Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

ΦΙΛΙΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ - ΤΟ ΚΑΤΑ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ



    Ανήμερα τη Λαμπρή βρέθηκα σ’ ένα παραθαλάσσιο κτήμα, προσκαλεσμένος κάποιου φίλου μου. Ευωχούμενος και κατατσικνισμένος, απολάμβανα τα «Καγκέλια» και άλλα παραδοσιακά πασχαλινά τραγούδια. Και καθώς κατανάλωνα την μπύρα με τα καφάσια, ανά ημίωρο επισκεπτόμουν το μέρος όπου και οι βασιλιάδες πηγαίνουν μόνοι τους: την τουαλέτα του σπιτιού. Σε κάποια απ’ αυτές τις βιαστικές επισκέψεις μου παρατήρησα, δίπλα στη λεκάνη, στοιβαγμένο με διάφορα περιοδικά, ένα παλιωμένο βιβλίο. Γνώριζα πως ο φίλος μου είναι δυσκοίλιος και φιλομαθής, όμως αγνοούσα ότι διαβάζει και φιλοσοφία μες στο αποχωρητήριο! Διότι το βιβλίο ήταν η «Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως», φιλοσοφική πραγματεία που συνέγραψε, το 1839, εκείνο το γερμανικό στριμμένο άντερο, ο Αρθούρος Σοπενχάουερ (1788-1860), την αφόρητη καταστροφολογία του οποίου δεν άντεξε ούτε η ίδια του η μάνα και τον εκδίωξε κλοτσηδόν και αμετάκλητα από το σπίτι της. Περίεργος, αντί να επιστρέψω στα αναστάσιμα κλαρίνα της Γωγώς Τσαμπά, διέπραξα το σφάλμα να το ξεφυλλίσω – αυτή η περιέργεια ανάγκασε τον Πλάστη να συμπεριφερθεί όπως η μαμά του Αρθούρου και να σουτάρει τον προπάτορα Αδάμ από τον κήπο της Εδέμ, εξορίζοντάς τον διά παντός στην κοιλάδα των δακρύων, τη Γη. Το ίδιο εξόριστος απ’ το πασχαλινό γλεντοκόπι και προσγειωμένος απότομα αισθάνθηκα κι εγώ διαβάζοντας την εκπληκτική, εκτενή εισαγωγή αυτού του βιβλίου (το κυρίως κείμενο είναι μάλλον σχολαστικό και στρυφνό). Αμέσως έβγαλα στιλό και αντέγραψα σε χαρτί υγείας το πρώτο μέρος της, για να το μελετήσω αργότερα, νηφαλιότερος. Αρνούμαι να προσυπογράψω το ακραία πεσιμιστικό περιεχόμενό του, δεν με συμφέρει καθόλου. Ωστόσο οφείλω να ομολογήσω –όπως θα κάνετε κι εσείς– πως σπανιότατα συναντώ μια τόσο εναργή, περιεκτική και πειστική περιγραφή του ανθρώπινου πεπρωμένου, της μοίρας που μας κληροδότησε ο αποδιωγμένος Αδάμ, μοίρα που εμείς βιώνουμε γυμνή και αψιμυθίωτη στη μνημονιακή Ελλάδα. Παραθέτω αυτούσιο το πρώτο μέρος της εισαγωγής, όχι ασφαλώς για να αποκαρδιωθούμε περαιτέρω, αλλά αντιθέτως για να εγκαρδιωθούμε λιγάκι. Παρά την αρχική δυσφορία, μάς θωρακίζει με απρόσμενη καρτερία και κουράγιο, ίσως περισσότερο και από τα τέσσερα Ευαγγέλια, το να συνειδητοποιήσουμε πως το κουπί της ρωμαϊκής γαλέρας που τραβάει καθένας μας μονάχος του, σαν τον Μπεν Χουρ, δεν είναι τυχαία σημερινό και ατυχώς προσωπικό, μα διαχρονικό και πανανθρώπινο, ταυτόσημο της ύπαρξής μας. Ο φύσει μουσκεμένος δεν πτοείται απ’ τη βροχή και ο εκ γενετής χαμένος δεν σκιάζεται τη χασούρα. Γι’ αυτό, εφόσον επιμείνει να τζογάρει και σε πείσμα της γκρίνιας του Αρθούρου, στο τέλος τινάζει την (επίγεια ή επουράνια) μπάνκα στον αέρα.



«Ο άνθρωπος ζει στο παρόν, αλλά αυτό το παρόν φεύγει ασταμάτητα στο παρελθόν και γκρεμίζεται μέσα στο βάραθρο του θανάτου. Αν εξαιρέσουμε μερικά επακόλουθα που προέρχονται από τα περασμένα, η ζωή του χθες είναι νεκρή. Και γι’ αυτό θα έπρεπε ο άνθρωπος ν’ αδιαφορεί αν αυτό το παρελθόν ήταν γεμάτο από απολαύσεις ή από μόχθους και πόνους. Δεν μπορεί να σταματήσει αυτό το παρόν από του να μεταβάλλεται σε παρελθόν, ενώ το μέλλον είναι αβέβαιο και χωρίς διάρκεια. Και όπως το περπάτημα, σύμφωνα με τη Φυσική, είναι μια πτώση του σώματός μας που συνεχώς προλαμβάνεται, έτσι και η ζωή δεν είναι παρά θάνατος που αναβάλλεται διαρκώς. Στο τέλος όμως ο θάνατος θα θριαμβεύσει, γιατί του ανήκουμε απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε.

Μ’ αυτό τον τρόπο ζούμε τη ζωή μας, δείχνουμε γι’ αυτή μεγάλο ενδιαφέρον, γεμάτοι από μέριμνες και χίλιες δύο προφυλάξεις, και προσπαθούμε να τη διατηρήσουμε όσο μπορούμε πιο πολύ, μολονότι γνωρίζουμε πως κάποτε θα τελειώσει. Ο άνθρωπος, διακατεχόμενος από θέληση, πόθους κι ανάγκες, είναι το πιο στερημένο ον απ’ όλα τα πλάσματα που ζουν πάνω στη γη, αφημένος στο ίδιο του το είναι. Αβέβαιος για όλα εκτός από την αθλιότητά του, δεν έχει παρά μονάχα έγνοιες για την επιβίωση, που καταλαμβάνουν όλη του τη ζήση. Ταυτόχρονα τον βασανίζει και το ένστικτο της διαιώνισης του είδους του. Απειλείται από παντού με κινδύνους, χωρίς να είναι βέβαιος ότι θα τους αποφύγει. Προχωρεί με ανήσυχο βήμα, ρίχνει παντού με αγωνία τη ματιά του, περιμένοντας το ξαφνικό. Έτσι περνούσε τη ζωή του άλλοτε στις άγριες ερημιές, το ίδιο την περνάει και σήμερα στην πολιτισμένη κοινωνία. Εκείνο που τον εξουσιάζει είναι η ανάγκη να εξασφαλίσει την ύπαρξή του, και μόλις το επιτύχει δεν ξέρει τι να κάνει και αγωνίζεται να διώξει την πλήξη που τον πνίγει. Γι’ αυτό και βλέπουμε αυτούς που μόλις κατορθώσουνε ν’ απαλλαγούν από κάθε υλική και ηθική κακομοιριά, μόλις ξεφορτωθούνε κάθε άλλο βάρος, αμέσως γίνονται βάρος του εαυτού τους και λογαριάζουνε σαν κέρδος κάθε ώρα που περνά υποφερτά, παρόλο που η ώρα αυτή αφαιρείται απ’ τη ζωή τους, απ’ τη ζωή αυτή που με τόσο ζήλο προσπαθούν να επιμηκύνουν. 

Ο κόσμος είναι ένα σφαγείο, όπου οι υπάρξεις τυραννιούνται, αγωνιούν και αλληλοτρώγονται, και κάθε ον πάσχει τόσο όσο περισσότερη νόηση έχει, γι’ αυτό και στον άνθρωπο η αναλογία του πόνου φτάνει στο ανώτατο όριό της. Αυτό τον κόσμο οι αισιόδοξοι θέλησαν να τον προσαρμόσουν στο σύστημά τους και να μας τον παρουσιάσουν σαν τον καλύτερο δυνατό. Μου λένε να κοιτάξω την ομορφιά του κόσμου. Βέβαια, το θέαμα είναι θαυμάσιο να το βλέπει κανείς, αλλά το να παίζεις και ο ίδιος τον ρόλο σου μέσα σ’ αυτόν είναι κάτι το διαφορετικό. Η ζωή του ανθρώπου είναι ένας διαρκής αγώνας για την ύπαρξη, ένα κυνήγι όπου τα άτομα, πότε κυνηγώντας και πότε κυνηγημένα, διαφιλονικούν μεταξύ τους να πάρει το καθένα το μερίδιο του απ’ αυτόν τον φοβερό εξολοθρεμό. Με άλλα λόγια, είναι μια ιστορία γεμάτη πόνους και βάσανα, όπου χωρίς λόγο ποθούμε, υποφέρουμε, πάντα αγωνιζόμαστε, ύστερα πεθαίνουμε και πάει έτσι συνέχεια στους αιώνες των αιώνων, ωσότου ο πλανήτης μας να γίνει στάχτη».
[Arthur Schopenhauer, «Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως», εκδ. Αναγνωστίδη]

Φίλιππος Φίλιας

Γωγώ Τσαμπά – Τα Καγκέλια
















1 σχόλιο:

  1. Ας υποθέσουμε ότι ένα έντομο βλέπει σε ντοκυμαντέρ έναν άνθρωπο να τεμαχίζει τον καρπό ενός άλλου ανθρώπου με περισσό μίσος.Θα του φανεί η εικόνα σα μια ομορφιά,το αίμα θα ρέει εμπρός στα μάτια του όμοιο με κόκκινη υπέροχη βροχή.Και δεν θα έχει καμία διάθεση για στενοχώριες γιατί στο βασίλειό του μάτσο οι Σοπενάουερ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή