στα μάτια του πρόλαβα να διαβάσω ένα μεγάλο «ΓΙΑΤΙ».

Ήμουν πια μόνο κάτω από τη γη.

Άρχισε το σπίτι του κυρ μέρμηγκα να μικραίνει ή …μήπως εγώ μεγάλωσα. Θα σας γελάσω. Πάντως εκεί δε χωρούσα.

Έσκαψα λίγο το χώμα και έβγαλα το κεφαλάκι μου. «Θα είναι βράδυ, σκέφτηκα, γι αυτό όλα είναι μαύρα. Ας κάνω ησυχία μην τους ξυπνήσω». Έβηξα σιγά, μη ταράξω τον ύπνο της μαύρης χελώνας που κοιμόταν δίπλα μου.

Άρχισα σιγά-σιγά να βγάζω το σώμα μου και τα χέρια μου. Αλλά φοβόμουν γιατί όσο και αν τεντωνόμουν δεν άκουγα τίποτα. Ούτε τον παραμικρό θόρυβο. Και αυτή η άσχημη μυρουδιά; 

- Μαμάααα….μαμάααα….που είσαι; Ψιθύρισα.

Μια σταγόνα μ’ ανάγκασε να σηκώσω ψηλά το κεφάλι.

- Γεια σου, ποιος είσαι; Ρώτησα.

- Οι φίλοι μου με φωνάζουν συννεφάκι –πουλάκι, γιατί μοιάζω με τεράστιο άσπρο πουλί, μου απάντησε.

- Οι άλλοι κοιμούνται; Ρώτησα χαμηλόφωνα.

Άρχισαν τότε να έρχονται και άλλες σταγόνες –δάκρυα. Τόσες σταγόνες-δάκρυα που το συννεφάκι –πουλάκι έμεινε δίχως το ένα σύννεφο-φτερό του.

Έτσι έμαθα όλη την αλήθεια. Πως κάποτε ζούσαν εδώ αρμονικά πολλά ζώα και δένδρα μαζί. Ώσπου κάποια μέρα ήρθε η φωτιά να κάνει τη ζωή τους στάχτη και τον τόπο μια απέραντη ερημιά.

Ο καιρός περνούσε και εγώ μεγάλωνα μόνο μου. Έγινα ένα μικρό δενδράκι. Κανείς δε με βοηθούσε, κανείς δε νοιαζόταν για τον τόπο μου, το καμένο δάσος. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν οι φωνές των παιδιών της πόλης, κάτω στην πεδιάδα, που έφταναν στ’ αυτιά μου. 

Τα βράδια μαζί με το σκοτάδι και τη σιωπή με κυρίευε ο φόβος για τα παιδιά που θα γεννούσα. Αναρωτιόμουν πως θα τα γεννήσω; Ποιος θα με βοηθήσει; Αχ! Που είσαι μανούλα; Πού είσαι γειτόνισσα; Θα μεγαλώσουν με αγάπη; Τι θ’ απογίνουν; Πόσοι κίνδυνοι! Πόσες αγωνίες!

Έκλαιγα τόσο, που μ’ άκουγε το συννεφάκι –μισοπουλάκι, έτσι το φώναζα, από τότε που το ένα σύννεφο –φτερό του έγινε δάκρυα, και ερχόταν τρέχοντας να με παρηγορήσει.

- Αχ συννεφάκι –μισοπουλάκι τι να κάνω;

- Mη στεναχωριέσαι. Ίσως σε βοηθήσουν οι άνθρωποι, ίσως έρθουν, ίσως νιώσουν τον πόνο σου. Έχουν και αυτοί τους ίδιους πόνους για τα δικά τους παιδιά, όσους και συ. Άλλωστε αυτοί λένε ότι έχουν ψυχή και καρδιά μεγαλύτερη από τη δική μας. Θα δεις κάτι θα γίνει. Έλα κοιμήσου τώρα, αύριο θα έρθω πάλι να τα πούμε.

- Να είσαι καλά συννεφάκι –μισοπουλάκι που μ’ ακούς.

Απορούσα όμως «αφού οι άνθρωποι έχουν τόσο μεγάλη καρδιά, γιατί μας κατέστρεψαν όλους εδώ στο δάσος;»

Ένα πρωί ξύπνησα από κάτι ζεστό που ακουμπούσε τον κορμό μου. 

- Το συννεφάκι –μισοπουλάκι, σκέφτηκα, μου έριξε κουβέρτα από ψηλά να μην κρυώσω.

- Καλημέρα δενδράκι.

Άνοιξα τα μάτια μου και τι να δω! Ένα παιδάκι! Δεν ήξερα τι να πω! Που να το βάλω να καθίσει να μη λερωθεί από τα αποκαΐδια. Πώς να συμπεριφερθώ να μην πονέσει για τη στάχτη που βλέπει γύρω του; 

- Καλημέρα. Πως, πως… σε λένε; το ρώτησα αμήχανα.

- Σωτηράκη. Σε βλέπω από το δωμάτιο μου κάθε μέρα. Και σήμερα που η μαμά έφυγε πρωί-πρωί για δουλειές πήρα την απόφαση να μην πάω σχολείο και να έρθω εδώ πάνω να σε γνωρίσω από κοντά. Μ’ αρέσεις δενδράκι, θέλω να γίνουμε φίλοι. Εσύ θέλεις;

Ευτυχώς που δεν ήταν από πάνω μας στον ουρανό εκείνη την ώρα το συννεφάκι- μισοπουλάκι. Γιατί από τη συγκίνηση θα γινόταν δάκρυα και το άλλο σύννεφο-φτερό του.

Έτσι κάθε φορά που ο Σωτηράκης ξεγελούσε τη μαμά του ότι πάει να παίξει μπάλα με τον φίλο του τον Γιάννη ή να διάβαση με τον Θανάση, ερχόταν τρέχοντας κοντά μου. Πόσο γελούσαμε με τις σκανταλιές του και με τα ξεγελάσματα, μια που δεν τολμούσε να πει την αλήθεια πως έχει φίλο ένα δένδρο. Πλάθαμε όνειρα μαζί. Ονειρευόμασταν αυτόν τον τόπο γεμάτο δέντρα, πουλιά, ζώα, λουλούδια όπου όλα θα ακολουθούσαν την ζωής τους, χωρίς κανείς να την κάψει.

Δεν καταλάβαινα πώς περνούσε ο καιρός με τη συντροφιά του. Ήμουν ένα ευτυχισμένο δένδρο.

Μια φορά, ήταν θυμάμαι χειμώνας. Ο Σωτηράκης είχε να φανεί μια εβδομάδα. Θα έχει διαβάσματα σκέφτηκα. Άλλωστε, μου είπε ότι ο δάσκαλος φέτος τους βάζει πολλά μαθήματα.

Αλλά πέρασε και δεύτερη εβδομάδα και ο φίλος μου δεν ήρθε. Ανησύχησα. Δε με χωρούσε ο τόπος. Τι να κάνω; Τότε σκέφτηκα και ζήτησα βοήθεια από το συννεφάκι –μισοπουλάκι. 

- Πήγαινε σε παρακαλώ να δεις και έλα να μου πεις, Τι έγινε; Γιατί δεν έρχεται;

«Είναι άρρωστος με πυρετό στο κρεβάτι» μου είπε το συννεφάκι- μισοπουλάκι που πέταξε πάνω από το σπίτι του. 

Αχ! που είσαι κυρ –μέρμηγκα με τα γιατροσόφια σου; Έφυγες νωρίς και τώρα σε χρειάζομαι πάλι. Προσευχόμουν πρωί και βράδυ να γίνει καλά ο φίλος μου. Και ένα μεσημέρι την ώρα που έτρωγα, τον βλέπω, να έρχεται. Κόντεψα να πνιγώ από τη χαρά μου.

- Δεν μπορώ δενδράκι να ζήσω χωρίς εσένα, να ζήσω μακριά σου. Όλες αυτές τις μέρες που ήμουν άρρωστος μου έλειψες πολύ. Θέλω να σε πάρω σπίτι μου, να σε έχω συνέχεια κοντά μου. Θα σε φυτέψω κάτω από το παράθυρό μου και έτσι θα είμαστε συνέχεια μαζί.

- Μακάρι να μπορούσα. Αλλά εδώ είναι ο τόπος μου, οι ρίζες μου, εδώ είναι οι πρόγονοί μου. Δεν μπορώ να τους αφήσω, εδώ πρέπει να μείνω. Σε λίγο θα γεννηθούν τα παιδιά μου. Πρέπει να πρασινίσει πάλι ο τόπος για το καλό όλων μας. Θα έρχεσαι εσύ όποτε μπορείς και θα κάθεσαι κάτω από τη σκιά μου να τα λέμε. Να ακούν και τα σποράκια –παιδάκια μου τις ιστορίες σου, ώσπου να βγουν στον κόσμο, όπως άκουγα και εγώ των άλλων. 

Και ο καιρός πέρασε και ήρθε η άνοιξη. Τα κλαδιά μου ήταν γεμάτα καρπούς, έτοιμοι να ανοίξουν και να σκορπίσουν πάλι τα γέλια στον τόπο. Ήμουν κουρασμένο εκείνο το βράδυ και κοιμήθηκα νωρίς. Ξύπνησα από χονδρές σταγόνες που έπεφταν επάνω μου.

Κοίταξα ψηλά και φώναξα δυνατά:

- Ε! τι κάνεις μαύρο –μεγάλο σύννεφο, δε βλέπεις; Κάτω υπάρχουν άνθρωποι, λίγο πιο σιγά σε παρακαλώ.

- Δεν μπορώ δενδράκι, μου αποκρίθηκε, συγχώρεσέ με Είμαι πολύ αδύναμο για να αντέξω το νερό που κουβαλώ επάνω μου, πρέπει να το αδειάσω.

Και άνοιξε την αγκαλιά του και έριξε όλο του το νερό με δύναμη.

Άπλωσα τα χέρια μου και προσπάθησα να το μαζέψω με τις χούφτες μου, με τα φύλλα μου, να το ρουφήξω με τις ρίζες μου. Αλλά όσο και να μάζευα, όσο και να ρουφούσα ήταν πάρα - πάρα πολύ. Έφευγε. Δεν υπήρχε κανείς άλλος να το συγκρατήσει. Να ήταν εδώ η μαμά μου, οι γειτόνισσες, όλοι μαζί θα ρουφούσαμε και το νερό δε θα πήγαινε βιαστικά –βιαστικά κάτω στην πόλη.

- Ο Σωτηράκης !!!! Θεέ μου!!!! Να κρατήσω το νερό να σώσω το Σωτηράκη να σώσω το φίλο μου. ΦΤΑΝΕΙ πια μαύρο σύννεφο ΦΤΑΑΝΕΙ…. τα παιδιά μου ΦΤΑΝΕΙ…….

Άπλωνα, άπλωνα, άπλωνα …… όσο μπορούσα τα χέρια μου, τα κλαδιά μου, και άλλο και άλλο και άλλο και άλλο, να σώσω τα παιδιά μου. Τα δικά μου παιδιά που έπεφταν ανήμπορα κάτω στο χώμα.

Έβαλα όλη μου τη δύναμη να σώσω τον κόσμο εκεί στην πόλη. Μα ήμουν το μοναδικό δέντρο επάνω στο δάσος.

- Σταμάτααααα πια σύννεφο, ούρλιαξα. Δεν αντέχω άλλο!

Μα αντί για απάντηση ένας κεραυνός με λύγισε.


Την άλλη μέρα ήρθε ο Σωτηράκης, βουτηγμένος στις λάσπες μέχρι τα γόνατα του. Έτρεξε κοντά μου. Μόλις με είδε, πεσμένο κάτω. Έβαλε τα κλάματα, μ’ αγκάλιασε, με έσφιξε και με φίλησε.

- Μη στεναχωριέσαι δενδράκι, πάει πέρασε πια. Θα σε κάνω καλά, θα γίνουμε όπως πρώτα.

Ήξερα όμως ότι αυτό δε θα γινόταν ποτέ πια.

- Σωτηράκη έκανα ότι μπορούσα, ψέλλισα. Και ένιωσα πως ήρθε η ώρα να φύγω. Να πάω να συναντήσω αυτούς που χάθηκαν σε μια άλλη μεγάλη καταστροφή, τη στιγμή που γεννιόμουν.

- Το ξέρω ότι εσύ φίλε μου δενδράκι, έσωσες το δικό μου σπίτι και εμένα από την πλημμύρα. Σ’ ευχαριστώ φίλε μου καλέ. Σου υπόσχομαι ότι θα φροντίσω τα παιδιά σου, θα κάνω πάλι αυτόν τον τόπο όπως τον ονειρευόμασταν μαζί.

Εκείνη την ώρα έφτασε και το συννεφάκι –μισοπουλάκι. Έσκυψε, δάκρυσε τόσο, που έγινε και το άλλο σύννεφο- φτερό του δάκρυα. Και έτσι αναγκάστηκα να κρατηθώ γερά από τον λαιμό του για να ανέβω ψηλά στον ουρανό.

Από εκεί επάνω τα είδα όλα. Θεέ μου τι καταστροφή ήταν αυτή! Καμένο δάσος, πλημμυρισμένη πόλη, άνθρωποι να ζητούν αγωνιωδώς βοήθεια.

Γιατί δεν τους είπα αφήστε μας να ζήσουμε, η μαμά μου, εγώ, τα παιδιά μου, οι γείτονες μου, για να ζήσετε κι εσείς; Γιατί δεν τους το είπα τόσο καιρό που ήμουν στη γη; Τώρα άραγε ποιος θα τους το πει; Δεν έμεινε κανείς άλλος εκτός από τα παιδιά μου, που γλίστρησαν από πάνω μου μαζί με το νερό.

Μετά από μέρες περνώντας, με το συννεφάκι, όχι πια πουλάκι, πάνω από την πόλη, είδα τους ανθρώπους της να πασχίζουν ακόμα να ξαναφτιάξουν το βιός τους. Έριχναν ο ένας το φταίξιμο πάνω στον άλλον για τη μεγάλη καταστροφή που τους βρήκε.

Μόνο ο Σωτηράκης καθόταν σκεφτικός στο τραπέζι του και ανακάτευε ανόρεχτα τη σούπα. Πλησιάσαμε και τον άκουσα να λέει:

- Μαμά, ένας κούκος μπορεί να φέρει την άνοιξη; Και κοίταξε ψηλά, εκεί που ο κορμός μου και τα κλαδιά μου είχαν γίνει ασπίδα προστασίας γι αυτόν και τα παιδιά μου.

Τότε τρία δάκρυα έσμιξαν 

Το πρώτο ήταν από το συννεφάκι, όχι πια πουλάκι, που δεν είχε άλλα φτερά για να γίνουν δάκρυα. 

Το δεύτερο ήταν το δάκρυ του Σωτηράκη, δάκρυ υπόσχεσης για προστασία και φροντίδα της ζωής του δάσους.

Το τρίτο ήταν το δικό μου, το δάκρυ ελπίδας. 
ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ

Στοιχεία επικοινωνίας  με την Ε. Κασιάρου evakas2@yahoo.gr










5 σχόλια:

  1. Εξαιρετικό Εύα! Σ' ευχαριστούμε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευαίσθητο και τρυφερό!Με βαθειά συναισθήματα και ουσιαστικά μηνύματα από την αρχή μέχρι το τέλος.Τη στιγμή που νομίζεις ότι όλα τελειώνουν..όχι..υπάρχει η ελπίδα ότι όλα μπορούν να αλλάξουν στο μέλλον για τα παιδιά μας..Μαρια λίνα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. όταν γλυτώνουν τα παιδιά... υπάρχει πάντα ελπίδα
      Σας ευχαριστώ !

      Διαγραφή