Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

ΜΑΡΙΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ


Επιμέλεια κειμένων και παρουσίαση   Δημήτρης Βαρβαρήγος 


Βιογραφικό 
Η Μαρία Αυγερινού, γεννήθηκε στην Αθήνα. Στάση ζωής από τα νεανικά της χρόνια η ποίηση. Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί στον τοπικό τύπο, σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Στα γράμματα εμφανίζεται το 2014 με τη συλλογή «Διφορούμενες Αλήθειες», εκδόσεις Εντύποις. Υπό έκδοση η νουβέλα «Αιωνιότητα» και η δεύτερη ποιητική συλλογή «Αδιέξοδη Αμφισβήτηση». Είναι μέλος του Ομίλου για την Ουνέσκο Τεχνών, Λόγου & Επιστημών και του Μορφωτικού Ομίλου Πετρούπολης.
Διφορούμενες Αλήθειες
      Το πρώτο βιβλίο της Μαρίας Αυγερινού που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Εν τύποις και αποδεικνύει ότι δεν είναι τυχαίο που έχει άμεση αποδοχή από τους αναγνώστες και ανατυπώνεται σε δεύτερη έκδοση. Αυτή η επιτυχία καταξιώνεται μέσα από τον ευθύ λόγο που εκφράζεται με αγωνία στην συνειδητή ή ασυνείδητη αμφισβήτηση του κατεστημένου, υπερβαίνοντας τα όρια του ατομικού έσω κόσμου της ποιήτριας. Σε κάθε ποίημα δημιουργεί ολοκληρωμένες φόρμες με ρυθμό και αρμονική τελειότητα πνευματική να οξύνουν την κρίση σε κάθε ανάγνωση τους. παλεύει με την αλήθεια των λέξεων και των νοημάτων γιατί όπως κανείς μας έτσι και η ποιήτρια δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει την αλήθεια γιατί η αλήθεια είναι πολλαπλή και είναι ορατό αυτό σε κάθε ποίημα η γόνιμη διαφορετικότητα στο ίδιο θέμα, που μπορεί να είναι ο έρωτας, ο πόνος, η έλλειψη, ο θάνατος. Στοιχεία που δείχνουν το αμέριστο ενδιαφέρον της για τη ζωή και τις σαφήνειες της. Ασκείται ο λόγος στην πειθώ της άμεσης λεκτικής απόδοσης, λυτρωμένος από το δογματισμό της γλαφυρότητας, όχι όμως της λυρικής διάθεσης που δίνει τον συναισθηματικό παλμό της ποιήτριας. Έναν παλμό γεμάτο πνευματικά οφέλη. Ο Σεφέρης είχε πει πως η ποίηση έχει σκοπό να ευαισθητοποιεί το κοινό, να γίνεται δέκτης ευαισθησίας μιας εποχής. Αυτή την εποχή στιγματίζει η γραφή στα περισσότερα ποιήματα είτε αυτή η στηλίτευση αφορά τα πάθη, τον έρωτα, την ηθική, το θάνατο. 

Απόσπασμα από το ποίημα, «Το παράθυρο του Τρελού»
Προοπτική δεν υπάρχει/ούτε ύπαρξη/ένα παράθυρο μόνο κι ένας τρελός/που κρύβεται να σωθεί/απ’ τον κόσμο, τις σκέψεις/την απελπισία μιας ελπίδας/ενισχύοντας την τρέλα/κομματιάζοντας τον αέρα/καταπίνοντας σύννεφα…

Η ΜΑ μέσα από τον ποιητικό της λόγο κρατάει μια στάση ζωής ως αντιστάθμισμα στον υλιστικό πολιτισμό. Με λόγο συνειδητό από τα συμβάντα της ζωής κερδίζει τους αναγνώστες της από την ενσύνειδη πρόθεση της να ηθικοποιεί προβάλλοντας τις ανθρώπινες αξίες. Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο ενυπάρχει στα ποιήματα της, να προβάλει το βαθύτερο είναι της ανθρώπινης ψυχής.. Αναπτύσσει το αίσθημα του ωραίου προκαλώντας βαθιά συγκίνηση και αισθητική απόλαυση. Η ποίηση της συνοδεύει τις θλιβερές και ευχάριστες στιγμές της ζωής. Με λόγο σαφή που αίρει τη μονοτονία και την πεζότητα της εποχής. Γεμάτη γνώση, βιοματικά στοιχεία από γεγονότα της ζωής, φαντασία και δύναμη πνευματικής σύλληψης και με τη πρωτότυπα προσωπική εκφορά λόγου, ρυθμού και απόδοσης με πλούσια, γνήσια και βαθιά ευαισθησία της αποδίδει μια δυναμική σε κάθε της ποίημα που εξυψώνει την τέχνη που υπηρετεί, αποκτώντας το ρόλο θεματοφύλακα με μοναδικό χρέος να υποστηρίξει και προστατέψει το μαγικό αποτέλεσμα που προσφέρει ο ποιητικός της λόγος.Δ. Βαρβαρήγος

Λόγια ως αίσθηση

 Διάβασα την ποιητική συλλογή «Διφορούμενες Αλήθειες» της Μαρίας Αυγερινού και παρασυρμένος από το ύφος και την τεχνική του λόγου της, άρχισα να γράφω με μια φρασεολογία ποιητικού ύφους, νιώθοντας πως είναι φορές που τα δυνατά λόγια γίνονται ανάσες και σκεπάζουν όνειρα με απαλά σεντόνια… Λόγια ποτάμια, φλέβες ιερές π’ ακροβατούν πάνω σε έννοιες δυνατές, ικανές ν’ απογυμνώνουν αισθήσεις και παθιασμένες ανάγκες. Να μεταλλάσσουν στοχασμούς μέσα από λεκτικές εκρήξεις. Σκίζοντας Τοίχους χαράσσοντας σημάδια σε κορμιά με Σιωπή και Θλίψη. Σκέψεις ουσιαστικές όσο και με Διφορούμενες Αλήθειες, ακουμπούν σαν αφή στο χαρτί κάθε τους σημασία. Αφήνουν αποτυπώματα ψυχής βολτάροντας ανέμελα σε δρόμους πολυσύχναστους, θέλοντας να κερδίσουν τον άχρονο χρόνο μέσα στην Αιωνιότητα… Λέξεις μοναχικές, συνειρμικές, δοσμένες με τρόπο προσωπικό, εσωτερικά καταγγελτικό, φαντάζουν εαυτούς ως άλλα είδωλα μέσα στον καθρέφτη… Λέξεις γυμνές από περιττούς στόμφους, ανοίγουν μπροστά μας δρόμους γεμάτους αλήθεια και έμπυρη γνώση. 
Αυτή είναι η δυναμική της γραφής της Μαρίας Αυγερινού εμπνευσμένη, στοχαστική, πνευματική. Ευαίσθητος και συνάμα σκληρός λόγος, αινιγματικός, κάνοντας τον αναγνώστη να σκεφτεί, να ψάξει τις απαντήσεις σαν μέσα από κώδικες που χρειάζονται την αντίληψη σε εγρήγορση για ν’ αποκρυπτογραφηθούν. Αυτά και πολλά άλλα στοιχεία θα βρείτε διαβάζοντας τα ποιήματα της.
Αξιέπαινη ετούτη η πρώτη της κατάθεση στα ελληνικά γράμματα, καθώς η φωνή της ηχεί με σεβασμό και αξιοπρέπεια απέναντι στην «ποίηση». 
Στον αέναο κύκλο του απέραντου λυκόφωτος, περιμένουν οι σιωπές να τις σπάσεις, Μαρία Αυγερινού, με τις εμπνευσμένες λέξεις σου, στη συνέχεια της πορείας σου. Συγχαρητήρια. Δημήτρης Βαρβαρήγος


Τρία ποιήματα της Μαρίας Αυγερινού με μονολόγους ως απαντήσεις από τον Δημήτρη Βαρβαρήγο.



Διφορούμενη Αλήθεια  
Πλαγιάζουν λάθη αναμνήσεις
Σκόρπιες σκηνές σαρκάζουν οδύνη ανάγκης
Κυλούν, φτάνοντας πάντοτε σκιά τρεμάμενη
 Φοβισμένη, αδύναμη
 σε άγνωστο προορισμό… 
Κοφτερή αλήθεια η αλήθεια
 ματώνει σώμα κι ανάσα υποσχόμενα
 μηδενικής αξίας… 
Ξημερώνει χειμώνας σιωπής
 σκαλίζει αόριστες φωνές
 αφήνει σκοτεινά περάσματα στοιχειωδώς υποφερτά
 υπολείμματα σαπισμένης σωτηρίας
 ως παγίδα θεωρητικής υπόθεσης.
 Όνειρα, ξεκούρδιστες σκέψεις,
 διαρκείς ή στιγμιαίες στερούν νοήματος κατά φαντασίαν υγιείς, ιδιωτικού απορρήτου… 
μ’ ένα κρυφό στεναγμό σε δωμάτιο λήθης,
 αναμένει πτώση αποτεφρωμένου Εγώ
 με αναχωρήσεις επιστροφής, απεριορίστων διαδρομών, παιδικής αθωότητας 
ζητιανεύοντας ρόλο κομπάρσου,
 στην άκρη του ποτέ
 με κλάμα βουβό… 
Παράξενος ήχος στοιχειώνει το νου
 ξοδεύεται κλεψύδρα αταξίδευτη,
 ντυμένη ζωή στο τέλος της,
 αναζητώντας τη μοίρα αλλού
 σε οδικές αρτηρίες, προσχεδιασμένες και
 λάθη αναμνήσεις
 σε σχοινί τεντωμένο
 σκορπίζοντας σκηνές
 διφορούμενης αλήθειας….
 
ΔΒ: Αναμνήσεις… αναμνήσεις διχασμένες σαν πρόσχημα του τώρα εμφανίζονται να καλύψουν απώλειες… κι εγώ γεμάτος συγκίνηση γράφω για σένα μόνο για σένα. Σε κάθε σελίδα μου υπάρχεις γι αυτό ομορφαίνουν τα λόγια μου. Χαρά μου είσαι ευθύνη και αισιοδοξία. Λες και δεν υπάρχει τίποτα άλλο, στο εδώ, στο μέλλον… τίποτα από εκείνα που μπορούν να ξοδεύουν συναισθήματα… οι χαρές, τα δάκρυα μου για σένα. Όλα μου Εσύ. Να πεθάνω πρώτος και να σε περιμένω να σ’ αγαπήσω στο κύμα των αιμάτων μας απ’ την αρχή. Διφορούμενες οι Αλήθειες μας, γέρνουν τα βράδια, χάνονται στα πυκνά κι ανήσυχα σκοτάδια τους… σαν φίδια τυλίγονται στα σεντόνια τα αισθήματα… ψάχνουν να βρουν ότι απομείναν απ’ τα σώματα, ένοχα μυστικά, ίσως νωπές ακόμη, υποσχέσεις… Να πάλι μια ανάμνηση ζωντανεύει…γεμάτος συγκίνηση σε ακούω αγάπη μου και κλαίω για όσα φυλαγμένα έχεις στη ψυχή σου να μου προσφέρεις… Θυμάσαι, εκείνο το μοιραίο βράδυ… Μπήκες στη πολύβουη αίθουσα μ’ ένα αμυδρό, διστακτικό χαμόγελο σαν μια πνοή αγεριού να απλώθηκε στο πρόσωπο μου… αναρρίγησα… η ματιά σου λαμπερή σαν το πρώτο φως του Αυγερινού φώτισε την κρυφή έκσταση… με εντυπώσεις μεθύσανε οι σκέψεις… ο κόσμος όλος αφημένος σε διάφανες κομψότητες… Ατόφια παρουσιάστηκε η Αλήθεια… ζήτησες να με γνωρίσεις και ήρθα εγώ κοντά σου… απρόσμενη στιγμή… μεγαλόπρεπη, καθώς… καθώς βρέθηκα μπροστά σε μια πραγματικότητα που θα χαράκωνε κάθε σκέψη και μαρκάριζε τη ζωή μου… Η συνέχεια Αιθερική… η ανάγκη ρούχο που έντυσε κάθε γυμνή εντύπωση κι απροστάτευτο νιώθω… κάθε αναβλητικό βαθύτονο μας… Αναμνήσεις… πεθαίνω αναίτια σε κάθε ανάσα τους… καμιά όσο κι αν ζωντανέψει δεν φέρνει πίσω την πραγματικότητα μόνο σιωπή και θλίψη… Σιωπή και θλίψη… ναι… αυτή η σιωπή πολλές φορές μιλάει περισσότερο, όταν καμιά λέξη δεν είναι ικανή να περιγράψει το ταξίδι… να περιγράψει το ιδεώδες του απόλυτου. Μέσα στις λέξεις υπάρχεις που συλλαβίζουν ηδονές… μέσα σε βήματα που οδηγούν πέρα από σύνορα… σε κόσμους διαφορετικούς… Όχι χωρίς εσένα, φώναζες και μεγάλωνε η αίσθηση μιας στοργής αθώας όσο κι ενός πειρασμού αφημένου σε βελούδινα χείλη… είσαι εσύ που χάραξες τη ΜοίρΑ, που μοίραζες όνειρα. Λάχεσις που όρισες την Αιωνιότητα των στιγμών μας… Ζωντανή η αίσθηση του είμαι… υπάρχω… έγινα… Δημήτρης Βαρβαρήγος



Σιωπή και θλίψη
Αναβλητικό, βαθύτονο μου αύριο Ήσουν, υπήρξες, έγινες δοκίμιο εκδίκησης βιαστικά νοθευμένο, με άδειο βλέμμα μπερδεύοντας ανάσες ατιμίας σ’ ένα κλάσμα δευτερολέπτου απρόοπτο, χωρίς διάρκεια… Ανταπόδοση ζωής, αιτία θανάτου όποιας μορφής κόκκινη στα χείλη και μαύρη στη ψυχή κοιτάζοντας το ιδεώδες ως παγερή ιδέα απάνθρωπης στιγμής κι αντίστροφοι σακατεμένοι στίχοι περιστροφικής μηδαμηνότητας ανυπόστατης στο μυαλό με σιωπή, σιωπή και θλίψη… Κάθαρμα ο θάνατος σιχάθηκα τα λόγια του ελλιπείς έλλειψη σε αργή κίνηση απόμακρη ξέμεινε κραυγή πόθου ξεραμένη στα σπλάχνα αραιά υφασμένη στο κορμί ακολουθώντας στεγνές ενοχές βημάτων στο τότε του τίποτα κι όχι χωρίς εσένα… Αναβλητικό βαθύτονο μου ποτέ… δεν ήσουν, δεν υπήρξες, δεν έμεινες παρά μια σκέψη που θρυμματίστηκαν λέξεις ωχρές, μύρισαν σκοτεινιά ξεχάστηκαν είδωλο σπασμένο σε πουέντ καθρέφτη να δεσπόζει υποθηκευμένο στου χρόνου τα άχρονα ταξίδια με δάκρυα πληγές ικετεύοντας τη σιωπή με σιωπή και θλίψη χωρίς εσένα…

ΔΒ: Φτωχά τα λόγια, μα μέσα σε αυτή την αιωνιότητα μια υπομονή καρτερεί μέχρι το αύριο να γίνει τώρα και μέχρι το ίσως να γίνει οπωσδήποτε… Κι εσύ, με κοίταζες στα μάτια και μου φώναζες… Μη σταματάς… κι έμαθα από αυτό πως εκεί που νόμιζα ότι τα μεγάλα ζητήματα και οι σημαντικοί σταθμοί της ζωής παρέρχονται, αρκεί το πέταγμα μιας πεταλούδας να ταράξει το σύμπαν με τα απαλά φτερά της… Μη σταματάς… Μια δροσερή πνοή αναμειγνύει τις βαθιές απλές ανάγκες του Είναι… με απόλυτη αρμονία ταυτίζει απόψεις και ιδέες… μια πρωτόγνωρη απόκριση γεννιέται από ήχους ενός κόσμου γεμάτο θησαυρούς αναμνήσεων και ελπίδες για το επόμενο βήμα… Το να «πάω μπροστά», πως αλλιώς θα είχε αξία αν δεν είχε υπάρξει μια μοναξιά πραγματικά μεγάλη… κι αυτή η φωνή δεν ακουγόταν μέχρι που φώναξες… Μη σταματάς… κι άλλες μαζί αισθήσεις… ναι, ναι… κι άλλες μαζί ανάγκες γεννηθήκανε, κι έφταναν σε εμένα ως μια ανέλπιστη φράση όπως, «μείνε κοντά μου», «ποτέ μη με αφήσεις»… «Όχι χωρίς Εσένα»… Πόση μα την αλήθεια, κρύβουν δύναμη, τούτα τα λόγια που χάραξαν το δέρμα μου… δύναμη ικανή να φωτίσει τα μυστικά βάθη της ψυχής… και να, ξάφνου μια ευθύνη για στοργή και τρυφερότητα γεμίζουν σώματα εκτεθειμένα…. Έντυνες… με λόγια πρωτόγνωρα κάθε στιγμή… «Να θυμάσαι, τόνιζες, πως η Μοίρα με όρισε γυναίκα σου… σφάλιζες κάτω απ’ τα βλέφαρα εικόνες… κι όμως χωρίς μια στάλα φως… ζούσες αλήθειες της ερωτευμένης ψυχής σου… ένιωθες πως έσκιζες τη σάρκα σου να νιώσεις το απόλυτο… κι έγραφες… κι έγραφες… Δημήτρης Βαρβαρήγος

Σκίσε τους τοίχους

Σκίσε τους τοίχους
 μπες μέσα κρύψου.... 
Σώμα εκτεθειμένο
 ξόρκισε με συναξάρια
 και μπαχάρια Αγάπης παρήγορα τη σιωπή... 
Λείπω συνήθως
 με ξεγελώ... 
Ανάμεσα στα βλέφαρα
 συναντώ χωρίς απόκριση
 σαν άσπιλη παρθένος
 την έλλειψη μου
 κι ύστερα χάνομαι
 γίνομαι νύχτα
 ύπαρξη τυχαία 
στο ελάχιστο μοιραίας ανάσας... 
Αδιάκριτες σκέψεις, μακρινές
 υπερβαίνουν τα όρια
 αργοπορούν συχνά 
χάνονται σκιά σε πλάνες φορτωμένες αδυναμία... 
Εμβοές σκοτώνουν ψυχή έκφυλη
 σπάζουν άγρυπνες μνήμες
 σκορπούν Εσύ, Εσύ, Εσύ... 
Αποστειρωμένα στίγματα με γεννούν ως προδοσία
 με πόνο αφόρητο... 
Κουλουριασμένη πειθώ μετρά λάθη και λάθη.. 
Δεν πείθομαι. 
Εκούσια συναινώ. 
Τι άραγε αναρωτιέσαι????? "


ΔΒ: Μην αναρωτιέσαι… τα σπλάχνα θέλουν να αισθανθούν το δίχως τέλος αύριο.. Κι έπειτα… είναι φορές που η Μοίρα γεμίζει το χρόνο μέσα στην πολιτεία των άγνωστων ανθρώπων… όταν στους καθρέφτες θολώνουν τα είδωλα και πυκνώνει το σκοτάδι, να καλύψει τη γύμνια των "ντελικάτων εραστών"… Παριζιάνες νύΜφες οι στιγμές σκορπίζουν την Αιωνιότητα… Λιγώνουν οι στιγμές στις όμορφες αναλαμπές… σκιές με χρώματα γεμάτες σε δρόμους και σε όνειρα… Μη με κοιτάζεις… μην απορείς… Κάποια μέρα θα στα πω όλα… Ξέρω πως το περιμένεις και δεν βιάζομαι…Ξέρω πως το περιμένεις και δεν βιάζομαι πολύ… Ούτε αδημονώ, κι ας ματώνει ο χρόνος… Κάποια μέρα θα στα πω όλα… βέβαια, αυτή η κάποια μέρα -μπορεί να είναι και το τέλος. Τώρα φίλα με… Να βγω απ’ το χθες… να βγω απ’ τις αγωνίες όχι… όχι, μη διστάζεις… δεν φοβάμαι τη συνήθεια, ούτε την αφορμή μιας πλανόδιας αιτίας… Μού αρκούν αυτά τα μάτια που μέσα τους κρύβουν την πλάση… Μου αρκούν τα πειθήνια αγγίγματα… τα τυφλά, τα γεμάτα συγκίνηση… Υπάρχω πρόθυμα στους καιρούς μιας άγιας σκέψης, μιας απόλυτης ταύτισης που δεν στερεύει ποτέ τη Ζωή… Είναι σωστή ετούτη η επιλογή ή μήπως να είναι η ars Morienti - η τέχνη του να πεθαίνεις; Δημήτρης Βαρβαρήγος

Κορμί

Κορμί γεμάτο εφιάλτες πάθη ανήθικα που τάζουν διεγέρσεις τυλίξου με άγρυπνα ουρλιαχτά χωρίς κανείς να μάθει τη χυδαία σου ανάγκη. Γίνε εταίρα του πόνου σπάραγμα που ξεψυχούν ανάσες μυστήριο που κατοικούνε πόθοι άτολμα τόλμησε καθρέφτης άψυχος να γίνεις σκοτάδι αχόρταγο μύχιες σκέψεις να χορταίνεις παραμιλητά γεμάτα ξιπασιά. Μαντάλωσε το χρόνο στη γύμνια σου σπάσε τα είδωλα του ανύπαρκτου σε ηδονή μείνε στα χέρια του διαφορετικού εκτεθειμένη, πεινασμένη από αισθήσεις στερημένες. Σώπασε...Πάψε.... Καμία νύχτα δεν υπήρξες καμία λαχτάρα δεν σε θέλησε μνήμη η σάρκα σου με γεύση πανικού ακόρεστα φορτωμένη πληγές και απώλειες.. Υποκατάστατο τυραννίας πλήττει το είναι σου κι όλο βαθύτερα βυθίζεται σε πειρασμούς χολερικούς και σατανικές φαντασιώσεις. Κορμί μου σε διασύρω κι υποχωρώ στα ενδότερα χωρίς κανείς να μάθει. Με κούρασε το σμίξιμο σου με κούρασες κι εσύ...

Ήταν Χθες που Πέθανες
Καταπίνω σκονάκια γεμάτα ρητορείες και γέννες βλάσφημες μένοντας δυο χέρια κινδύνου διατηρητέα σαν παλιά αποσκευή γεμάτη ανέρωτες νύχτες, καταματωμένες που χλευάζουν ξεκούρδιστες μελωδίες εκ βάθους ψυχής σκοτεινές σα στοιχειό του Μάρτη φορώντας αγκάθια κι ένα βαθύ κόκκινο νοτισμένο, θολό σε δανεικούς καιρούς με γεύση καλοστημένου κορμιού ισορροπώντας απουσίες κι ότι απόμεινε να θυμίζει μια μπάντα που προμήνευε το θάνατο την ώρα που σκούπιζες τις συλλαβές σου σ’ ένα χαμόγελο φάρσα ξεφεύγοντας σε μικρές ενοχές. Μα να θυμάσαι. Ήταν χθες που πέθανες κρατώντας δυο ξένα χέρια και μια αθετημένη υπόσχεση. Επικαλούμαι ανεπίσημη ΓΥΝΑΙΚΑ και σιωπώ στο εδώλιο του όχλου. Αυτή είναι η Αλήθεια......
Είσαι Εσύ
Πλούτος σιωπής η σιωπή λήθη με πόνους γέννας βήματα νεκρού που κοιμίζει στιγμές σβήνοντας έκπτωτους ίσκιους κάτω απ’ τα βλέφαρα σκεπάζοντας λαθεμένες ώρες απόκρισης. Έτσι τελειώνει η ζωή έτσι αρχίζει αναδίδοντας σημάδια τελεσίδικα καταμεσής του πουθενά κι ύστερα καταφεύγω με διάνοια στον πλούτο της παράνοιας ως σύμβολο αξιώματος γυναίκα ιέρεια να θέτω τη σφραγίδα μου σε έγγραφα ανεκτίμητα πληρεξούσιας τρέλας και λέξεων υπηρετώντας ενδόμυχους Νόμους με αρετή κι Αλήθεια σε μια νοητική ανεπάρκεια λόγου. Κοίταξε με δεν είμαι ζωή χωρίς εσένα είμαι Εσύ κι έτσι θα μείνω έμβρυο κουλουριασμένο στα σπλάχνα. Γέννησε με να δω τον κόσμο κάθε σου χτύπος να γίνω κι ας μη γίνω τίποτα ένα κάτι απ’ το λίγο σου αρκεί ένα τίποτα απ’ το κάτι… Δεν επιδέχομαι.. Αναθεωρώ με σιωπή.
Ποιος Ποιητής
Μ’ ένα στεναγμό ονειρώδη στοργικό έπλεε άχραντη ευτυχία στο βλέμμα κοιτάζοντας γυμνή ανεπαίσθητη γωνία, μονάχη, όπως αγνή έγερνε πλάι σου δίψα ποθητή η ζωή, χαράζοντας στιγμιαία όνειρα κλεισμένα στα βλέφαρα, να σωθούν χρόνια άσπονδα πνιγμένα βράδια διψασμένα, σ’ ένα ταξίδι προσωρινά αιώνιο. Ποιος ποιητής σε σκλάβωσε αγάπη????? Ανέκφραστη πνοή σωπαίνει η πνοή σου φλόγα φωτίζει χείλη, καιόμενη έλξη σπασμός παραδομένος, λαλιά άλαλη ο πόθος αγέρωχος, δένει σάρκες, στέκει ουρλιαχτό στα δάχτυλα φιλί καρτερικό στους λείους ώμους, ζωντανεύει επίσημη ανατριχίλα βυθισμένη απόλυτα δική σου να βρει το ρόλο της ζωής, κάπου να βρει κι εσένα Εύχομαι ψιθυρίζει η σιωπή, άμφιο λευκό γέρνει στο πλάι το κορμί, δακρύζει έρωτα να ζήσει, να Σε ζήσει αέναο, αλλιώτικο σ’ ένα ταξίδι προσωρινά αιώνιο. Ποιος ποιητής σε σκλάβωσε Αγάπη?????
Βροχερό μου Θαύμα
Κάθε που βρέχει εξαγνίζονται αφορισμένες μνήμες ασθμαίνοντας ορατές πέρα απ’ τ’ ακατόρθωτο στη τύχη απόρθητης γυναίκας κυοφορώντας ανάσες αδιαφορώντας εμβρυακή στάση. Πλημμυρίζουν αναπότρεπτα γιατί ψευδούς συνείδησης αναίτιας μορφής μοιάζουν τοπίο παρασυρόμενο διαδρομή ανύπαρκτη, ασθενική παλλόμενη σε μάτια υγρά και βλέμμα στεγνό. Βροχή άφθαρτη σκιά στοιχειωμένου θεού άσκεπτου κελί αγίου τόπου γεμάτο καταραμένες ενοχές συνδυάζει τ’ ασυνδύαστα ως απάνθρωπη φάρσα κατασπαράζει σάρκα κρυφή, αφανέρωτη δίψα για ότι καταστροφικό, ανικανοποίητο για ένα “άθελα” ηπιότερο από αγωνία δίχως σπατάλη απερίσκεπτης επιλογής. Μισό αιώνα τώρα βρέχει νερένια, αγριεμένη ηδονή γλιστρά σε λασπωμένα νερά παλεύοντας έναν κόσμο αποσύνδεσης να βρει ομόλογο, Εσένα.
Αυτόχειρες Αγάπες
Αυτόχειρας ύπνος ότι αγάπησα έρωτας θάνατος σαρκώσεις ανάξιες που τάζουν ηθική αισθήσεις συμφοράς και όνειρα παράφωνη αλαζονεία μητέρα όλων των αμαρτιών ανώτερη της ζήσης πνιγμένη, ανολοκλήρωτη σωτηρία ψυχής απόγνωση στο ελάχιστο με στιγμές που δεν ήρθαν κι’ ίσως να μη φανούν. Ψυχορραγούν εξόριστο έργο τέχνης κουρνιάζουν παιδί αδύναμο στα στήθη στροβιλίζοντας το πνεύμα, τη σκέψη, τ’ ανεξήγητο υπερβαίνοντας το απόλυτο πιο απόλυτο δεν υπήρξε μόνο αυτό και τίποτα άλλο λατρεύοντας της ψυχής το έρεβος θυσιάζοντας στ’ απάτητα του κόσμου ότι πιότερο και χωρίς άλλον τρόπο μιαν αγάπη ξεχασμένη σε κλείνει παγωμένη, μουδιασμένη, καρτερική. Μέρες περνούν δοσμένες στο χάος εμπαίζουν αιώνα καταδίκη ντροπιάζουν ανάξια συνείδηση μ’ ένα ψέμα στοιχειό στο τίποτα του τίποτα. Επίσημο ιδανικό σιωπής στα δάχτυλα ο ύπνος νεκρός κοιμώμενος άντρας αυτόχειρας κι αυτός για ότι αγάπησε.
Νύχτα Συνεπαρμένη
Νύχτα συνεπαρμένη ψιθυρίζει ήχο διαπερατό στα βλέφαρα η σκέψη ανάγλυφο κόσμημα προσμονής ρέει μελωδία φλογερής καντάτα σε πρεβάζι κόκκινης μοίρας μαγεύει χίμαιρη σκέψη ντυμένη έκρηξη χρωμάτων με πινελιές φαντάσματα κι επιθυμίες αειφόρες κλειδώνοντας το χρόνο στο λεπτοδείκτη. Ασύλληπτη ομορφιά, κατάμονη, φωτίζει τη δίχως τέλος ανταπόδοση. Ειμαρμένη μπέρτα γεμάτη κηλίδες σιωπής σκεπάζει μεγαλόπρεπα κορμί ανάλαφρα λικνιζόμενο σκιά Δυσοίωνη ωδή πάσχει στ’ όνειρο να ταξιδέψει πριν κλείσει ο κύκλος σφραγίζοντας αισθήσεις μυστικά κι απουσίες λησμονώντας το αύριο ξεχνώντας το σήμερα... Πάλλεται λυγμός αγάπης η μέρα, ΜΑ(κ)ΡΙΑσε δυο νύχτες φως σφύζει καρδιοχτύπι στολισμένο ΡΙΓΟΣ ΒΑΡΒΑΡΟ στ’ ακροδάχτυλα ποίημα αγγίζει μορφή γυναίκας, αντίδοτο ψυχής ελεύθερη, απερίγραπτη, καταλυτική θέλγει πινελιά βαλσαμωμένη προασπιζόμενη ευέλικτο ήχο φωνής μοιράζοντας εμπιστοσύνη, χρόνο, σχήματα χαμένων στιγμών. Ανονείρευτη ονείρου αγκαλιά μένει, νύχτα σε πρεβάζι ζωντανής μοίρας.
Σαν επίλογος

Γεννήθηκα στα χρόνια της χολέρας, χρόνια επαχθή κι’ άδικα, που η αρρώστια των ανθρώπων απλωνόταν ολοένα με τη σιγουριά της προδοσίας για να επικυρήξει την ΑΓΑΠΗ, ασθενικά ένοχη, χωρίς κανείς να μπορεί με όποιον τρόπο τις πληγές του πνεύματος μου να λυτρώσει. Σ’ έναν κόσμο αλύτρωτων πράξεων που λησμόνησε τα κλειδιά του Παραδείσου κυνηγώντας σκιές πνιγμένες στην αμαρτία, αφήνοντας την ανεπάρκεια για εξασφάλιση και κάτι σακατεμένα μυαλά ν’ αποζητούν ότι δεν είναι ανεκτό, βρέθηκα στο ασθενέστερο των αξιών να γεννώνται σιωπές ακόρντο, κάνοντας το μελάνι λέξεις ιερές γεμάτες μύχιες σκέψεις κι ότι ο χρόνος μου είχε τόσο απλόχερα στερήσει, προσφέροντας μου. Με καθαρή ψυχή αρνήθηκα τη λογική της ολότητας για να κατευνάσω, να λυτρώσω τα έσω μου με πίστη στη τέχνη και όσους την υπηρετούν ταπεινά εκριζώνοντας ομοιώματα εγωιστικών ψυχών.
Με την ίδια σιωπή Με όση θλίψη κι άλλες τόσες ΔιφορούΜενες Αλήθειες καταθέτω τις λέξεις μου σε αυτό το βιβλίο ευχόμενη να αγγίξουν τον κάθε πολύτιμο αναγνώστη.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου