Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

ΠΟΔΑΡΑΣ ΣΠΥΡΟΣ "Η καρδιά"



Ξέρεις τι είναι
να κουβαλάς μια καρδιά
Μια καρδιά φορτωμένη
από την αγάπη των ανθρώπων
Μια αγάπη που πρέπει
να συντηρήσεις
να μεγαλώσεις
και να την επιστρέψεις αλώβητη

Μάθε ότι αυτό
είναι η ζωή

Ξέρεις τι είναι
να κουβαλάς μια καρδιά
Μια καρδιά μαραζωμένη
χωρίς ίχνος αγάπης
Μια αγάπη
που δεν μπορείς να δώσεις σε κανέναν
μιας και δεν ποτίζεται από το αίμα σου

Μάθε ότι αυτός
είναι ο θάνατος.


17/07/2014

Σπύρος Ποδαράς 











60 Χρόνια Lord of The Rings-Οι εντυπώσεις ενός μεγάλου θαυμαστή



Συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από τη κυκλοφορία της ανεπανάληπτης νουβέλας του J.R.R Tolkien, Lord of The Rings. Μια ιστορία που αναβιώνει και αναπαράγεται συνέχεια, ένα, παγκοσμίου φήμης, παραμύθι.

(η πρώτη φωτογραφία είναι η πρώτη σελίδα που έγραψε ο Tolkien για το Lord Of The Rings το 1932)

Ήταν 29 Ιουλίου του 1954 όταν ο J.R.R Tolkien κυκλοφόρησε τον πρώτο εκ των τριών τόμων του με τίτλο Lord Of The Rings ή Άρχοντας των Δαχτυλιδιών. Το βιβλίο είχε τεράστια επιτυχία και έδωσε το κουράγιο να συνεχιστούν οι κυκλοφορίες των δύο άλλων, μέχρι τις 20 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς. Η ιστορία άρεσε σε μικρούς και μεγάλους, έχοντας την απόλυτη ικανότητα να μαγέψει με την ίδια ευκολία κάθε ηλικία. Βέβαια, ο Tolkien τους είχε προετοιμάσει από το εξίσου ανεπανάληπτο προηγούμενο βιβλίο του, το Hobbit. Από τότε, πολλοί καλλιτέχνες απ’ όλες τις τέχνες, επηρεάστηκαν, εμπνεύστηκαν, αναδημοσίευσαν και αναβίωσαν τις ιστορίες. Τη μεγαλύτερη επιτυχία όμως βίωσαν οι ταινίες του ταλαντούχου και ειδικού σε οπτικά εφέ Peter Jackson, οι οποίες προσπάθησαν, επιτυχώς ως ένα σημείο, να αποδώσουν το μεγαλείο της σύλληψης του Tolkien.


Γνώρισα το Lord Of The Rings, όπως οι περισσότεροι της δικής μου γενιάς, το 2001 με την πρώτη ταινία Fellowship of The Ring. Δυστυχώς η γενιά μας σε μικρή ηλικία, σνόμπαρε περισσότερο τη πολυτιμότητα ενός βιβλίου από όλες τις προηγούμενες γενιές (μπορεί να μη φταίμε μόνο εμείς γι αυτό βέβαια, αλλά ας μη ξεφύγουμε από το θέμα μας). Το όνομα του Peter Jackson (δυστυχώς) ίσως και να μου ήταν πιο γνωστό από αυτό του J.R.R Tolkien. Αυτό που θυμάμαι βέβαια, είναι ότι με τράβηξε πολύ αυτή η ιστορία. Θα μπορούσα να πω επίσης ότι με παραξένεψε και σίγουρα μου είχε δημιουργήσει πάρα πολλά ερωτήματα, ακόμη και όταν η ιστορία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών έφτασε στο τέλος της. Δυστυχώς το μεγαλειώδες αυτό έργο δεν μπορεί να χωρέσει σε 3 (σχεδόν) τριωρες ταινίες, αν και η προσπάθεια, όπως προείπαμε ήταν αξιοπρεπής. Πολλά εννοήθηκαν ή παραλείφθηκαν κάτι το οποίο δημιούργησε στο εφηβικό τότε μυαλό μου (μόλις τελείωσε έφτασα Γυμνάσιο) πολλές απορίες. Τότε άκουσα για βιβλία από ανέκδοτο υλικό που εξέδωσε ο γιος του πολύ μετά τον θάνατο του πατέρα του, για παλαιότερες εποχές και για το βιβλίο "προοικονομία" του Lord Of The Rings, The Hobbit. Η περιέργεια μου όμως σταμάτησε όταν σκέφτηκα "Δηλαδή για να λύσω όλες μου τις απορίες πρέπει να κάτσω να διαβάσω όλα αυτά τα βιβλία;". Αργότερα όπως αποδείχθηκε, έκανα μεγάλο λάθος, και πλέον, έχοντας διαβάσει όλο το ανέκδοτο υλικό του, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι η ερώτηση αυτή, που οδήγησε στο να παρατήσω κάτι που μου άρεσε να ψάξω, ήταν πέρα για πέρα χαζή.

Η ιστορία είναι γνωστή σε όλους μας φαντάζομαι. Σας παραθέτω μια σύντομη περίληψη του βιβλίου παρακάτω:

"Ο πόλεμος σκεπάζει τη Μέση Γη, ένας φανταστικός κόσμος που ζουν Άνθρωποι, Ξωτικά, Νάνοι, Χόμπιτ, Ορκ και Μάγοι. Ο λόγος; Ένα πανίσχυρο Δαχτυλίδι, ένα από τα συνολικά 20 που κατασκευάστηκαν την Τρίτη εποχή, όπου τα έδωσαν συμβολικά σε Ανθρώπους (9), Ξωτικά (3) και Νάνους (7). Το Ένα όμως φτιάχτηκε για να εξουσιάζει όλα τα άλλα, υποτάσσοντας τη δύναμη των προηγούμενων και εξυψώνοντας τη δική του. Άρχοντας του Δαχτυλιδιού και τύραννος της Μέσης Γης είναι ο Σάουρον ένα πανίσχυρο πνεύμα από τα Αρχαία Χρόνια, που έχει ως σκοπό τη κυριαρχία της Μέσης Γης. Το Δαχτυλίδι όμως χάθηκε και ο εχθρός νικήθηκε, πέφτοντας αναπάντεχα στα χέρια ενός τελείως άκακου και αθώου πλάσματος, ενός Χόμπιτ. Ο εχθρός όμως δεν θα νικηθεί ως ότου αυτό καταστραφεί. Μια συμμαχία με όλους τους Ελεύθερους Λαούς της Μέσης Γης αρχίζει για την καταστροφή του Δαχτυλιδιού. Ένα Χόμπιτ θα αναλάβει τον πιο δύσκολο ρόλο, την καταστροφή του. Θα τα καταφέρουν;"


Με την ανάγνωση του βιβλίου ο αναγνώστης εισέρχεται στα άδυτα της σύλληψης του Lord Of The Rings, ενώ έρχεται σε άμεση επαφή με τον πνευματικό κόσμο του δημιουργού του. Αυτό δεν μπορεί κανείς να το συλλάβει τόσο από την ταινία. Έχει ακόμη την τύχη να κρατά στα χέρια του τη μεγαλύτερη επιτυχία ενός από τους πιο ταλαντούχους συγγραφείς της Νεότερης Λογοτεχνίας. Θα βιώσει μια ιστορία με αρχαίες ρίζες να διαδραματίζεται μπροστά του, με την πένα του συγγραφέα που έχει κλίση στην πανέμορφη περιγραφή τοπίων. Πλούσιο λεξιλόγιο που εξιδανικεύει τη στιγμή, αστείρευτο ταλέντο στη δημιουργία λέξεων και φράσεων από το μηδέν και, φυσικά, τις επικές περιγραφές των μαχών μεταξύ του Καλού και του Κακού. Ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει στη δημιουργία της Κουένυα, μια γλώσσα που επινόησε ο συγγραφέας για την ομιλία των Ξωτικών. Απίστευτο κι όμως αληθινό! Μια γλώσσα εύηχη, με πλούσιους φθόγγους, που ίσως μοιάζει περισσότερο στην Αρχαία αγγλοσαξονική διάλεκτο.


Όπως ακούμε από τα λόγια του πιο μεγάλου φαν των ιστοριών του Tolkien, που δεν είναι άλλος από τον γιο του Christopher, ο πατέρας του αναφερόταν στις ιστορίες του σαν όλα αυτά κάποτε να υπήρχαν. Σαν να τα θεωρούσε δεδομένα. Ένας παράλληλος μαγικός κόσμος, όπου η σοφία, η αγνότητα και η καλοσύνη πάλευαν με την απληστία, την επιθυμία για δύναμη και ασταμάτητη βία. Όχι τόσο μακριά από τον δικό μας κόσμο, τι λετε; Μόνο που εκεί, τα αγνά πράγματα θα έβρισκαν τον τρόπο να υπερτερήσουν των κακών. Τα πιο ασήμαντα και παραμελημένα, γίνονταν τα πιο σημαντικά, οι λεπτομέρειες γίνονταν η ουσία και ο ακατάσχετος πόθος για κάτι ποτέ δεν είναι καλό. Ό,τι δηλαδή πρέπει να μας συμβουλεύει μια ιστορία, βρίσκονται σε ένα έργο.



Σας συστήνω να μη μείνετε στις ταινίες. Είναι σίγουρα πολύ πετυχημένες και εντυπωσιακές. Η μαγεία του βιβλίου όμως δεν μπορεί να αποτυπωθεί μέσα στις ταινίες. Δεν υπάρχει αυτή η μοναδική περιγραφή τοπίων, δεν υπάρχει η ματιά του συγγραφέα, η αυθεντική εξιστόρηση των γεγονότων. Μπορεί δηλαδή τα γραφικά και τα τοπία των ταινιών να είναι εντυπωσιακά, όμως αλλιώς τα σκεφτόμαστε όταν η φαντασία μας δουλεύει. Η μεγαλύτερη διαφορά που παρατήρησα όμως ανάμεσα στις ταινίες και τα βιβλία είναι η διαφορετική προσέγγιση των γεγονότων. Στο μυαλό του συγγραφέα ακόμη και το κακό έχει κανόνες. Η επική περιγραφή σε συνδυασμό με το πνεύμα και το χαρακτήρα του συγγραφέα δίνουν άλλη πτυχή σε κάθε οντότητα. Η παρουσίαση τους αντίστοιχα στις ταινίες έχουν άλλη όψη, πολύ πιο σκοτεινή και κοντά στην πραγματικότητα. Γι αυτό πάντα πρέπει να διαλέγουμε να κοιτάμε το πρωτότυπο και έπειτα αν θέλουμε, συνεχίζουμε στις επανεκδόσεις και αποδόσεις του. Το αυθεντικό, σου παραθέτει την ιστορία έτσι ακριβώς όπως θέλει ο συγγραφέας, ο οποίος έχει τον τρόπο (δουλειά του είναι) να δείχνει τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως θέλει.

Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών είναι μια ιστορία που πολλοί έχουν λατρέψει και αν δεν την έχετε παρακολουθήσει μπορεί να συμβεί και σε σας. Είναι ένα έργο περιεκτικό, καθώς περιέχει χάρτες, μοναδική γλώσσα και μοναδικότητα στο τρόπο συγγραφής. Και όλοι εσείς που την ξέρετε από τις ταινίες και σας άρεσε τόσο, μη μείνετε σε αυτή, καθώς όταν διαβάσετε το βιβλίο, θα έχετε την ευκαιρία να την παρακολουθήσετε από την πένα του δημιουργού, ενός γνήσιου και τεράστιου παραμυθά. Από έναν μεγάλο αλλά αν και κάπως "αργοπορημένο" φαν, τολμήστε το.

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ "Τα παιδιά της Γάζας "




Δυο μεγάλα μάτια παιδικά,
                δυο μαύρα μάτια βουρκωμένα,
μας κοιτούν μέσα απ’ τα συντρίμμια
                                                   κι απορούν

Εκρήξεις και κουρνιαχτός
       επιμένουν να καλύπτουν το φεγγάρι
Είναι χλωμό απόψε το φεγγάρι
                               μα επιμένει να φωτίζει

Τα παιδιά των ερειπίων
θρηνούν γοερά και οδύρονται
                              μα η ζωή τα προσπερνά 
 Τα παιδιά των ερειπίων της Γάζας
                 αγαπούν πολύ τη ζωή
                                      κι ας τα προσπερνά
Γι’ αυτό δεν την ανταλλάσουν
                                                   με υποταγή
                                         και μίζερη ειρήνη

Τα παιδιά της Γάζας απαιτούν
                        λευτεριά και δίκαιη ειρήνη
Στα στήθη τους κόκκινα λουλούδια
                                                        οι πληγές
                                παράσημα αντίστασης

Είναι χλωμό απόψε το φεγγάρι
μα επιμένει να φωτίζει 
                       τις δολοφονίες των αμάχων
Είναι θλιμμένο απόψε φεγγάρι
μα επιμένει να φωτίζει
                                   τα ερείπια της Γάζας

Μα πώς θα κοιμηθείς απόψε Άνθρωπε,
όταν τον ύπνο σου στοιχειώνουν
δυο μεγάλα μάτια παιδικά 
                                             που σε κοιτούν,
μέσα απ’ τις ρωγμές των τοίχων,
                                                     κι απορούν;

Το δάκρυ τους ένα ποτάμι
μα η Ελευθερία είναι δέντρο
                         κι ανθίζει στις πληγές τους

                              23 Ιουλίου 2014


                            Γιάννης Ποταμιάνος




ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ  http://toxefwto.blogspot.gr/






ΚΟΡΟΜΑΝΤΖΟΥ ΕΥΔΟΞΙΑ "ΕΡΩΤΑΣ , ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΣΚΑΕΙ ΤΟ ΚΥΜΑ"



ΒΟΤΣΑΛΑΚΙ ΛΕΥΚΟ.
ΜΟΝΟ ΤΟΥ.
ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΥΔΙΑ. ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ.
ΛΑΜΠΕΡΟ.
ΑΠΟ ΤΟ ΑΛΜΥΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ  ΝΕΡΟ ΠΟΥ ΤΟ ΧΑΪΔΕΥΕΙ ΣΕ ΚΥΜΑΤΑ . ΜΕ ΡΥΘΜΟΥΣ ΕΡΩΤΙΚΟΥΣ..
ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ  ΠΟΥ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑ ΠΑΝΩ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΡΜΑΙΝΕΙ..
ΚΑΙ ΚΕΙ ΠΟΥ ΘΕΡΜΑΙΝΕΤΑΙ ,ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΑΦΡΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΡΟΣΙΖΕΙ.
ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΥΝΕΥΡΕΣΗ ΤΡΙΩΝ.
ΓΙ΄ΑΥΤΟ ,ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΠΑΡΩ ΒΟΤΣΑΛΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ. ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΥ ΑΛΛΑΞΩ ΚΑΝ ,ΘΕΣΗ.
ΘΑ ΤΟ ΑΦΗΣΩ ΕΚΕΙ ΠΟΥ  ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΒΡΕΘΗΚΕ.
ΝΑ ΧΑΡΕΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΥ!





ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

"Νὰ κριθεῖ κάθε Ἄνοιξη ἀπὸ τὴ χαρά της
ἀπὸ τὸ χρῶμα του τὸ κάθε λουλούδι
ἀπὸ τὸ χάδι του τὸ κάθε χέρι
ἀπ᾿ τ᾿ ἀνατρίχιασμά του τὸ κάθε φιλὶ......".

Ο Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα29 Μαρτίου 2005) ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία.
Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελικής Παπαδήμα. Από το γένος του πατέρα του καταγόταν από την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη.
Όταν ήταν πέντε ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Με την επίμονη προτροπή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του. Μερικά χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του Εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.
Πρωτοέγραψε ποίηση την άνοιξη του 1941. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδωσε τις «Παραλογαίς». Ακολούθησαν πολλές, ακόμη συλλογές με αποκορύφωμα την συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο»(1952), που εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.
Πήρε κακές κριτικές για τα πρώτα του ποιήματα από τους εκπροσώπους της γενιάς του '30 και ιδιαίτερα από τους Άλκη Θρύλο, Παλαιολόγο, Αιμίλιο Χουρμούζιο, Πέτρο Χάρη κ.α., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 οι κριτικοί άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματα του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέξανδρος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Δ. Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.ά.


Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α΄ Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του«Εκτοπλάσματα».
Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό δεν αφομοιώθηκε απ' αυτόν. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ξέφυγε από αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίησή του ως προς τη δομή είναι ενιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά.
Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Ίμβρου 2 στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σαχτούρης για να επιβιώσει είχε αναγκαστεί να πουλήσει το οικογενειακό του κτήμα στην Αργολίδα, έκτασης 230 στρεμμάτων, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια Σαχτούρη από τον Καποδίστρια, καθώς και το πατρικό του στην Κυψέλη, στην οδό Καλύμνου. Το Υπουργείο Πολιτισμού του είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.
Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη. Δεν παντρεύτηκε και δεν απέκτησε οικογένεια, διατηρούσε όμως δεσμό από το 1960 με την ζωγράφο Γιάννα Περσάκη.

Για τον θάνατό του ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωσε: «Ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της μεγάλης γενιάς της νέας ελληνικής ποίησης. Η τολμηρή, ασυμβίβαστη γραφή του, η διαρκής αναζήτηση της ελευθερίας στην τέχνη και τη ζωή, συνόδευσαν μια ολόκληρη εποχή περιπετειών και αγώνων. Ανέδειξαν το έργο του πέρα και πάνω από τους περιορισμούς του χρόνου. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσηςΓεώργιος Παπανδρέου«ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε από τις μεγαλύτερες ποιητικές μορφές της σύγχρονης Ελλάδας. Υπηρέτησε τα ελληνικά γράμματα με πίστη, με σεμνότητα και ήθος. Η οικουμενικότητα των μηνυμάτων του πάντα ζωντανή και έντονη, μένει σε μας διαχρονική κληρονομιά. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια» ενώ ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, εξέφρασε τα συλληπητήρια του για τον θάνατο του Μίλτου Σαχτούρη, «του ποιητή που άνοιξε τους δικούς του υψηλούς ορίζοντες, με τη διεθνή του αναγνώριση, στην ελληνική ποίηση».

ΕΡΓΑ
  • «Η Μουσική των νησιών μου» (1941) (αποκηρυγμένη συλλογή δημοσιευμένη με το ψευδώνυμο Μίλτος Χρυσάνθης)
  • «Η Λησμονημένη» (1945)
  • «Παραλογαίς» (1948)
  • «Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952)
  • «Όταν σας μιλώ» (1956)
  • «Τα φάσματα ή Ή χαρά στον άλλο δρόμο» (1958)
  • «Ό περίπατος» (1960)
  • «Τα στίγματα» (1962)
  • «Σφραγίδα ή Η όγδοη Σελήνη» (1964)
  • «Το Σκεύος» (1971)
  • «Ποιήματα» 1945-1971 (Εκδόσεις Κέδρος1977)
  • «Χρωμοτραύματα» (1980)
  • «Εκτοπλάσματα» (1986)
  • «Καταβύθιση» (1990)
  • «Έκτοτε» (1996)
  • «Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια» (1998)
  • «Ποιήματα (1980-1998)» (Εκδόσεις Κέδρος2002)

Συνομιλίες

  • Ποιος είναι ο τρελός λαγός (Εκδόσεις Καστανιώτης2000)


ΚΡΙΤΙΚΕΣ 

Ο Σαχτούρης είναι ο ζωγραφικότερος ποιητής που ξέρω. Όχι γιατί είναι «παραστατικές» οι εικόνες του σε σημείο που σχεδόν κάθε του ποίημα μπορεί να αναπαρασταθεί σαν ζωγραφική σύνθεση, αλλά γιατί έχει την αίσθηση του χρώματος και των σχημάτων όπως μόνον οι ζωγράφοι την έχουν. Το σχήμα και το χρώμα είναι όχι διακοσμητικά αλλά  εκφραστικά  μέσα. Βαφτίζει το χρώμα σε λέξεις και αποδίδει χρωματικά τις εννοιολογικές αποχρώσεις των λέξεων. Γι’ αυτόν, το χρώμα είναι ισότιμη πρώτη ύλη με τη λέξη. Στα έξι του βιβλία υπάρχουν πάνω από 150 στίχοι που αναφέρουν κάποιο χρώμα και πάνω από 200 που αναφέρουν πράγματα που υποβάλλουν έντονα ένα ορισμένο χρώμα, π.χ. οι λέξεις αίμα, χιόνι, πίσσα, τριαντάφυλλο, ουρανός. Είναι αδύνατο να οφείλεται σε μια τυχαία σύμπτωση αυτή η χρωματική διάστιξη των στίχων του. Νομίζω πως τα χρώματα για τον Σαχτούρη αντιστοιχούν σε βασικά ζωικά υπόβαθρα, σε διαθέσεις καθορισμένες από τόνους χρωμάτων. Το κάθε χρώμα αντιστοιχεί σε κάποιο κλίμα διάθεσης κι έχει μια σημασία που υποδηλώνει μια ειδική τάση. Κυριαρχούν το κόκκινο, το άσπρο και το μαύρο. Θα μπορούσα να επιχειρήσω μια παρακινδυνευμένη ερμηνεία και να πω πως το κόκκινο είναι το χρώμα κάθε ζωικής αντίδρασης· το μαύρο, της άρνησης· το άσπρο, της απολύτρωσης και του θανάτου.
 Νόρα Αναγνωστάκη, «Οι “Δύσκολοι καιροί” μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη». Διαδρομή. Δοκίμια κριτικής (1960-1995), Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1995, 45-46.




Για τα χρώματα, που αναφέρονται συχνά στα ποιήματά μου. Ιδίως το μαύρο και το κόκκινο του αίματος, το χρώμα της ζωής και των ημερών μου. Μα την αίσθησή τους την είχα πάντοτε μέσα μου. Από δώδεκα χρονών άρχισα και ζωγράφιζα. Τα είδε μια μέρα ο πατέρας μου, δικαστικός αυστηρός που με προόριζε για τα νομικά, και τα ’σκισε: «Τι ζωγράφος θα γίνεις…», μου είπε.
 Γιάννης Δάλλας, «Επίμετρο». Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος, Αθήνα 1997, 254.


Αν ο  ποιητής είν’ εκείνος που μαζεύει «ό,τι το καλό / σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο / κινδυνεύει» («Ο συλλέκτης» […]), πάλι είν’ αυτός που βάζει φωτιά, πυροδοτεί τις λέξεις, «κι αυτές με κρότο και με Θεό μαζί … εκρήγνυνται στο αχανές» («Στον Ντύλαν Τόμας» […]). Ο κόσμος του Σαχτούρη γεννιέται μέσ’ από την καταστροφή, το θάνατο, προϋπόθεση κι ανάγκη της ζωής, που είχε προαισθανθεί ο Καρυωτάκης: «Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση…». Ο ποιητής, αποτολμώντας αυτό το συνεχές πέρασμα από το θάνατο στη ζωή, αυτή τη συνεχή καταστροφή των λέξεων για να τις ξαναπλάσει μέσα στην ποιητική εικόνα, μεταβάλλει το χώρο του θανάτου σε χώρο ποιητικό, μετατρέπει τα τραύματα σε «χρωμοτραύματα».
 Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Τα ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη: κάτι επικίνδυνα κομμάτια», περ. Η λέξη, τχ. 4 (Μάης 1981) 275.


Αλλά το χαρακτηριστικά ιδιαίτερο της ποιητικής ατμόσφαιρας του Σαχτούρη οφείλεται στην εκλογή των στοιχείων που κάνει για να αποδώσει μια κατάσταση. Γίνεται περιγραφικός. Η φαντασία του δηλαδή δεν φαίνεται να έχει οικοδομηθεί επάνω σε λέξεις αλλά σε παραστάσεις. Από την πλευρά της λεκτικής του λιτότητας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο λιγότερο ρητορικός από όλους τους άλλους Έλληνες υπερρεαλιστές, ορθόδοξους και αιρετικούς. Ωστόσο το πεδίο που επικαλύπτουν οι λέξεις του είναι επαρκές ώστε να μας δοθεί η παράσταση ενός κόσμου: εφιαλτικού (χωρίς έμφαση), τερατώδους (χωρίς να είναι ανυπόστατος). Τελικά δηλαδή ο κόσμος του Σαχτούρη αναγνωρίζεται. Αποτελείται από θραύσματα του υπαρκτού κόσμου, αντανάκλαση μιας πραγματικότητας που γεννήθηκε μέσα και μετά το Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπως, αίφνης, τρομακτικός, παραμορφωμένος, ανάκατος (άνθρωποι, ζώα και αντικείμενα) είναι ο κόσμος στην «Γκερνίκα» του Picasso. Δεν ανέφερα τυχαία τον Picasso. Νομίζω ότι μέσα στα εμπειριακά δεδομένα του Σαχτούρη ανήκει και η ζωγραφική της avant-garde.
 Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ο Μίλτος Σαχτούρης και ο υπερρεαλισμός». Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1985 (2η έκδ.), 225-226.















ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Ἡ δύσκολη Κυριακή

Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ κοιτάζω πρὸς τ᾿ ἀπάνω ἕνα πουλὶ καλύτερο

ἀπ᾿ τὸ πρωὶ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου
Σπασμένα φλυτζάνια στὰ χαλιὰ

πορφυρὰ λουλούδια τὰ μάγουλα τῆς μάντισσας
ὅταν ἀνασηκώνει τῆς μοίρας τὸ φουστάνι
κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά
ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο
ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά

Ἔξω ἀλαλάζουν οἱ καμπάνες

ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλὰ στριφογυρίζουνε μιὰ χαραυγὴ
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ἕνας ἀετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τὰ μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους σκοποὺς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο

Ἤτανε παγωνιὰ

δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα ποὺ πέθαναν ὅλοι
κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν ἀκρωτηριασμένο φίλο
καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι συντροφιὰ



Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη


Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη τεντώνει τὰ λουλούδια της

οἱ βραδινὲς καμπάνες τὴν κραυγή τους
κι ἡ κάτασπρη κοπέλα μέσα στὰ γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα τὸ αἷμα
ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ πονέσανε
ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια ποὺ σφάχτηκαν
γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνα πύργος κατακόκκινος
μ᾿ ἕνα ρολόγι καὶ δυὸ μαύρους δεῖχτες
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα σύννεφο
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα ξίφος
τὸ σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τὰ γαρίφαλα
τὸ ξίφος θὰ θερίζει τὸ κορμί της



Ἀστεροσκοπεῖο


Διαρρῆχτες τοῦ ἥλιου

δὲν εἶδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δὲν ἄγγιξαν φλογισμένο στόμα
δὲν ξέρουν τί χρῶμα ἔχει ὁ οὐρανὸς

Σὲ σκοτεινὰ δωμάτια κλεισμένοι

δὲν ξέρουν ἂν θὰ πεθάνουν
παραμονεύουν
μὲ μαῦρες μάσκες καὶ βαριὰ τηλεσκόπια
μὲ τ᾿ ἄστρα στὴν τσέπη τους βρωμισμένα μὲ ψίχουλα
μὲ τὶς πέτρες τῶν δειλῶν στὰ χέρια
παραμονεύουν σ᾿ ἄλλους πλανῆτες τὸ φῶς

Νὰ πεθάνουν
Νὰ κριθεῖ κάθε Ἄνοιξη ἀπὸ τὴ χαρά της

ἀπὸ τὸ χρῶμα του τὸ κάθε λουλούδι
ἀπὸ τὸ χάδι του τὸ κάθε χέρι
ἀπ᾿ τ᾿ ἀνατρίχιασμά του τὸ κάθε φιλὶ



Τὰ δῶρα


Σήμερα φόρεσα ἕνα

ζεστὸ κόκκινο αἷμα
σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν
μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε
ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι
ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο

καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό

Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν

τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής


Ὁ οὐρανός

Πουλιὰ μαῦρες σαΐτες τῆς δύσκολης πίκρας

δὲν εἶν᾿ εὔκολο πράμα ν᾿ ἀγαπήσετε τὸν οὐρανὸ
πολὺ μάθατε νὰ λέτε πὼς εἶναι γαλάζιος
ξέρετε τὶς σπηλιές του τὸ δάσος τοὺς βράχους του;
ἔτσι καθὼς περνᾶτε φτερωτὲς σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τὴ σάρκα σας πάνω στὰ τζάμια του
κολλοῦν τὰ πούπουλά σας στὴν καρδιά του

Καὶ σὰν ἔρχεται ἡ νύχτα μὲ φόβο ἀπ᾿ τὰ δέντρα

κοιτᾶτε τ᾿ ἄσπρο μαντίλι τὸ φεγγάρι του
τὴ γυμνὴ παρθένα ποὺ οὐρλιάζει στὴν ἀγκαλιά του
τὸ στόμα τῆς γριᾶς μὲ τὰ σάπια τὰ δόντια του
τ᾿ ἄστρα μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ μὲ τοὺς χρυσοὺς σπάγγους
τὴν ἀστραπὴ τὸν κεραυνὸ τὴ βροχή του
τὴ μακριὰ ἡδονὴ τοῦ γαλαξία του



Ὁ στρατιώτης ποιητής

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα

μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου

Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα

τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο
μέσα στὸ φόβο
πέρασε ἡ ζωή μου

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα

δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα
καρφώνω




Τὸ χρυσάφι

Κάποτε

θὰ σταματήσουμε
σὰ μιὰ γαλάζια ἅμαξα
μέσ᾿ στὸ χρυσάφι
δὲ θὰ μετρήσουμε τὰ μαῦρα
ἄλογα
δὲ θά ῾χουμε τίποτα ν᾿ ἀθροίσουμε
δὲ θά ῾χουμε πιὰ τίποτα
γιὰ νὰ μοιράσουμε

κρατώντας

ἕνα ξύλο
θὰ περάσουμε
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τρύπα
τοῦ ἥλιου
ποῦ θὰ καίει



Τὸ πράσινο ἀπόγεμα

Ἐκεῖνο τὸ πράσινο ἀπόγεμα

ὁ θάνατος εἶχε βάλει, στόχο τὴν αὐλή μου
ἀπ᾿ τὸ νεκρό μου τὸ παράθυρο
μὲ τὸ βελούδινό μου μάτι
τὸν ἔβλεπα νὰ τριγυρνάει
γύριζε καὶ παράσταινε τὸν κουλουρτζῆ
γύριζε καὶ παράσταινε τὸν λαχειοπώλη
καὶ τὰ παιδιὰ τίποτα δὲν ὑποπτεύονταν
ἔπαιζαν μὲ πιστόλια καὶ τσίριζαν
αὐτὸς πάλι γύριζε καὶ πλησίαζε
καὶ πάλι μάκραινε καὶ ἔφευγε
ὕστερα ξαναρχόταν
στὸ τέλος ἀγριεύτηκε
ἄρχισε νὰ οὐρλιάζει
ἔβαψε τὰ μάτια καὶ τὰ νύχια του
φούσκωσε τὰ βυζιά του
ἄρχισε νὰ μιλάει μὲ ψιλὴ φωνὴ
ἔκανε σὰ γυναίκα...

τότε εἶναι ποὺ ἔφυγε ὁριστικὰ

ψιθυρίζοντας:
-Δὲν εἶχα τύχη σήμερα

αὔριο θὰ ξανάρθω



ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ

Ὅμως ὑπάρχουν ἀκόμα

λίγοι ἄνθρωποι
ποὺ δὲν εἶναι κόλαση
ἡ ζωή τους

ὑπάρχει τὸ μικρὸ πουλὶ ὁ κιτρινολαίμης

ἡ Fraülein Ramser
καὶ πάντοτε τοῦ ἥλιου οἱ ἀπομείναντες
οἱ ἐρωτευμένοι μὲ ἥλιο ἢ μὲ φεγγάρι

ψάξε καλὰ

βρές τους, Ποιητή!
κατάγραψέ τους προσεχτικὰ
γιατί ὅσο πᾶν καὶ λιγοστεύουν

λιγοστεύουν



ΤΑ ΝΗΣΙΑ

Ὁ Ἔρωτας εἶναι ὁ θάνατος

καθὼς περιμένω μέρες καὶ μέρες
γιὰ νὰ γυρίσεις
ἔτσι ποὺ τριγυρίζεις τὰ νησιὰ
νησιὰ θανάτου καθὼς περιμένω
τόσες ἡμέρες κι ὦρες θανάτου
γιὰ νὰ γυρίσεις
γιατί ἔρωτας εἶναι ὁ θάνατος
ἀπ᾿ τοῦ θανάτου τὰ νησιὰ
νὰ ξαναρθεῖς.



ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ σπίτι μου... Γύρω

Πέφταν μεγάλα ἀγκωνάρια ἀπό τοὺς
τοίχους τῶν ἄλλων σπιτιῶν ποὺ γκρεμίζονταν
καὶ εἶναι θαῦμα πῶς δὲν πέφταν πάνω μου.
Προχωροῦσα λοιπὸν μέσα στὸ βουητὸ καὶ τὸ κακό,
καὶ νά, ξαφνικὰ βρέθηκα
μπροστὰ στὸ σπίτι μου, ποὺ ἦταν ἀκόμη
ὄρθιο.
Στάθηκα λοιπὸν στὴν ἐξώπορτα καὶ
καθὼς προχώρησα πρὸς τὴ μεγάλη
πόρτα τοῦ σαλονιοῦ, εἶδα τὸ Χριστό,
μέσα σὲ λάμψη, μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα
στὰ πλάγια νὰ μὲ κοιτάζει αὐστηρά.
Ἀνατρίχιασα, κοπῆκαν τὰ πόδια μου,
ἔγειρα καὶ ἔπεσα κάτω λιπόθυμος.



ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Ἔρχεται φέτος κουρασμένη

ἡ Ἄνοιξη
(νά) κουβαλάει τόσα χρόνια
τὰ λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινοὶ ἄνθρωποι

στὶς γωνιὲς τὴν παραμονεύουν
γιὰ νὰ τὴν τσακίσουν.

Αὐτὴ ὅμως

μὲ κρότο
ἀνάβει ἕνα-ἕνα
τὰ λουλούδια της
στὰ μάτια τοὺς τὰ ρίχνει
(γιά) νὰ τοὺς στραβώσει.


Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (6ο μέρος)

Ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ στρατιώτης ποὺ σταυρώθηκε

ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ ρολόγι ποὺ σταμάτησε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ κλωνάρι ποὺ ἄναψε
ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ βελόνα ποὺ ἔσπασε
ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ ἐπιτάφιος ποὺ ἄνθισε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ χέρι ποὺ σημάδεψε
ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ πλάτη ποὺ ἀνατρίχιασε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ φιλὶ ποὺ ἀρρώστησε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ μαχαίρι ποὺ ξαστόχησε
ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ λάσπη ποὺ ξεράθηκε
ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ πυρετὸς ποὺ ἔπεσε



Ὁ Ἐλεγκτής

Ἕνας μπαξὲς γεμάτος αἷμα

εἶν᾿ ὁ οὐρανὸς
καὶ λίγο χιόνι
ἕσφιξα τὰ σκοινιά μου
πρέπει καὶ πάλι νὰ ἐλέγξω
τ᾿ ἀστέρια
ἐγὼ
κληρονόμος πουλιῶν
πρέπει
ἔστω καὶ μὲ σπασμένα φτερὰ
νὰ πετάω.



Τὸ Ψωμί

Ἕνα τεράστιο καρβέλι, μιὰ πελώρια φραντζόλα ζεστὸ ψωμί, 

εἶχε πέσει στὸ δρόμο ἀπὸ τὸν οὐρανό,
ἕνα παιδὶ μὲ πράσινο κοντὸ βρακάκι καὶ μὲ μαχαίρι
ἔκοβε καὶ μοίραζε στὸν κόσμο γύρω,
ὅμως καὶ μία μικρή, ἕνας μικρὸς ἄσπρος ἄγγελος. 
κι αὐτὴ μ᾿ ἕνα μαχαίρι ἔκοβε καὶ μοίραζε
κομμάτια γνήσιο οὐρανὸ
κι ὅλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αὐτή, λίγοι πηγαῖναν στὸ ψωμί,
ὅλοι τρέχανε στὸν μικρὸν ἄγγελο ποὺ μοίραζε οὐρανό!
Ἂς μὴν τὸ κρύβουμε.
Διψᾶμε γιὰ οὐρανό.





Τ᾿ ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ

Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο

εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό
καὶ νὰ ὁ μεγαλύτερος

μὲ μιὰ ἀνοιξιάτικη μαύρη γραβάτα
ποῦ χάθηκε μέσα σὲ σπηλιὲς θεόστραβες
καθὼς κυλοῦσε παίζοντας
πάνω σὲ ἀνεμῶνες κόκκινες
γλίστρησε
μέσ᾿ τοῦ θηρίου τ᾿ ἄγριου τὸ ματωμένο στόμα

ὕστερα ὁ ἄλλος μου ἀδερφὸς ποὺ κάηκε

πουλοῦσε κίτρινα βεγγαλικὰ
πουλοῦσε κι ἄναβε κίτρινα βεγγαλικὰ
- Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - φωτιὰ
θὰ διώξουμε ἀπὸ τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα
θὰ πάψουν νὰ μολύνουν τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα
- Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - κίτρινα βεγγαλικὰ
μιὰ μέρα θ᾿ ἀνάψει ὁ οὐρανὸς γαλάζιος

κι ὕστερα ὁ τρίτος ὁ πιὸ μικρὸς

ποὺ ἔλεγε πὼς εἶναι νυχτερίδα
γι᾿ αὐτὸ ἀγαποῦσε τὰ φεγγάρια
καὶ τὰ φεγγάρια μία νύχτα τὸν ἐζώσανε
κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔκλεισαν
κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔπνιξαν
τὸν ἕλιωσαν γύρω-γύρω τὰ φεγγάρια

Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο

εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό



ΟΠΩΣ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Δύσκολα χρόνια

τρομαγμένα παιδιὰ
σιάχνουν μὲ χαρτὶ κοκοράκια
τὰ βάφουν μαῦρα
σὰ σβησμένα κεριὰ
τὰ βάφουν κόκκινα
σὰ ματωμένα λουλούδια
κι ἀποροῦν οἱ μανάδες
ποὺ ὕστερα ἔρχεται
ὁ μεγάλος φίλος
ὁ κατάμαυρος φίλος
μὲ τὰ χρυσὰ χέρια
καὶ τὰ παίρνει

ΠΗΓΕΣ