Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΑΡΑΜΟΛΕΓΚΟΥ ΘΑΛΛΕΛΑΙΑ - ΙΑΚΩΒΙΝΑ " ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΜΑΖΙ ΤΗΣ, ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ..."



 "Πες μου ποια η πιθανότητα να ζήσω μακριά από αυτό; Πες μου πώς μπορώ να μαι τόσο μακριά από αυτό; Πες μου τι, τι θα κάνω από εδώ , ξέροντας ότι γίνεται κάτι τέτοιο εκεί; Πες μου, σου λέω, πες μου έστω κάτι.... Μη μένεις άλλο σιωπηλός δεν το αντέχω. Δε μ' ακούς; Σου μιλάω δε μ' ακούς;" Καθηλωμένη στη θέση της κοιτούσε ευθεία μπροστά, με το αριστερό της πόδι λυγισμένο, δε γοητευόταν πια από τα βλέμματα του κόσμου, την είχε κουράσει όλο αυτό πολύ καιρό τώρα, αλλά σαν να ξεπέρασε τα όρια πια, σαν να ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής, σαν να απογειώθηκε η πίκρα και να προσγειώθηκε η ελπίδα, τόσο χαμηλά, όσο ακόμα και ο Άδης θα φαινόταν ψηλότερα. Δεν κουνιόταν, μήτε μιλούσε, μήτε τα πόδια τους κουνούσε, απλά σκεφτόταν φωναχτά και περίμενε νοσταλγικά να σβήσουν για ακόμα μια μέρα τα φώτα. Αλλά δεν ήξερε ότι αυτή τη φορά ήμουν κι εγώ εκεί... Είχε επισκέπτες....
  Κλειδωμένη στο μουσείο, είχα απλώσει το σώμα μου στο πάτωμα και προσπαθούσα να με πάρει ο Μορφέας μέχρι το πρωί, πριν ενεργοποιήσω κανέναν συναγερμό κατά λάθος. Με τη ματιά μου χάζευα την ομορφιά της, καθώς εκείνη ακούνητη έστεκε περίλαμπρη μπροστά μου. Και αυτό ήταν, τα φώτα έκλεισαν και χάνω πια τον πρωταγωνιστικό ρόλο. 
   Τα μάτια της ανοιγόκλεισαν, έγειρε με μια απαλή κίνηση το κεφάλι της δεξιά για να αποκολληθεί από το άνω μέρος της κολόνας που τη συνέδεε και έκατσε στη βάση, που την έχουν τοποθετήσει. Τρόμαξα. Με  μια απότομη κλωτσιά του ποδιού μου στον αέρα χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο. Ο γδούπος ακούστηκε δυνατός, χτύπησα αθόρυβα την παλάμη μου στο μέτωπό μου απογοητευμένη και γύρισα να κοιτάξω. είχε γυρίσει στη θέση της. Όνειρο θα ήταν, σκέφτηκα, μια ουτοπία και ξαναχαλάρωσα. Έκλεισα τα μάτια μου και σκεφτόμουν.....
"Την πατρίδα; Αυτό σκέφτεσαι;" Μια γλυκιά γυναικεία κελαηδιστή φωνή αντήχησε στα αυτιά μου, άνοιξα τα μάτια μου και την είδα. Το φόρεμα της είχε αγκαλιάσει το πάτωμα, τα μαλλιά της σγουρά, μα επιβλητικά σε κότσο πίσω έγερναν στο πλάι, καθώς έγερνε το κεφάλι της και με κάρφωνε μες στα μάτια για να πάρει απάντηση. Το σώμα μου τραβήχτηκε ασυναίσθητα πίσω, κουλουριάστηκα στον τοίχο.
"Ναι αυτό, αυτό σκέφτομαι το κράτος μου, δηλαδή το κράτος μας, την επιστροφή".
"Πες μου για αυτό, μίλησε μου για τις άλλες. Πώς είναι; Με ξέχασαν;" το σώμα της χύθηκε στο πάτωμα και ακούμπησε δίπλα μου το κεφάλι της στον τοίχο, ενώ οι οφθαλμοί της κοιτούσαν ψηλά. "Έμαθα νέα".
"-Καλά, καλύτερα από πριν, προστατευμένες! Όχι ποτέ δε σε ξέχασαν, γενικά, θέλω να πω όλοι μας" Μου φαινόταν τρελό ακόμα και τώρα που εμψύχωνα άψυχα πράγματα, μα τα μάτια μου δεν έφευγαν από πάνω της. Κουλουριασμένη ακόμα επεξεργαζόμουν κάθε μικρή λεπτομέρεια που έβλεπα "Τι νέα;" συνέχισα.
"Βρήκατε κι άλλες ίδιες με μας στην Αμφίπολη, στον τάφο του...." διέκοψε απότομα, "για πες είναι όμορφες;"
"-Α, άκουσα για αυτό. Ναι πολύ και λένε μπορεί να ναι ολόσωμες, δηλαδή μπορεί και αυτές..."
"-Να ζωντανεύουν τα βράδια;" με συμπλήρωσε, διακόπτοντας με.... "Εμείς χορεύαμε τα βράδια, μη ξεκολλώντας τα πόδια μας και το κεφάλι μας από τον ναό, όλες μαζί, ρυθμικά. Και οι 6 μαζί. Μπορεί να το συνεχίζουν ακόμα χωρίς εμένα, αλλά το κάνω κάθε βράδυ εδώ για να το νιώθουν ξέρεις. Να νιώθουν ότι δεν τις ξέχασα, ότι τις θυμάμαι. Θες να σου δείξω;" 
    Δεν ξέρω αν τα χείλη μου ακουμπούσαν πια μεταξύ τους, εκστασιασμένα τα μάτια μου την κοιτούσαν να πλέει μαζί με τον άνεμο και να γεμίζει τον χώρο ζωντάνια, χωρίς να κουνά τα πόδια της απλά την μέση της, πίσω εκεί στη θέση που την είχαν τοποθετήσει. Απαλές κινήσεις στον αιθέρα, δυνατές ελπίδες για την επιστροφή της. Σαν αιθέρια κουνούσε τη μέση της στο ρυθμό, που η ίδια σιγοτραγουδούσε. Μα ξαφνικά σταμάτησε. Δεν πρόλαβα να υποκλιθώ πριν με κοιτάξει με το πιο θλιμμένο βλέμμα. "Ξέρεις παλιά ατενίζαμε και τα μαλλιά μας στο γλυκό αεράκι της νύχτας στον ιερό βράχο. Τώρα δίχως χέρια δε θα μπορούσα να τα επαναφέρω για το πρωί". Δίχως κανέναν δισταγμό πλησίασα αθόρυβα και με το ένα μου χέρι της έλυσε πίσω τα μαλλιά της κι εκεί. Αυτό είναι ο ορισμός της μαγείας. Ο ορισμός της μαγείας. ένα φουντωτό μπουκλωτό μαλλί ατένιζε στον ρυθμό που η ίδια έδινε. Μου χαμογελούσε και χόρευε, κουνώντας το κεφάλι της επιδεικτικά. Πήγα και ξάπλωσα στην αρχική μου θέση να την απολαύσω, μα σε λίγο πλησίασε κι εκείνη.
    "Σε λίγο ξημερώνει μου λέει και εσύ θα γυρίσεις πίσω.  Θα πεις κάτι στις αδερφές μου; Ότι χορεύω κάθε βράδυ, ακριβώς με το τραγούδι, τον ρυθμό και τις κινήσεις του τότε. Κι αν πας στην Αμφίπολη να τους πεις να προσέχουν, μέχρι να γυρίσω κι εγώ. Απελπίζομαι που δεν είμαι εκεί να υπερηφανευτώ μαζί τους, που επιτέλους ανέπνευσαν στον σύγχρονο κόσμο. Μα και μεταξύ μας πόση περηφάνια αποτελεί αυτό". το πρόσωπό της κοίταξε χαμηλά ενώ της έδενα τα μαλλιά πίσω αμίλητη. "ξέρεις συνέχισε είναι δύσκολος ο δρόμος του αποχωρισμού, μα το πιο δύσκολο είναι ο δρόμος του ανεφίκτου. Κι εγώ το ανέφικτο δεν το σκέφτηκα ποτέ, θα γυρίσω. Αυτό που μένει είναι να τους το πεις. Θα το θυμάσαι;" Έγνεψα καταφατικά. "Μπορεί να μη με θυμάσαι σε λίγα λεπτά μα και σαν όνειρο να το θυμάσαι. και να έρθεις να μου πεις τα νέα τους μέχρι να γυρίσω, μέχρι να τις ξαναδω."
     Σε δύο ώρες ήμουν ήδη έξω από το μουσείο. Μα τι όνειρο κι αυτό το σημερινό, τόσο ζωντανό. Σε δύο ώρες έφευγα για Αθήνα. Επόμενος προορισμός μια νύχτα στην Ακρόπολη. Δεν ξέρω γιατί μα είχα μια υπόσχεση να εκπληρώσω.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://eulegein.blogspot.gr/








1 σχόλιο: