Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ " Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ "



Υπόθεση
Η υπόθεση τοποθετείται στην κρητική επανάσταση του 1889. Ο κεντρικός ήρωας, ο καπετάν Μιχάλης, ένας άγριος και ανυπότακτος πολεμιστής, έχει ορκιστεί να είναι μαυροντυμένος, αξύριστος και αγέλαστος μέχρι να ελευθερωθεί η Κρήτη. Όταν όμως συναντά την Εμινέ, τη γυναίκα του αδελφοποιτού του, του Νουρήμπεη, τον κυριεύει «ένας δαίμονας»· παρά τις προσπάθειές του δεν καταφέρνει να τη βγάλει από το μυαλό του.
Ενώ ο καπετάν Μιχάλης παλεύει με το δαίμονά του, ο Νουρήμπεης μονομαχεί με τον Μανούσακα, για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, και τον σκοτώνει· ο ίδιος, όμως, τραυματίζεται στα γεννητικά όργανα. Η πληγή του επουλώνεται, αλλά εκείνος αυτοκτονεί, αδυνατώντας ν' αντέξει την περιφρόνηση και τον οίκτο της Εμινές (που εν τω μεταξύ έχει γίνει ερωμένη του καπετάν Πολυξίγκη) για τον ακρωτηριασμό του. Η είδηση του θανάτου του επιβαρύνει το ήδη τεταμένο κλίμα στο Μεγάλο Κάστρο, όπου καθημερινά φτάνουν μαντάτα για αψιμαχίες και ταραχές σ' όλο το νησί.
Με την παρακίνηση των αγάδων, Τούρκοι στρατιώτες ξεχύνονται στους δρόμους της πόλης σφάζοντας και πυρπολώντας. Λίγες μέρες αργότερα, ξεσπά η επανάσταση. Ο πόλεμος μαίνεται και οι Τούρκοι πολιορκούν το μοναστήρι του Αφέντη Χριστού. Την ίδια εποχή, η Εμινέ ετοιμάζεται να βαφτιστεί χριστιανή και να παντρευτεί τον Πολύξίγκη, αλλά ο καπετάν Μιχάλης οργανώνει την απαγωγή της και την κρύβει σε συγγενικό του σπίτι. Την πιο κρίσιμη νύχτα της πολιορκίας, φεύγει από το μοναστήρι για να σκοτώσει την Εμινέ· επιστρέφοντας το βλέπει πυρπολημένο.
Λίγο αργότερα, φτάνει στην Κρήτη ο Κοσμάς, γιος του Μανούσακα και ανιψιός του καπετάν Μιχάλη, φέρνοντας στους επαναστατημένους το μήνυμα της συνθηκολόγησης. Ένας μετά τον άλλον, οι καπεταναίοι καταθέτουν τα όπλα, αλλά ο καπετάν Μιχάλης αρνείται να υποκύψει. Ο Κοσμάς πηγαίνει στο λημέρι του για να τον πείσει, αλλά τελικά μένει και ο ίδιος, νιώθοντας τον ίσκιο του πατέρα του να ορθώνεται μέσα του. Μέσα στον πυρετό της μάχης, καταλαβαίνει ότι ο καπετάν Μιχάλης έχει πια λυτρωθεί από κάθε φόβο κι ελπίδα. Σύντομα, θείος και ανιψιός πέφτουν νεκροί στην τελευταία έφοδο του Τούρκων.
Πληροφορίες για τη συγγραφή
Η ιδέα για το μυθιστόρημα φαίνεται πως υπάρχει από το 1929, όταν ο Καζαντζάκης, στο Γκόττεσγκαμπ, γράφει στα γαλλικά το Kapétan Élia. Το 1936, στην Αίγινα, καταπιάνεται με τη συγγραφή του Mon père, επίσης στα γαλλικά· το ξαναδουλεύει το 1940.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1946, στο Κέιμπριτζ, ξεκινά το μυθιστόρημα Ο ανήφορος, που αναφερόταν στη αντίσταση στους Γερμανούς· ένα απόσπασμα με τίτλο «Ο θάνατος του παππού», δημοσιεύεται στη Νέα Εστία το 1947. Ο καπετάν Μιχάλης γράφεται το 1949-1950 στην Αντίμπ.
Στην τελική του μορφή ενσωματώνει κάποιες σελίδες από τα προηγούμενα σχε-διάσματα, καθώς και μερικές περιγραφές, εκ νέου επεξεργασμένες, των κατεστραμμένων χωριών και του βυθισμένου σε πένθος πληθυσμού, που είχαν περιληφθεί στην Έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη (1945). Μέρος των εντυπώσεων του Καζαντζάκη από το οδοιπορικό στη μετακατοχική Κρήτη, δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Η Κρήτη» στο περ. Νέα Εστία, τ. 66 (Χριστούγεννα 1959) 39-40.
Εκδοτικά
  • Ν. Καζαντζάκης, Ο καπετάν Μιχάλης, Αθήνα: εκδ. Μαυρίδη 1953
  • Ν. Καζαντζάκης, Ο καπετάν Μιχάλης, Αθήνα: Δίφρος 1955, 1957. Στην έκδοση του 1955 προστίθεται ο υπότιτλος «Ελευτερία ή θάνατος» και ο πρόλογος.
  • Ν. Καζαντζάκης, Ο καπετάν Μιχάλης, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1959
  • Ν. Καζαντζάκης, Ο καπετάν Μιχάλης, Αθήνα: εκδ. Ελ. Καζαντζάκη 1964 (όπου και νεότερες εκδόσεις)
 Θεατρικές παραστάσεις

  • Θίασος Ν. Χατζίσκου, διασκευή Κώστας Κοτζιάς - Γεράσιμος Σταύρου, μουσική Αλέκος Ξένου, 1959
  • Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο Μάνου Κατράκη, διασκευή Κώστας Κοτζιάς - Γεράσιμος Σταύρου, σκην. Μάνος Κατράκης, μουσική Μάνος Χατζηδάκις, 1966
  • Θίασος Βλαδίμηρου Καυκαρίδη, διασκευή (πιθανόν) Βλαδ. Καυκαρίδη, Κύπρος 1971
  • Άρμα Θέσπιδος, διασκευή Κώστας Κοτζιάς - Γεράσιμος Σταύρου, σκηνοθεσία Τάκης Μουζενίδης, μουσική Γιάννης Κοσμόπουλος, 1980-1981
  • Θίασος Γιάννη Βόγλη, διασκευή Κώστας Κολώτας, 1983
Μουσική
  • Μάνος Χατζηδάκις, Ο καπετάν Μιχάλης, μουσική για την παράσταση του Ελλ. Λαϊκού Θέατρου, Columbia 1966, 1975. Lyra 1996. Minos EMI 1995, 2000 (σε CD
Καπετάν Μιχάλης. Η Μουσική που ακουγόταν στην παράσταση. 





Το έργο Ο Καπετάν Μιχάλης Ν. Καζαντζάκη. (θεατρική διασκευή στοίχοι Θρασύβουλου Σταύρου. Ν. Κοτζιά ) Ανέβηκε από το ελληνικό λαϊκό θέατρο του Μ. Κατράκη. Το 1966 αμέσως κυκλοφόρησε και ο δίσκος με την μουσική του. Στο θέατρο δεν ήταν η μουσική ακριβώς όπως είναι στον δίσκο. Το ορχηστρικό εισαγωγή ήταν και τραγούδι με τον Μ. Κατράκη ((άστραψε στο ψηλό βουνό)) Και το ορχηστρικό κερκέζικο τραγούδι. Ήταν και τραγούδι με την Μ. Φαραντούρη ((κι ήρθες εσύ με τον νοτιά)) 

Άστραψε στο ψηλό βουνό Μ. Κατράκης
κι ήρθες εσύ με το βοριά Μ. Φαραντούρη 
Όμορφη Που 'Η Κρήτη Γ. Ρωμανός 
Εισαγωγή ορχήστρα 
Μουσική Για Την Εμινέ ορχήστρα 
Δεν Ήταν Νησί Γ. Ρωμανός 
Κυρά Μου Αμπελιώτισσα Γ. Ρωμανός 
Η Κρασογιώργαινα Γ. Ρωμανός 
Μεγαλοβδόμαδο Γ. Ρωμανός
Κερκέζικο Τραγούδι ορχήστρα 
Βαριά Απόψε Η Νύχτα Γ. Ρωμανός
Η Σφαγή ορχήστρα 
Πού Είναι Ο Θεός Γ. Ρωμανός

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

*Όταν άρχισα, τώρα στα γεράματα, να γράφω τον Καπετάν Μιχάλη, o κρυφός σκοπός μου ήταν τούτος : να σώ­σω, ντύνοντάς το βιβλίο με λέξεις, το δράμα του κόσμου όπως το πρωταντίκρισαν και τό δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω το δράμα του κόσμου, θέλω νά ειπώ το δράμα της Κρήτης. Aμ’ ξέρω τι γίνουνταν,τήν εποχή εκείνη, στ’ άλλα παιδιά της λευτε­ρωμένης ‘Ελλάδας μα τά παιδιά της Κρήτης Ανάπνεαν έναν άέρα τραγικό στά ήρωικά και μαρτυρικά χρόνια του Καπετάν Μιχάλη, ήταν οι Τούρκοι που πατούσαν ακόμα τα χώματά μας και συνάμα άρ­χιζαν ν’ άκούγουνται, vα ζυγώνουν τά αίματωμένα φτερά της ‘λευτεριάς. Στην κρίσιμη αυτή μεταβατική στιγμή, τή γεμάτη πυ­ρετό κι ελπίδες, τά παιδιά της Κρήτης γίνουνταν γρήγορα άντρες, οι άνύπνωτες έγνοιες των μεγάλων γύρα τους γιά τήν πατρίδα, γιά τή λευτεριά, γιά τό θεό πού προστατεύει τους Χριστιανούς, γιά τό θεό πού σηκώνει τό σπαθί του νά διώξει τους Τούρκους, κα­τασκέπαζαν τις συνηθισμένες χαρές και στενοχώριες του παιδιού.



Από πολύ νωρίς, ζώντας την έτοιμη κάθε στιγμή να ξεσπάσει σύγκρουση, είχαμε ψυχανεμιστεί πώς στόν κόσμο τούτον δυό με­γάλες δυνάμες παλεύουν: ο Χριστιανός κι ο Τούρκος, τό Καλό και τό Κακό, ή Ελευτεριά κι ή Τυραννία και πώς ή ζωή δεν εί­ναι παιχνίδι, είναι άγώνας κι άκόμα τούτο, πώς θά ‘ρθει μέρα πού θά πρέπει νά μπούμε κι εμείς στόν άγώνα. Τό ‘χαμε πάρει άπόφαση άπό πολύ μικροί πώς ήταν γραφτό μας, άφου γεννηθή­καμε Κρητικοί, τό Πρέπει αυτό vα κυβερνάει τή ζωή μας.



Άπό τή στιγμή πού άρχισε τό μυαλό μας νά ξυπνάει, βλέπαμε τους Χριστιανούς και τους Τούρκους νά ταυροκοιτάζουνται και να στρίβουν τα μουστάκια τους άγριεμένοι, βλέπαμε τους νιζάμηδες νά περνούν Αρματωμένοι τους δρόμους και νά μανταλώνουν οι Χριστιανοί τις πόρτες τους βλάστημώντας, ακούγαμε τους γέρους νά μιλούν γιά σφαγές, παλικαριές και πολέμους, γιά λευτεριά κι Έλλάδα, και καμαρώναμε, νά κατεβαίνουν άπό τά βουνά, μέ τις φουφοϋλες βράκες τους, μέ τ’ άσπρα στιβάνια τους, μέ το μαυρομάνικο παραχωμένο στη ζώνη, οι γέροι καπεταναίοι, σαν άγαθά θεριά, και νά κυκλοφορούν στα στενά σοκάκια του Μεγάλου Κά­στρου.

Ό θεός μας, είχε πάρει το πρόσωπο και το μπόι γέρου πολε­μιστή φορούσε κι αυτός φουφούλα βράκα, κρατούσε κι αυτός μα­χαίρι κι έφερνε γύρα το Κάστρο, οί μεγάλοι δέν τον έβλεπαν, μά έμεις, όταν γυρίζαμε άπό τη δασκάλα, ντάλα μεσημέρι, έρχουνταν μέρες που ξεχωρίζαμε τ’ άρματά του νά γυαλίζουν μέσα στους σκοτεινούς τούρκικους μαχαλάδες.

Κι όταν έρχουνταν ή Μεγάλη Βδομάδα, ή καρδιά μας άγρίευε, μέσα στην παιδική φαντασία μας ταυτίζουνταν τά Πάθη του Χρίστου με τά πάθη της Κρήτης και τη νύχτα του Μεγάλου Σαβ­βάτου, πίσω άπό τους ώμους του Χριστού, βλέπαμε ν’ Ανασταί­νεται κι ή Κρήτη και τη Μεγάλη Παρασκευή δέν ήταν γιά μας ή Μαρία ή Μαγδαληνή που σωριάζουνταν στά πόδια του Σταυ­ρωμένου και σκούπιζε μέ τά μαλλιά της τ’ άγια αίματα, ήταν ή Κρήτη, καταματωμένη, πού θρηνούσε και τον παρακαλούσε ν’ αναστηθεί κι αυτή μαζί του.

Ζούσαν τά Κρητικόπουλα, τά χρόνια εκείνα, βαθιά, βουβά, τόν κίντυνο, έσφιγγαν τις μικρές γροθιές τους και περίμεναν νά με­γαλώσουν, νά καταλάβουν καλά τί νόημα είχαν όλα ετούτα — πό­λεμοι, σφαγές, έλευτερία, Ελλάδα— και νά μπουν κι αύτά, άκολουθώντας τόν κύρη τους και τόν παππού τους, στή μάχη. Κυκλωμένα με τέτοιες φλόγες περνούσαν τά παιδικά μας χρό­νια.

Τό Μεγάλο Κάστρο δέν ήταν τήν έποχή έκείνη ενα μπουλού­κι σπίτια, μαγαζιά και στενοσόκακα, στριμωγμένο σ’ ένα άκρογιάλι της Κρήτης, κυματοδαρμένο άπό ένα ακατάπαυτα άγριο πέλα­γο κι οι ψυχές πού τό κατοικούσαν, δέν ήταν άκέφαλο ή πολυκέφαλο ρίμπελο τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα, που ο σπατάλευαν όλη τους τή δύναμη oι καθημερινές έγνοιες τον ψωμιού, τον παιδιού, της γυναίκας.http://www.terrapapers.com/


*Πώς να πιστέψουν οι άπιστοι τι θάματα μπορεί να γεννήσει η πίστη; Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη, όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. Τρομάζεις όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασίες, καταλαβαίνεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου, τρομάζεις… γιατί δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άνανδρες πράξεις σου, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους. Ξέρεις πως εσύ, όχι η μοίρα, όχι η τύχη, μήτε οι άνθρωποι γύρω σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι και αν κάμεις, ό,τι και αν γίνεις ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να γελάς, ντρέπεσαι να περγελάς αν μια φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο. Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή 'ναι η αξία του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο· και να 'ναι σίγουρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τι του κανοναρχάει η λογική, μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό.http://scriptamanentps.blogspot.gr/


Η σύναξη των Καπεταναίων

*Βασιλικιά γιορτή η Κοίμηση της Παναγίας· η μέρα που ’σφαξαν οι παραγιοί τα πρόβατα· και την ώρα που τα συγύριζαν στις σούβλες, βουλεύουνταν, παραταρία[1] στον αυλόγυρο της μεγάλης μάντρας, οι καπετάνιοι. Επίσημη μέρα, κι είχε έρθει σήμερα, ανηφόριζε πεζός στο βουνό, να παρασταθεί στην εθνοσύναξη, κι ο παππούς.

Όλοι όλοι δεκατέσσερις. Καθένας είχε τα ιστορικά του, γραμμένα κι άγραφα, οι πιο γέροι είχαν μπει κιόλα, με τις φουφούλες, με τις κουμπούρες, με το κρητικό κεφαλομάντηλο, στο τραγούδι. Ένας αγέρας πύρινος, σαν το φωτοστέφανο που ‘χουν οι άγιοι μάρτυρες στο κονίσματα, συσήλιζε[2] γύρω από τ’ άσπρα τους κεφάλια.

Τρεις ήταν, στη σύναξη ετούτη, οι αθάνατοι· τους είχαν θρονιάσει σε ένα μακροσκάμνι, στρωμένο με αρνοπροβιές· δεξόζερβά τους κάθονταν αραδίς[3], σε κοτρόνια, όχι οι πιο παρακατιανοί, παρά οι πιο νιούτσικοι, εβδομήντα χρονών και κάτω.

Στο μακροσκάμνι στη μέση, ο παππούς. Εκατό χρονών λιοντάρι, τα γένια του ποτάμιζαν και του σκέπαζαν το ανοικτό ολοδάσωτο στήθος και έκρυβαν τις δεμένες λαβωματιές που ‘χε πάρει στο Μεγάλο Σηκωμό.[4] Οι φρυδάρες του χοντρές, αγκαθωτές, του ‘κρυβαν τα μάτια και τις ανασήκωνε με τη φούχτα του, για να μπορέσει να δει. Και στα βαθιά του γεράματα τα μάγουλά του πυροκοκκίνιζαν, και σα θύμωνε, σφυροκοπούσε το αίμα του στα μελίγγια κι οι φλέβες του δεν είχαν ακόμα ξεραθεί, κυλούσαν ασκόνταφτα και πότιζαν το εκατοχρονίτικο κορμί. κι αυτό διψομαχούσε, έπινε αχόρταγα, δεν είχε ακόμα μπουχτίσει τον κόσμο· τον άγγιζε, τον άκουγε, τον θωρούσε, τον γευόταν, τον οσμίζουνταν με την ίδια λαχτάρα σαν όντας ήταν είκοσι χρονών. Έβλεπε τους ανθρώπους, τώρα στα γεράματα, μικρούς μικρούς, σαν να περνοδιάβαιναν ανάμεσα από τα πόδια του, και τους ψυχοπονούσε και ακουμπούσε τη χέρα του απάνω στα κεφάλια τους, για να τους δώσει κουράγιο.  Δεν του άρεσε καθόλου να θωράει το αίμα του ανθρώπου να χύνεται, όμως, σαν ξεσπούσε πόλεμος, τα αίματα του θόλωναν, ξεχνούσε πως κι οι Τούρκοι είναι κι αυτοί άνθρωποι και δεν χόρταινε το χέρι του να χτυπάει.

Τον καμάρωναν οι χωριανοί, σα δρυ, και έρχουνταν και κάθιζαν κάτω από τον ίσκιο του, την Κυριακή και τις μεγάλες γιορτές, στην πλατεία του χωριού. Έμοιαζε, τώρα που γέρασε, με τους παλιούς θεούς, τους αθάνατους· και όταν ήταν να γίνει γεροντοσύναξη, να βουλευτούν οι Κρητικοί για τον θάνατο κι ελευτεριά, τον έφερναν πάντα και τον θρόνιαζαν στην μέση, κι όταν ένας ένας σηκώνουνταν οι καπετάνιοι να μιλήσουν , αυτόν κοίταζαν κι έπαιρναν φόρα.

Θρόνιασαν λοιπόν και σήμερα αψηλά, καταμεσίς της σύναξης, τον παππού· δεξιά του ήρθε και θρονιάστηκε ένα άλλο θεριό, ο καπετάν Μάντακας. Κοντοσγουρογένης, χοντρολαίμης, χοντροκόκκαλος, με χαρακωμένο πρόσωπο από τις τουρκικές σπαθιές. Του ΄λειπε το ένα αυτί· του το ‘χε φαει ένας Τούρκος στα ’21…

Ζερβά του παππού στρωνιάστηκε ο καπετάν Κατσιρμάς, ο κουρσάρος. Αψηλός, ξερακιανός σαν κατάρτι καραβιού, ξουρισμένος, λιοψημένος κι αλλήθωρος. Τούτος δεν είχε την βαθιά αρχοντιά του παππού, μήτε την καμαρωτή λεβεντιά του καπετάν Μάντακα· ήταν αγριόθωρος κι αδροσύντυχος[5], δεν είχε εμπιστοσύνη παρά στο δυνατό άνδρα…
Ήρθαν και κάθισαν, αραδιά απάνω σε κοτρόνια, κι οι επίλοιποι έντεκα καπεταναίοι. Νιούτσικοι ετούτοι, από εβδομήντα χρονών και κάτω, λογής λογής,  άλλοι στυφοί και λιγομίλητοι, άλλοι πρόσχαροι και χωρατατζήδες, άντρες δυσκολοκίνητοι και θεόρατοι σαν δράκοι, για μικροκαμωμένοι και γοργοκίνητοι σα χαμαντράκια.  Ήταν νοικοκυραίοι στα χωριά τους, κι άλλοι βοσκοί και μύριζαν ιδρωτίλα και θυμάρι, κι ένας γούμενος από τη μονή του Αφέντη Χριστού, γαλαζομάτης και ποταμογένης, κι ένας δάσκαλος από την Έμπαρο, κουτσός, μαραγκιασμένος, δεν τον έπιανε το μάτι σου, τι ‘ναι τούτο το αποζούμι, έλεγες, τι γυρεύει το κουνελόπουλο αυτό μέσα στη σύναξη των θεριών; Μα έπρεπε να τον δεις στον πόλεμο να σαστίσει ο νους σου· έπρεπε να τον δεις στα γλέντια, να παίζει τη λύρα, και να σηκώνουνται οι πέτρες να χορεύουν! Κι όταν μιλούσε, δώσε μου, Θεέ μου, δέκα αυτιά έλεγες, να τον ακούω! Ήρθε κι ο καπετάν Πολυξίγκης, καλοκαρδισμένος, γελαστός, με τις ασημένιες πιστόλες του…

Όλοι στράφηκαν, βλεφάρισαν κατά τον πρωτόγερο· κι ο παππούς σηκώθηκε· άπλωσε τα ξερά στριμμένα μπράτσα του με τα χιονάτα φαρδιομάνικα· βαριά ακούστηκε η φωνή του μέσα στο χαλέπεδο βουνό:

- Καλώς ορίσατε, καπεταναίοι, στα βουνά μου· δυο πράγματα έχει ο Κρητικός, αυτά ‘ναι ολάκερο το βιος του – το Θεό και το τουφέκι. Στ’ όνομα του Θεού και του τουφεκιού ανοίγω σήμερα τη σύναξη ετούτη· έχουμε πάλι να μιλήσουμε για την Κρήτη· καθένας ας σηκωθεί κι ας πει την γνώμη του λεύτερα! Μα πρώτα ο άγιος γούμενος του Αφέντη Χριστού ας κάμει αγιασμό!

Είχε βάλει κιόλα το πετραχήλι του ο γούμενος, ζύγωσε σ’ ένα αρόλιθο που ’χε ακόμα νερό της βροχής, έσκυψε, ξερίζωσε μια τούφα θυμάρι για αγιαστούρα κι άρχισε να λεει τις ευχές· σηκώθηκαν οι καπεταναίοι, έβγαλαν τα φέσια τους και τα κεφαλομάντηλα, άκουγαν. Λίγα καταλάβαιναν από τις εκκλησιάς τα λόγια – Θεός, νίκας κατά βαρβάρων, δικαιοσύνη και έλεος…-  μα μήτε κι αυτά τα ‘χαν ανάγκη· έβλεπαν αυτοί ολόρθη την Κρήτη να στέκεται στο μαντρόγυρο ετουτο του καπετάν Σήφακα, μαυροφορεμένη Μάνα, ξιπόλητη, πεινασμένη, όλο αίματα, κι είχε σηκώσει τα χέρια της στον ουρανό και δέουνταν…

Έκαμαν τον σταυρό τους, κάθισαν.  Καμπόσιν ώρα κανένας δεν μπορούσε να μιλήσει· κομπιασμένος ήταν ο λαιμός, πικραμένος πολύ ο λόγος, δεν έβγαινε. Μα πάλι ο παππούς ανατράνισε πρώτος· στράφηκε δεξιά του:

- Καπετάν Μάντακα, είπε, έφαες εσύ με την κουτάλα το μπαρούτι, δύο γενεές και βάλε πάλευες στη στεριά, ο νους σου, κι αν είχε αέρα καταστάλαξε με τα γεράματα, μίλησε το λοιπόν, δώσε γνώμη.

- Ας μιλήσουν οι Νιότεροί μου, αποκρίθηκε αυτός.

Στράφηκε ο παππούς ζερβά του:

- Και του λόγου σου, καπετάν Κιτσιρμά; Δύο γενεές και βάλε πάλευες την θάλασσα, είδες κι έπαθες και του λόγου σου πολλά, κι η γνώμη σου έχει βάρος, μίλησε.

- Πράμα δεν έχω να πω, αποκρίθηκε αυτός κατσουφιασμένος· που δεν έχει δύναμη, αν δεν έχει γνώμη· ας μιλήσουν οι νιότεροί μου.

- Ας μιλήσουν το λοιπόν οι νιότεροι! Έκαμε ο παππούς και σταύρωσε τα χέρια πάνω στις πιστόλες του, ν’ ακούσει.

Ο γούμενος του Αφέντη Χριστού σηκώθηκε. Ήταν κοντός και τετράγκωνος, τα μάγουλά του, το κούτελλό του, τα ροζωμένα μπράτσα του, ο λαιμός του, ό,τι από το κορμί του φαινόταν, ήταν πετσοκομμένα από σπαθιές, κατατρυπημένα από μπάλες· στράφηκε, κάρφωσε τα μάτια του στον καπετάν Μιχάλη:

-Καπετάν Μιχάλη, είπε, θαρρώ πως στην αφεντιά σου πρώτα απ’ όλους ο λόγος· η αφεντιά σου μας κάλεσε, γλίτωσες μέσα από τη σφαγή κι ήρθες, κι ως ήρθες έκαμες κάλεσμα· τι έχεις το λοιπόν να μας πεις;

-Αδέλφια καπεταναίοι, είπε, καλά το κατέχετε, δεν μπορώ εγώ να κλώθω τα λόγια· θα μιλήσω το λοιπόν τσεκουράτα και ξερά, και να με συμπαθάτε. Σφίγγει πάλι η θελιά να πνίξει την Κρήτη. Ξεμπάρκαραν νιζάμηδες[6] και δερβισάδες[7], πήραν αέρα οι Τούρκοι, έσφαξαν τ’ αδέλφια μας στο Μεγάλο Κάστρο. Δεν είμαστε αρνιά, το αίμα των σκοτωμένων βουάει, σηκωθείτε απάνω, καπεταναίοι, Ελευτεριά ή Θάνατος!

Είπε και κάθισε.

Κουνήθηκαν οι καπετανοκεφαλές, έσμιξαν συδυό, συντρεις, γρικήθηκε συγκρατηχτό, βουερό μούρμουρο. Ο γέρο-Καμπανάρος, ο βαρύς δημογέρος, σηκώθηκε, κόπηκε η βουή. Είχε γερά θέμελα μυαλού, μετρημένος, ακριβομίλητος, όταν στην σύναξη σηκόνουνταν να μιλήσει, οι ξαναμμένοι και αψόθυμοι μάζευαν τα φρύδια, κρύο νερό πάλι θα τους περεχούσε, κι οι φρόνιμοι αναγάλλιαζαν.

- Για σκότωσε τον βασιλιά για να μην τον φοβερίζεις! Φώναξε στυλοματιάζοντας αυστηρά τον καπετάν Μιχάλη. Πότε θα βάλουμε, για όνομα του Θεού, γνώση; Πόσες φορές δεν νικήσαμε τις φοβέρες, μα δεν είχαμε ανάκαρα[8], να πάμε παραπέρα, να πετάξουμε τον Σουλτάνο όξω από την Κρήτη, στο ανάθεμα – και να τα χάλια μας! δέντρα κι αμπέλια κι άνθρωποι ξεπατώνουνται κάθε που θα μας καπνίσει, και παίρνουμε, εμείς οι καπεταναίοι, χιλιάδες ψυχές στο λαιμό μας! και τώρα, τι σκοπούς ξετρέχεις καπετάν Μιχάλη; Να αιματοκυλήσουμε πάλι την Κρήτη; Είσαι μυαλομένος άντρας, και για να το λές, πάει να πει πως έφερες κιόλας καραβιές τα τουφέκια και τα μπαρουτόβολα και τ’ αλεύρια και τα πετσιά και τ’ αλόγατα· καικάμποσα κανόνια να πατήσουμε τα κάστρα. Πάει να πει πως συνεννοήθηκες με τον Έλληνα και με το Μόσκοβο κι όλοι, μονοκοπανιάς, θα χυθούμε του Σουλτάνου. Σίγουρα πράματα! Πες μας το λοιπόν κι εμάς το μυστικό, καπετάν Μιχάλη, ν’ αναγαλιάσει η καρδιά μας!

Όλοι στράφηκαν κατά τον καπετάν Μιχάλη, μα αυτός δεν σηκώνουνταν να δώσει απόκριση· είχε βάλει μέσα στο στόμα του τα μουστάκια του και τα δάγκανε.  Ποιό μυστικό φαφλατίζει ο γέρος ετούτος; Δεν είχε μυστικό· δεν τον έπεμπε μαντατοφόρο ο Μόσκοβος μήτε ο Έλληνας, ήρθε από δικού του, τον έπεψε η Κρήτη, που κάθεται μέσα του και φωνάζει κι οδύρεται.

Μα ο δάσκαλος τότε, με το γαϊτανένιο κάτασπρο μουστάκι, ο κοντός, ο χλωμός, ο λειψανάβατος[9], πήδηξε απάνω στο κοτρόνι όπου κάθουνταν και κίνησε το γλωσσαράκι του ροδάνι:

- Σίγουρα πράματα θέλει ο γερο-Καμπανάρος, για να κινήσει – καράβια τις θροφές και τ’ άρματα, και να κατεβάσει κι ο Μόσκοβος τ’ ασκέρια του, να μπει στα αίματα κι η κακομοίρα η Μάνα[10] με τους τρεις φουστανελάδες της! Μα πότε γέρο-Καμπανάρο, γίνηκε ένα μεγάλο πράμα στον κόσμο με τέτοια σιγουράδα; Πότε η φρονιμάδα ξεσήκωσε τους ανθρώπους να παρατήσουν τα σπίτια τους και το χουζούρι τους και να πιάσουν τα βουνά, να ζητούν ελευτερία; Μα αυτό θα πει παλληκαριά: να κινάς και να μην είσαι σίγουρος. Δεν είναι έμπορος, καπετάν Καμπανάρο η ψυχή του ανθρώπου, είναι πολεμιστής· πολεμιστές είμαστε οι Κρητικοί και όχι πραματευτάδες. Ένα μπουρλότο είναι η καρδιά του Κρητικού και χιμάει και τρακάρει με την αρμάδα του Σουλτάνου και την τινάζει στον αγέρα!

-Εμπρός το λοιπόν, στ’ όνομα του Θεού, φωνάζω κι εγώ με τον καπετάν Μιχάλη, στ’ άρματα, αδέρφια! – Αυτό είχα να πω, καπεταναίοι, κι ο που ΄χει αυτιά ν’ ακούσει ας τ’ ακούσει!

-Έχε την ευκή μου, δάσκαλε, μουρμούρισε ο γούμενος και σήκωσε κατά το δάσκαλο το δεξί του χέρι, σα να τον βλογούσε· έχε την ευκή μου! του ‘πε δυνατά, να τον ακούσουν όλοι· δεν κρατάει ζυγαριά η ψυχή του ανθρώπου, όχι δεν κρατάει ζυγαριά, κρατάει σπαθί, έχεις δίκαιο!

-«Καλύτερα μιας ώρας ελεύτερη ζωή – παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!» πέταξε τον λόγο του κι ο καπετάν Τριαλώνης από τη Γεράπετρα.

Ήταν ένα αγριομούστακο χαμαντράκι που ‘χε ξεσκολίσει και καλούτσικα γράμματα είχε φτάσει ως το Οχτωήχι και κάτεχε ξεστήθου το Ρήγα Φερραίο και τη φυλλάδα του Αγαθάγγελου· και στην αντριγιά δεν είχε το ταίρι του.Άλλοι έλεγαν πως χυμούσε με τόση αποκοτιά στ’ ασκέρια της Τουρκίας, γιατί ‘ταν γιος καλικάντζαρου και δεν τον έπιανε μπάλα· δεν φαβόταν θάνατο, γιατί κρατούσε τίμιο ξύλο· μα μερικοί ψυχανεμίζουνταν πως το τίμιο ξύλο ήταν η καρδιά του.

Ο γέρο-Καμπανάρος κούνησε τη γεμάτη γνώση κεφάλα του:

- Το μπουζούκι του Ρήγα Φερραίου, μουρμούρισε, θα μας φάει!

Είχαν τώρα ξεσηκωθεί οι καπεταναίοι, αναστατωμένοι από τα λόγια και τ’ αντίλογα, κουβέντιαζαν και λογομαχούσαν, συδυό, συντρείς, συμπέντε, λίγοι ήταν οι φρόνιμοι, περίσσευαν οι παλικαράδες,  αποφασισμένοι να τα παίξουν πάλι όλα για όλα. Ο καπετάν Κατσιρμάς, με τ’ αλλήθωρα, πονηροέργωτα μάτια του λοξοτηρούσε όλο ετούτο το καπετανομάνι που τρικύμιζε μέσα στην αυλόμαντρα και βουιζε σαν την θάλασσα. Ο καπετάν Μάντακας αναθίβανε τα νιάτα του κι αναστέναζε: «Έ μωρέ κρατούν κοντύλι ετούτοι και χαρτί και λογαριάζουν! Εμείς στον καιρό μας σέρναμε μια φωνή: Ελευτεριά ή Θάνατος! Και το μυαλό μας σάλευε και πέφταμε απάνω στα μπεντένια[11] του Κάστρου, να τα ρίξουμε. Χάλασε ο άνθρωπος, μίκρανε, καπετάν Σήφακα!» μα ο παππούς κοίταζε σπλαχνικά τους νιότερους γύρα του να στρουφογυρίζουν και χαμογελούσε: «Όλα καλά, συλλογίζουνταν, έχω εμπιστοσύνη… Κατεβαίνουν στα χώματα οι γέροι, ανεβαίνουν πάλι από τα χώματα, ξανακαινουργουμένοι, αθάνατη είναι η Κρήτη…» Σηκώθηκε:

- Ε παιδιά, φώναξε, σύναξη είναι ετούτη γεροντική, δεν είναι χάβρα, καθίστε να φτάσουμε σ’ ένα τέλος! Ο καπετάν Καμπανάρος από τη μια μεριά, ο καπετάν δάσκαλος από την άλλη, δύο δρόμοι· συναντηθήκαμε σ’ ετούτα τα βουνά για να διαλέξουμε· διαλέχτε!
Ο καπετάν Πολυξίγκης σηκώθηκε· έστριψε το ξανθό του μοσκομυρισμένο μουστάκι, έσκυψε το κεφάλι, χαιρέτησε τους τρεις γερόντους·

- Αδέρφια, καπετάνιοι, είπε, κεφαλές της Ανατολικής Κρήτης, όποιος σηκώνεται να μιλήσει μπροστά σας έχει χρέος να κρατάει ψιλή ζυγαριά, να ζυγιάζει τα λόγια του. ζύγιασα τα λόγια μου, καπετάνιοι, ακούστε με: Αν περιμένουμε, καπετάν Καμπανάρο, ν’ αράξουν οι καραβιές που θες και να κουνήσει τα στραβοπόδαρά της η αρκούδα να κατέβει από το βορρά για το χατίρι μας, ποτέ δεν θα λευτερωθούμε.  Και μήτε και θα’ μαστε, ο Θεός να με σχωρέσει, άξιοι να λευτερωθούμε. Από όσα κατάλαβα στα λίγα χρόνια που ζω και ζώνουμαι, δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω· είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια την λευτεριά, είναι σκλάβος. Φωτιά, το λοιπόν, στα χωριά, τσεκούρι στα δέντρα, ξεπάτωμα, κλάματα και αίματα,  και να πέσουμε κάτω τσακισμένοι, και πάλι να σηκωθούμε, να ξαναρχίσει το πάλεμα και το θρήνο η Κρήτη. Εκατό, διακόσια, τριακόσια χρόνια, δε κατέχω· μα μια μέρα – άλλος δρόμος δεν υπάρχει, και μην ακούτε τους καπετάν-Καμπανάρους- μια μέρα, ναι, μα τον αφέντη ήλιο που αλέθει από πάνω μας, μια μέρα θα δούμε ελευτεριά!

Είχε βγάλει το φέσι του ο καπετάν Πολυξίγκης και το ξανθό κεφάλι μέσα στον ήλιο άχνιζε. Πολλοί καπεταναίοι άναψαν, έσυραν φωνή μεγάλη: «Ελευτεριά ή Θάνατος!» και πετάχτηκαν απάνω.

Μια ώρα ακόμα βάσταξε η συντυχιά· τα ‘βαλαν όλα κάτω, που και πως και ποιοι να σμίξουν, να πιάσουν τα περάσματα, να μπλοκάρουν τα Τουρκοχώρια, να ταμπουρωθούν στ’ αψηλά μοναστήρια.

Τους έφεραν κρασί, έσταξαν στη γης, πήραν κι έδωκαν όρκους. Οι τρεις πρωτόγεροι σηκώθηκαν από το μακροσκάμνι τους· ο ήλιος ήθελε ένα κοντάρι να βασιλέψει, πήρε τέλος η συντυχιά.

Σταυροφιλήθηκαν οι καπεταναίοι λοιπόν και χώρισαν.


[1] Παραταρία: σε παράταξη
[2] Συσήλιζε: λαμπύριζε, τρεμόπαιζε
[3] Αραδίς: στη σειρά
[4] Μεγάλο Σηκωμό: εννοεί το Εικοσιένα
[5] Αδροσύντυχος: αυτός που μιλάει τραχιά, οργισμένα
[6] Νιζάμηδες: οπλίτες του Τουρκικού στρατού
[7] Δερβισάδες:  μωαμεθανοί μοναχοί
[8] Ανάκαρα: δύναμη, διάθεση
[9] Λειψανάβατος: λέγεται για το ψωμί που δεν ζυμώθηκε καλά και δεν φούσκωσε. Έμεινε λειψό. Για τον άνθρωπο, λειψός.
[10] Μάνα: εννοεί την Ελλάδα
[11] Μπεντένια: επάλξεις




ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) 
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της τουρκοκρατούμενης Κρήτης. Σπούδασε Νομική στην Αθήνα (1902-1906), και μεταπτυχιακά στο Παρίσι (1907-1909), όπου επηρεάστηκε βαθύτατα από τις φιλοσοφικές αρχές του Μπερξόν και του Νίτσε. Την εποχή αυτή αρχίζει η συστηματική του ενασχόληση με τα γράμματα. Πραγματοποίησε πλήθος ταξιδιών στο εξωτερικό, αρκετές φορές ως ανταποκριτής εφημερίδων. Υπηρέτησε ως γενικός διευθυντής στο Υπουργείο Περιθάλψεως (1919), διορίστηκε Υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου (1945) και εργάστηκε ως σύμβουλος λογοτεχνίας στην UNESCO (1946). Διατέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων. Το 1956 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης και υπήρξε υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ποιητή, έχοντας γράψει την Οδύσεια, ένα μεγαλόπνοο έργο με 24 ραψωδίες και 33.333 στίχους. Διακρίθηκε στη δραματουργία (Προμηθέας, Καποδίστριας, Κούρος,, Νικηφόρος Φωκάς, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Χριστόφορος Κολόμβος, κ.ά.), στη συγγραφή ταξιδιωτικών εντυπώσεων (Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτο, Σινά, Ιαπωνία και Κίνα, Αγγλία, Ρωσία, Ιερουσαλήμ και Κύπρο), στα φιλοσοφικά δοκίμια (Ασκητική, Συμπόσιο, κ.ά.). Ευρύτερα γνωστός έγινε από τα μυθιστορήματά του: Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946), Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται (1948), Ο Καπετάν Μιχάλης (1950), Ο Τελευταίος Πειρασμός (1951), Αναφορά στο Γκρέκο (1961), κ.ά.. Το έργο του έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε περισσότερες από 50 χώρες και έχει διασκευαστεί για το θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.

ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗ

Από http://www.historical-museum.gr/


Ο Καπετάν Μιχάλης (β' έκδοση) 
Αθήνα: Δίφρος, 1955. 

Ο Καπετάν Μιχάλης στα σλοβενικά

Ο Καπετάν Μιχάλης
 στα ρουμανικά
(από τη γαλλική μετάφραση του 1956)

Ο Καπετάν Μιχάλης στα ιταλικά

Ο Καπετάν Μιχάλης στα πολωνικά 

Ο Καπετάν Μιχάλης στα ρωσικά

Ο Καπετάν Μιχάλης στα γερμανικά






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου