Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ (Λευκάδα 27 Ιουνίου 1850 - Τόκιο 26 Σεπτεμβρίου 1904) - Ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας

Ο Λευκάδιος Χερν σε ηλικία 39 ετών (1889)


Ο Λευκάδιος Χερν (Patricio Lafcadio Carlos Hearn ή Koizumi Yakumo) είναι ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας. Γιος του Ιρλανδού Κάρολου Χερν και της Κυθήριας Ρόζας Κασιμάτη. Ο πατέρας του, στρατιωτικός ιατρός – χειρουργός, γνώρισε τη μητέρα του στα Κύθηρα όταν υπηρετούσε εκεί με το 76ο σύνταγμα πεζικού των Βρετανών που είχε σταλεί στο νησί για τη φρούρησή του. Η Ρόζα Αντωνίου Κασιμάτη ήταν μία πολύ όμορφη γυναίκα από οικογένεια ευγενών. Μετά από μία θυελλώδη σχέση παντρεύτηκαν στη Λευκάδα το Νοέμβρη του 1849. Ο Λευκάδιος - Πατρίκιος γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 27 Ιουνίου του 1850, όταν ο Κάρολος ήταν 30 και η Ρόζα 26 ετών. Η οικογένεια είχε τρία παιδιά, το πρώτο που λεγόταν Γεώργιος – Ρομπέρτο, πέθανε σε ηλικία δύο ετών, το 1850 λίγο μετά τη γέννηση του Λευκάδιου. Mετά τη γέννηση του Λευκάδιου ο πατέρας του μετατέθηκε στις Δυτικές Ινδίες. Η Ρόζα παρέμεινε στη Λευκάδα και περίμενε την επιστροφή του. Ύστερα από καιρό με επιστολή του, ο Κάρολος ζήτησε από τη Ρόζα να πάρει τα παιδιά, τον Λευκάδιο και τον Τζέημς – Ντάνιελ, να μεταβεί στο Δουβλίνο και να ζήσουν εκεί με τη μητέρα του. Έτσι την 1ηΑυγούστου του 1852 ο μικρός Λευκάδιος ήταν δύο ετών και βρισκόταν στο Δουβλίνο. Η Καταπίεση της μητέρας του Καρόλου προς τη Ρόζα και η μακρά απουσία του ιδίου από το σπίτι ανάγκασαν τη Ρόζα να χωρίσει και να προσφύγει στα δικαστήρια. 
Ο Λευκάδιος Χερν σε ηλικία
περίπου οκτώ ετών (
1858)
με την κηδεμόνα του,
 θεία του πατέρα του, Σάρα Μπρέναν.

Μετά την έκδοση διαζυγίου η κηδεμονία δόθηκε στον πατέρα. Η Ρόζα το 1856 επέστρεψε στα Κύθηρα, αφήνοντας τα παιδιά της στο Δουβλίνο. Αργότερα παντρεύτηκε τον Κυθήριο Ιωάννη Καββαλίνη, ακτοπλοϊκό πράκτορα με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά (άλλη πηγή αναφέρει έξι παιδιά), τον Άγγελο, την Ζίζα και την Αικατερίνη. Ο Κάρολος παντρεύτηκε το 1857 την Alicia Goslin Crawford και την πήρε μαζί με τα παιδιά της στις δυτικές Ινδίες. Ο Λευκάδιος και ο Τζέημς μεγάλωσαν με την πουριτανή καθολική θεία Μπριάν σε αυταρχικό και σκληρό περιβάλλον. Αργότερα ο Λευκάδιος μπήκε στο καθολικό κολλέγιο του Ushaw, τον έβαλε η θεία του εσώκλειστο, μάλλον για να σωφρονιστεί. Εκεί από επιπόλαια παιχνίδια με συμμαθητή του έχασε το αριστερό του μάτι.

Ο Λευκάδιος δεν ξεπέρασε ποτέ τον αποχωρισμό του από τη μάνα του. Τη μνημόνευε και την αναπολούσε, την λαχταρούσε σε όλη του τη ζωή. Η μητέρα του μη μπορώντας να ξεπεράσει ποτέ τον αποχωρισμό των δύο τέκνων της από τον πρώτο της γάμο κατέληξε ψυχοπαθής. Είχε κάνει ένα ταξίδι στο Δουβλίνο για να βρει τα δύο της παιδιά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η ζωή της τελείωσε στα 59 της χρόνια στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας μετά από 10 χρόνια παραμονής σε αυτό.
 Ο Λευκάδιος Χερν σε ηλικία
δεκαέξι ετών (
1866),
λίγο μετά το ατύχημα
που του στοίχισε την όραση
από το αριστερό του μάτι.

Στα δεκαεννέα του χρόνια ο Λευκάδιος μετανάστευσε στις Η.Π.Α και έζησε για ένα διάστημα σε μεγάλη φτώχεια. Στο Σινσινάτι του Οχάιο γνώρισε τον Χένρι Γουώτκιν (Henry Watkin) εκδότη και σοσιαλιστή που τον βοήθησε να δουλέψει σε μία εφημερίδα. Με επιμονή και εργατικότητα ο Λευκάδιος έφτασε να εργάζεται σε υψηλόβαθμες θέσεις της δημοσιογραφίας και κατάφερε να εργαστεί για την εφημερίδα “Cincinnati Daily Enquirer”. Διακρίθηκε στη δημοσιογραφία της εγκληματολογίας. Η Εθνική Βιβλιοθήκη των Ηνωμένων Πολιτειών επέλεξε ένα από τα συγγράμματά του με τίτλο ο «Απαγχονισμένος» στην ειδική έκδοση των 200 χρόνων Αμερικάνικου Εγκλήματος που δημοσιεύτηκε το 2008. Το 1877 πήγε στη Νέα Ορλεάνη για να μείνει κοντά δέκα χρόνια. Εκεί συνέχισε να γράφει και να εκδίδει και κυρίως να ασχολείται με τη γαστρονομία της Νέα Ορλεάνης για την οποία λέγεται ότι σήμερα είναι διάσημη εξαιτίας του. Το 1887 έφυγε στις Δυτικές Ινδίες ως ανταποκριτής. Έμεινε στο νησί της γαλλικής Μαρτινίκας για δύο χρόνια και έκδωσε κι άλλα βιβλία.

Το 1890 πήγε στην Ιαπωνία με μία επιτροπή ως αντιπρόσωπος μίας εφημερίδας. Επέλεξε να μείνει εκεί και βρήκε δουλειά ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε της βορειοδυτικής Ιαπωνίας. Μετά από δεκαπέντε μήνες διαμονής στην Ιαπωνία παντρεύτηκε τη Σετζούκο Κοϊζούμι. Η Σετζούκο ήταν κόρη μιας οικογένειας σαμουράι. Υιοθέτησε το πατρώνυμο της οικογένειάς της και έτσι ονομάστηκε Γιακούμο Κοϊζούμι. Μαζί έκαναν τέσσερα παιδιά. Το 1896 το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο τού πρόσφερε τη θέση του καθηγητού Αγγλικής Φιλολογίας και Γλώσσας. Μετάφρασε με ελεύθερο τρόπο πολλούς θρύλους της Ανατολής στην αγγλική. Έγραψε κι άλλα βιβλία, ενώ μέσα από τα γραπτά του περιέγραφε την Άπω Ανατολή εξωτική και πανέμορφη. Πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1904 από ανακοπή καρδιάς, ενώ ήταν μόλις 54 ετών.

Ο Γιάκουμο Κοϊζούμι (Λευκάδιος Χερν) με τη δεύτερη σύζυγό του, Σέτσου Κοϊζούμι.


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
«Stray leaves from strange Literatures» (1884)
«Gombo Zhebes» (1885)
«Some Chinese Ghosts» (1887)
«Chita» (1889)
«Two Years in the French West Indies» (1890)
«Youma» (1890)
«Glimpses of unfamiliar Japan» (1894)
«Out of the East. Reveries and Studies in New Japan» (1895)
«Kokoro. Hints and Echoes of Japanese Inner Life» (1896)
«Gleanings in Buddha – Fields. Studies of Hand and Soul» (1897)
«Exotics and Retrospectives» (1898)
«Japanese Fairy Tales» (1898)
«In Ghostly Japan» (1899)
«Shadowings» (1900)
«Japanese Lyrics» (1900, συλλογή «χαϊκού»)
«A Japanese Miscellany» (1901)
«Kotto» (1902)
«Kwaidan. Stories and studies of strange things» (1903)
«Japan. An attempt of interpretation» (1904)
«The Romance of the Milky Way» (1905) 








Οσιντόρι (από το: Κείμενα από την Ιαπωνία, εκδόσεις Ίνδικτος, μετ. Σωτήρης Χαλικιάς)

i) ΗΤΑΝ κάποτε ένας κυνηγός και γερακάρης, τον λέγανε Σονζό και ζούσε στην επαρχία Ταμούρα Νο Γκο, στο Νομό Μούτσου. Μια μέρα, πήγε να κυνηγήσει μα δε συνάντησε κανένα θήραμα. Στο δρόμο της επιστροφής, στην τοποθεσία Ακανούμα, πήρε το μάτι του ένα ζευγάρι πάπιες όσιντόρι 1 ]. Κολυμπούσαν πλάι-πλάι στα νερά του μικρού πόταμου πού έπρεπε να περάσει. "Αν σκοτώσεις, λένε, ένα οσιντόρι θα σε βρει μεγάλη δυστυχία. Ο Σονζό όμως πεινούσε, σκόπευσε λοιπόν το ζευγάρι. Το βέλος τρύπησε το αρσενικό· το θηλυκό ξέφυγε μέσα από τις καλαμιές της αντίπερα όχθης και χάθηκε. Ο Σονζό κουβάλησε το σκοτωμένο πουλί στο σπίτι και το μαγείρεψε.

Εκείνο το βράδυ είδε άσχημο όνειρο. Μια πολύ όμορφη γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο , πλησίασε το μαξιλάρι κι άρχισε να κλαίει. Το κλάμα της ήταν τόσο γοερό, πού ακούγοντας το ο Σονζό νόμισε πώς θα σχιστεί η καρδιά του. Η νεαρή γυναίκα του έλεγε: -Γιατί, αχ! Γιατί τον σκότωσες; Ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι οι δυο μας στην Ακανούμα... Τώρα τον σκότωσες!... Σε τι σου έφταιξε; Ξέρεις τουλάχιστον τι έγκλημα διέπραξες; Τι ποταπό και σκληρό έγκλημα; Σκότωσες και μένα γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τον άντρα μου! Αυτό ήρθα να σου πω... Άρχισε πάλι να κλαίει τόσο απελπισμένα, πού οι λυγμοί της τρύπησαν τα κόκκαλα του Σονζό κι έφτασαν ως το μεδούλι. Ή φωνή της, πού τη διέκοπταν οι λυγμοί, απάγγειλε τους παρακάτω στίχους:

Χι κουκουρέμπα Σασοέσι
μόνο βο Ακανούμα
νο Μακόμο νο κούρε νο
Χιτόρι νε ζο ουκι

("Μόλις βασίλεψε ή μέρα, του πρότεινα να 'ρθει κοντά μου! Στο έξης θα κοιμάμαι μόνη μου στον ίσκιο πού ρίχνουν οι καλαμιές της Ακανούμα [ 2 ] Αχ! Τι ανείπωτη θλίψη!")

Κι υστέρα φώναξε:

-"Αχ! Δεν ξέρεις...όχι, δεν μπορείς να ξέρεις τι έκανες! Αύριο όμως, όταν θα ξαναπάς στην Ακανούμα, θα καταλάβεις... θα καταλάβεις...
Με τα λόγια αυτά, κλαίγοντας πάντα γοερά, έφυγε.

Το πρωί, το όνειρο ήταν ακόμη τόσο ζωντανό στο μυαλό του, πού ο Σονζό ένιωθε ταραγμένος . θυμήθηκε τα λόγια της νεαρής γυναίκας: "Αύριο όμως, όταν θα ξαναπάς στην Ακανούμα, θα καταλάβεις...θα καταλάβεις...". Αποφάσισε λοιπόν να πάει αμέσως εκεί, να μάθει μήπως το όνειρο του ήταν κάτι παραπάνω από απλό όνειρο.

Ο Σονζό πήγε στην Ακανούμα. Φτάνοντας στο ποτάμι είδε το θηλυκό οσιντόρι να κολυμπάει μόνο του. Την ίδια στιγμή τον διέκρινε κι εκείνο· αντί να φύγει όμως κολύμπησε προς το μέρος του κοιτάζοντας τον συνέχεια με μια παράξενη προσοχή. Ξαφνικά, μ' ένα χτύπημα του ράμφους άνοιξε πληγή στα πλευρά του κι έσβησε εκεί μπροστά στα μάτια του κυνηγού.
Ο Σονζό ξύρισε το κεφάλι του και κλείστηκε σε μοναστήρι.

Υ π ο σ η μ ε ι ώ σ ε ις
[ 1 ] Στην Άπω Ανατολή αυτές οι πάπιες συμβολίζουν τον συζυγικό έρωτα.
[ 2 ] Μακόμο είναι οι μεγάλες καλαμιές με τις οποίες φτιάχνουν τα πανέρια. 
http://www.translatum.gr/




ii) Και ξαφνικά, γεννιέται μέσα μου μια μοναδική αίσθηση καθώς στέκομαι εκεί μπροστά στην παράξενα σκαλισμένη πύλη· αίσθηση ονείρου και αμφιβολίας. Μου φαίνεται ότι τα σκαλοπάτια και η πύλη με τα κύματα των δράκων της, ο γαλάζιος ουρανός που σαν τεράστια καμάρα σκεπάζει την πόλη, η φαντασματική ομορφιά του Φούτζι, μα κι ο ίσκιος μου που πέφτει επάνω στους γκρίζους τοίχους πρόκειται να χαθούν τώρα. Γιατί όμως αυτό το συναίσθημα; Γιατί χωρίς καμιά αμφιβολία, αυτές οι μορφές μπροστά στα μάτια μου – οι σκαλισμένες στέγες, οι κουλουριασμένοι δράκοι, οι κινέζικες παραξενιές στο σκάλισμα – δε μου φαίνονται κάτι καινούργιο αλλά κάτι που ονειρεύτηκα κάποτε. Η θέα τους πρέπει να ξαναζωντάνεψε ξεχασμένες μνήμες εικονογραφημένων βιβλίων…[σ. 246]






ΠΗΓΕΣ 









2 σχόλια: