Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

ΕΙΡΗΝΗ ΛΙΒΑΝΟΥ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ " ΕΚΔΊΚΗΣΗ "



Σήμερα! Έπρεπε να τελειώνει στ’ αλήθεια με το Μαρκίδη. Όμως ακόμη και τώρα δεν ήξερε πως, και άφηνε το χρόνο να περνάει άσκοπα. Τάχα που θα μείνει, και άλλα άσχετα.

Όμως τώρα εντάξει! Τα είχε σκεφτεί όλα. Το γραφείο του που θα γινόταν το σπίτι του και τι χρειαζόταν να κάνει για να μείνει εκεί,… όλα!
Καιρός να βάλει μπροστά και γι’ αυτό ‘’το αναθεματισμένο κάτι’’. 
Έβγαλε το κινητό και πήρε τη Βάσια. Ήταν έντεκα. Η γυναίκα μπορεί και να είχε κοιμηθεί.
«Εμπρός! Τι είναι Πέτρο;»
«Βάσια σε χρειάζομαι!» της είπε χωρίς προλόγους.
Το αστραφτερό μυαλό της Βάσιας δε χρειάστηκε περισσότερα.
Άλλωστε, μετά κι’ απ’ τον σημερινό πλειστηριασμό και την εξαφάνιση του Πέτρου όλη Μέρα… 
«Θα… γίνει απόψε;» τον ρώτησε προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή της σταθερή.
«Βάσια είμαι στο γραφείο. Θα σε περιμένω κάτω».
«Εντάξει! Έρχομαι!»

Το ταξί σταμάτησε, και ο Πέτρος είδε τη Βάσια να βγαίνει τυλιγμένη στην καμπαρντίνα της. 

Το πρωί που ήταν με τη Φανή στη θάλασσα, ο καιρός ήταν χαρά Θεού! Μέχρι που κόντεψε να πάθει ηλίαση! Τώρα το βράδυ, έκανε κρύο και ένα ψιλόβροχο έπεφτε επίμονο από το απόγευμα. 
Η Βάσια κοίταξε γύρω της, και όταν το μάτι της έπεσε στο Άουντι, τράβηξε καταπάνω του. 
Ο Πέτρος στο τιμόνι, κάπνιζε και την περίμενε.
Όταν η γυναίκα έφθασε κοντά, της άνοιξε, και κείνη κάθισε δίπλα του προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της.
«Είναι μακριά το σπίτι;» τον ρώτησε και η ανάσα της βγήκε κοφτή.
«Στο Κολονάκι. Δυο βήματα από δω. Μπορούμε να πάμε και με τα πόδια».
«Εσύ τι λες;» τον ρώτησε η Βάσια και έπιασε το πόμολο.
«Ας πάμε με τα πόδια καλύτερα. Να μην παρκάρουμε εκεί κοντά.». Βγήκανε έξω, και ο Πέτρος κλείδωσε το αυτοκίνητο.
« Έλα πάμε. Μην καθυστερούμε!» Της είπε. «Ο Μάνος είναι επάνω. Ας φύγουμε πριν κατέβει».
«Ωραία! Ας φύγουμε».
Άρχισαν να περπατάνε κάτω απ’ το ψιλόβροχο. Ο Πέτρος το έβρισκε ευεργετικό! Τον δρόσιζε στο πρόσωπο που έκαιγε από τον πρωινό ήλιο αλλά κι’ απ’ την υπερδιέγερση.
«Έχεις κανονίσει για όπλο;» τον ρώτησε η Βάσια όσο πιο ήρεμα μπορούσε.
«Έχω ένα σουγιά με μακριά λάμα. Τον αγόρασα από τον μαύρο που πουλάει τέτοια πράγματα εδώ λίγο πιο κάτω. Τον έχεις προσέξει;»
«Ναι! Έχω αγοράσει κι’ εγώ ένα μαχαίρι της κουζίνας απ’ αυτόν. Μήπως δεν έπρεπε να τον αγοράσεις από κει; Ποτέ δεν ξέρεις πως έρχονται τα πράγματα. Μπορεί να σε θυμηθεί και…»
«Σιγά Βάσια κορίτσι μου. Μην παίρνεις και τόση φόρα! Οι μετανάστες κοιτάνε μόνο τη δουλειά τους. δεν ανακατεύονται στα δικά μας! Μόνο που… δεν ξέρω… τέλος πάντων δεν τ’ όχω ξανακάνει και δεν ξέρω αν μπορώ».
Η Βάσια έμεινε για λίγο αμίλητη. 
«Είναι που ο σουγιάς βγάζει αίματα». Είπε στο τέλος. «καλύτερα θα ήταν με κάτι άλλο».
Περπατήσανε πάλι αμίλητοι κάμποση ώρα. Το ψιλόβροχο είχε αρχίσει να γίνεται βροχή.
«Θυμάσαι εκείνον που σκότωσε τον εραστή της γυναίκας του μ’ ένα κινητό;» διέκοψε τη σιωπή πάλι η Βάσια.
«Το θυμάμαι. Τα κανάλια συντηρούσαν για μέρες την υπόθεση τότε. Ήταν πολιτικός παράγων βλέπεις».
«Και τον έφαγαν μ’ ένα κινητό!» είπε η Βάσια με μια έκφραση απορίας. 
Μετά απ’ αυτό σταμάτησαν πάλι να μιλάνε. Προχωρούσαν λαχανιασμένοι στη βροχή, τσαλαβουτώντας στις μικρές λακκούβες.
«Το δικό μου το κινητό είναι πολύ μικρό και ελαφρύ σαν πούπουλο!» είπε πάλι η Βάσια σα να συνέχιζε τη συζήτηση, αν και είχαν περάσει αρκετά λεπτά απ’ τη στιγμή που μίλησαν γι’ αυτό.
«Όσο πάνε τα μικραίνουνε τα μοντέλα. Όσο πιο μικρά, τόσο πιο μεγάλη η ακτινοβολία!» Είπε ο Πέτρος αφηρημένα.
«Τσάμπα το κομμωτήριο σήμερα». Είπε η Βάσια ξεκάρφωτα, διορθώνοντας τα τσουλούφια της.
«Τι;»
«Λέω τσάμπα τα λεφτά που έδωσα σήμερα στο κομμωτήριο. Μου τα έκανε χάλια τα μαλλιά μου η βροχή. Και δεν έχουμε και όπλο!» Του απάντησε με δυο εντελώς ασύνδετες προτάσεις κατά τη συνήθειά της. «Ωραίοι εγκληματίες είμαστε!»
Ο Πέτρος γύρισε και την κοίταξε. Τον κοιτούσε κι’ εκείνη μ’ ένα μισό χαμόγελο, σαν να ήταν έτοιμη να ξεκαρδιστεί. 
«Ωραίοι εγκληματίες είμαστε!» Επανέλαβε τα λόγια της ο Πέτρος, και το δυνατό του γέλιο κομμάτιασε τη σιωπή του δρόμου.
Η Βάσια τον ακολούθησε κι’ αυτή μ’ ένα γέλιο νευρικό, που δε μπορούσε να το σταματήσει. Όλη η νευρικότητα και η αγωνία που είχε συσσωρευτεί στην ατμόσφαιρα και τους είχε τυλίξει ασφυκτικά, βρήκε προς στιγμή διέξοδο σ’ αυτό το ασταμάτητο γέλιο. 
Είχαν φθάσει στην Κανάρη και ήθελαν λίγο ακόμη για την πλατεία Κολωνακίου. Ακούμπησαν στη τζαμαρία ενός καταστήματος με παπούτσια, να γελάσουν με την ησυχία τους, και να γλυτώσουν λίγη βροχή. 
«Που μένει;» ρώτησε η Βάσια παίρνοντας μια βαθειά αναπνοή.
«Στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Μένει εκεί από τα είκοσι του».
«Μένει μόνος του;»
«Ναι. Καμιά φορά συναντάω τον αδελφό του στο δρόμο και μου λέει τα νέα του. Δεν είναι πολύ στα καλά του! είναι ψυχωσικός από τα δεκαπέντε του. Όταν πήγαινα στο σπίτι του τότε που ήμασταν μαθητές ακόμη, έβλεπα τη μάνα του που του έδινε το χάπι του. Τότε μου έλεγαν ότι είναι για το διαβήτη. Αργότερα, όταν χώρισαν οι δρόμοι μας, άρχισε να μπαινοβγαίνει σε νευρολογικές κλινικές. Ο αδελφός του μου είχε πει πως πεισματικά δεν έπαιρνε τα χάπια του τότε στις κλινικές. Ακόμη και τώρα. μου είπε τις προάλλες, αν δεν πάει η μάνα μας στο σπίτι του να του πάει φαγητό και να του δώσει τα χάπια του, είναι ικανός να μείνει νηστικός και χωρίς φάρμακο παρ’ όλο που είναι πανέξυπνος όπως θα θυμάσαι. Ο Στέλιος είναι ο καημός της! Μου είπε την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Η αγωνία της είναι, τι θα γίνει όταν αυτή πεθάνει!»
Η Βάσια τον άκουγε κατάπληκτη.
«Κι’ εμείς τώρα πάμε να σκοτώσουμε αυτόν; Έναν άρρωστο;»
«Δεν πάμε να τον σκοτώσουμε Βάσια».
«Τότε; Γιατί πάμε εκεί; Τι πάμε να κάνουμε;»
«Γιατί θέλω να του μιλήσω Βάσια! Τόσον καιρό του τα λέω απ’ το τηλέφωνο. Ίσως να είναι διαφορετικά αν τα πούμε από κοντά».
«Και γιατί με άφησες να πιστεύω ότι πάμε για…»
«Με διασκέδαζες κορίτσι μου! εσύ που φοβάσαι τις κατσαρίδες και τα ποντίκια, ήθελες να κάνεις φόνο με ένα κινητό ελαφρύ σαν πούπουλο! Με διασκέδαζες που πίστευες ότι παίζουμε τη Μπόνυ και τον Κλάιντ». 
«Εντάξει!» είπε η Βάσια πεισματωμένη. «Πες ότι εγώ πίστευα ότι παίζουμε τη Μπόνυ και τον Κλάιντ. Εσύ όμως! Γιατί είσαι τόσο νευρικός εσύ αφού δεν πάμε να τον σκοτώσουμε; Και το σουγιά με τη μακριά λάμα που αγόρασες απ’ το μαύρο; Αυτόν γιατί τον αγόρασες;»
Ο Πέτρος την κοίταξε λοξά. Απ’ αυτήν τη Βάσια, τίποτα δε μπορούσε να κρύψει. Σιγά μην ξέφευγε από τη Βάσια η νευρικότητά του.
«Γιατί Βάσια κορίτσι μου», της είπε σοβαρεύοντας και έβγαλε με θόρυβο την αναπνοή του, «γιατί δεν ξέρω τι θα προκύψει! Ας πούμε ότι ο σουγιάς, είναι μια προστασία στην περίπτωση που ο Μαρκίδης μου επιτεθεί. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω γιατί τον αγόρασα. Εγώ θέλω μόνο να του μιλήσω».
«Εντάξει σε πιστεύω. Δεν πάμε να τον σκοτώσουμε. Αλλά αν θέλεις μόνο να του μιλήσεις, εμένα γιατί με πήρες μαζί σου; Μήπως δεν πάμε να τον σκοτώσουμε,… αλλά μπορεί και να τον σκοτώσουμε; Αυτό εννοείς όταν λες δεν ξέρεις τι θα προκύψει;»
Ο Πέτρος ήταν ζαλισμένος από όλα αυτά που είχαν γίνει σήμερα, τον ζάλισε και η Βάσια με τη φλυαρία της,… Στην πραγματικότητα δεν ήξερε τι ακριβώς πάει να κάνει στου Μαρκίδη. Πήγαινε γιατί ‘κάτι’ έπρεπε να κάνει μ’ αυτόν. Αυτός ήθελε μόνο να του μιλήσει. Αυτό ήταν αλήθεια. Ήξερε επίσης ότι ο Μαρκίδης δε θα καθόταν να τον ακούσει. Κι’ αυτό ήταν αλήθεια. Κι’ εκεί, ερχόταν αυτό το αναθεματισμένο το «κάτι», που όλη μέρα τον είχε τρελάνει σήμερα. 
«Τέρμα τα ψέματα!» Ούρλιαζε μέσα στο κεφάλι του. «Πρέπει να τελειώνεις μ’ αυτόν, σήμερα!»
«Πως; Τι να κάνω; Αν δε λογικευτεί, δε μένει παρά…»
«Ακόμη κι’ αυτό». ξαναούρλιαξε το «κάτι» πιο δυνατά. «Πήγαινε και ότι προκύψει. Μόνο να τελειώνεις μαζί του». 
«Μάλλον!» απάντησε στην ερώτηση της Βάσιας. «Μπορεί να εννοώ κι’ αυτό που είπες. Θα δείξει Βάσια. Όμως θα σου πω το λόγο που πήρα εσένα μαζί μου. Γιατί φυσικά δεν σε πήρα να με βοηθήσεις να κάνουμε το φόνο παρέα!»
«Σ’ ακούω». 
«Βάσια ο Μαρκίδης εμένα δε θα μου ανοίξει. Αυτό μου το έχει πει εκατό φορές. Δεν θέλει για κανένα λόγο να έρθουμε σε επαφή. Σκέφτηκα λοιπόν να του μιλήσεις εσύ όταν θα του χτυπήσουμε το κουδούνι. Να παραστήσεις τη μάνα του που του πηγαίνει φαγητό. Μπορεί να ξεγελαστεί με γυναικεία φωνή και ν’ ανοίξει». 
Η Βάσια εδώ και ώρα είχε αρχίσει να σκέπτεται πως το καλύτερο που είχαν να κάνουν, ήταν να φύγουν από κει. Σουγιάδες, αίματα, ένας τρελός κι’ αυτή να κάνει τη μάνα του… Δεν είχε τόσο κουράγιο να τα αντιμετωπίσει όλα αυτά. Άρχισε να φέρνει τη μια δυσκολία επάνω στην άλλη.
«Και η κάμερα Πέτρο; Δε θα με δει από την κάμερα;»
«Δεν έχει κάμερα. Η πολυκατοικία είναι πολύ παλιά και το σύστημα του ήχου κάνει παράσιτα. Εσύ να του μιλήσεις όσο πιο χαμηλόφωνα μπορείς. Έτσι μιλάει η μάνα του. Θα τα καταφέρεις. Θα το δεις».
Η Βάσια παρ’ όλο που δεν ήθελε να χαλάσει στον Πέτρο αυτό που σχεδίαζε ποιος ξέρει πόσο καιρό τώρα, λιποψύχησε. Έκανε ακόμη μια αδύναμη προσπάθεια, μήπως και τον έπειθε να τα παρατήσουν.
«Πέτρο… κοντεύει δώδεκα. Θα του πάω φαγητό στις δώδεκα το βράδυ; Ακόμη κι’ αν τον ξεγελάσω με τη φωνή μου, δε θα του φανεί παράξενο αυτό;»
«Βάσια κορίτσι μου,» της είπε ο Πέτρος κάνοντας μια κίνηση ανυπομονησίας. «Μια προσπάθεια ακόμη θέλω να κάνω. Μη με παιδεύεις και συ τώρα! Ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται!»
Η Βάσια κατέθεσε τα όπλα. 
«Καλά εντάξει!» είπε με μισή φωνή. 
Με την κουβέντα, έφθασαν στην Πατριάρχου Ιωακείμ.
«Εδώ είναι!» Είπε ο Πέτρος και στάθηκε στην πόρτα της πολυκατοικίας. Η φωνή του, πρόδωσε την συγκίνησή του. Η Βάσια τον λυπήθηκε.
«Όλα θα πάνε καλά! Θα δεις!» Του είπε και τον χάιδεψε στο μάγουλο τρυφερά. Δεν το είχε ξανακάνει. Ο Πέτρος ένιωσε έκπληκτος με την τρυφερότητά της. Μάλλον τα βλέπει σκούρα κι’ αυτή όπως κι’ εγώ και… 
« Τι να του πω;». Η φωνή της Βάσιας τον έκανε να τιναχτεί. 
«Πες του κάτι για το φαΐ. Τι λένε οι μανάδες όταν πηγαίνουν φαϊ στα παιδιά τους; αυτοσχεδίασε Βάσια! είσαι έτοιμη; Χτυπάω το κουδούνι».
Η Βάσια κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, και έβηξε λίγο να προετοιμαστεί.
«Ναι ποιος είναι;» 
Ο Πέτρος άκουσε τη φωνή του Στέλιου και ανατρίχιασε. Δεν ήταν η ίδια φωνή όπως την άκουγε απ’ το τηλέφωνο αυτά τα τρία χρόνια. Όποτε του τηλεφωνούσε, η φωνή του ήταν ζωηρή, ειρωνική, θυμωμένη και… προσποιητή! 
Η φυσική του φωνή, ήταν αυτή πού άκουγε τώρα. Αδιάφορη! Παραιτημένη!
«Στέλιο άνοιξε. Σου έφερα το αγαπημένο σου». Είπε η Βάσια χαμηλόφωνα, με φωνή χωρίς χρώμα. «Είπα να στο φέρω τώρα που είναι ζεστό».
«Φύγε. Δε θέλω τίποτα. Δεν πεινάω…. Ποιο αγαπημένο μου;»
Η Βάσια κοίταξε τον Πέτρο ερωτηματικά. 
«Παστίτσιο» της είπε αυτός με τα χείλη του.
«Παστίτσιο αγάπη μου! έλα άνοιξε μου! τόσο δρόμο έκανα. Και βρέχει κιόλας!»
«Τι έπαθες και μιλάς έτσι;»
Πάλι η Βάσια κοίταξε ερωτηματικά τον Πέτρο. Αυτός έπιασε το στήθος του σα να πονούσε.
«Με πονάει λίγο το στήθος μου πάλι». Είπε η Βάσια. Δεν είναι τίποτα. Γεράματα!»
Ο Μαρκίδης άφησε ένα γέλιο.
«Εσύ γεράματα; Εσύ δε θα πεθάνεις ποτέ για να μ’ αφήσεις και μένα ήσυχο! Πρώτος θα πεθάνω εγώ! Εντάξει. Σου ανοίγω. Σπρώξε».
Ακούστηκε το βζζζ της πόρτας, και ο Πέτρος έσπρωξε δυνατά. Την ήξερε καλά αυτή τη διολόπορτα που άνοιγε όποτε ήθελε. Μπήκαν στη μισοσκότεινη είσοδο, που μόλις φωτιζόταν από μια μικρή πλαφονιέρα. Το διαμέρισμα ήταν στον πρώτο και ανέβηκαν από τις σκάλες. Ο Πέτρος είδε από τα μισά της σκάλας την πόρτα του ανοιχτή. Το έκανε αυτό από παλιά ο Μαρκίδης. Άνοιγε, και πήγαινε μέσα να συνεχίσει ότι έκανε. Είχαν φθάσει με τη Βάσια στο τελευταίο σκαλοπάτι, όταν εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας κρατώντας στα χέρια του ένα σι. ντι. Ο Πέτρος έτρεξε να προλάβει πριν κλείσει. Ο Μαρκίδης τον είδε, άνοιξε το στόμα του μια πιθαμή, και έσπρωξε με δύναμη την πόρτα που έκλεισε μ’ ένα δυνατό μπαμ!
Ο Πέτρος άρχισε να χτυπάει την πόρτα με τις παλάμες του. 
«Στέλιο άνοιξε!» τον είπε Στέλιο. Μετά από τρία χρόνια που μιλούσαν στο τηλέφωνο και τον έλεγε με ότι βρισιά του ερχόταν στη γλώσσα, τώρα που τον είδε αδυνατισμένο, χλωμό, με λιγοστά μαλλιά, σαν ένα γεροντάκι τριάνταπέντε χρονών, τον… λυπήθηκε.
«Στέλιο δυο κουβέντες θα πούμε μόνο. Άνοιξέ μου γαμώτο!»
«Φύγε! Δεν έχουμε να πούμε τίποτα!» ακούστηκε υπόκωφα η φωνή του Μαρκίδη από μέσα. Ο Πέτρος ξέχασε πως πριν από λίγο τον είχε λυπηθεί. 
«Σου είπα άνοιξε γιατί δεν το έχω σε τίποτα να σου σπάσω την πόρτα». Του φώναξε δυνατά.
Η Βάσια έριξε μια ματιά στο μακρύ διάδρομο που είχε άλλες δυο πόρτες. Η μία είχε ανοίξει, και μια γυναίκα φορώντας ρόμπα και νυχτικό, καμία εξηνταριά χρονών την έκανε η Βάσια, τους κοιτούσε με περιέργεια.
«Πέτρο μας κοιτάνε». Ψυθήρισε. 
Αυτός δεν την άκουσε. Δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα τώρα. Το μόνο που ήθελε, ήταν να μιλήσει μ’ αυτό το καθήκι που του είχε καταστρέψει τη ζωή. Συνέχισε να χτυπάει με όλη του τη δύναμη. 
«Μαρκίδη άνοιξε γιατί θα μας ακούσει όλη η πολυκατοικία!» του φώναξε πάλι. Ήξερε ο Πέτρος από παλιά ότι ο Μαρκίδης, υπολόγιζε πολύ τους συγκατοίκους του, κι’ αυτά τα πράγματα δεν αλλάζουν στο χαρακτήρα. 
«Αφήστε ήσυχο τον άνθρωπο!» τους φώναξε η ηλικιωμένη γυναίκα «αφού δε θέλει να σας ανοίξει».
Κανείς από τους δυο δεν της απάντησε.
Ο Πέτρος έδωσε μια γερή κλωτσιά στην κλειδαριά, και η πόρτα ταρακουνήθηκε. «Άνοιξε μαλάκα. Θέλεις να σου τη σπάσω;»
Ετοιμαζόταν και για δεύτερη όταν άκουσε τα κλειδιά. Ο Μαρκίδης άνοιξε και έκανε τόπο να περάσουν. Έκανε το χειρότερο που μπορούσε να κάνει, με έναν Πέτρο έξω από την πόρτα του εκτός εαυτού, που μπήκε μέσα σαν σίφουνας δίνοντας του ταυτόχρονα δυο δυνατά χαστούκια.
«Είσαι αμετανόητος μαλάκα ε; ακόμη και τώρα αμετανόητος!» του έλεγε σπρώχνοντας τον στο εσωτερικό του σπιτιού.
« Κύριε Στέλιο» φώναξε η ηλικιωμένη «θέλετε να καλέσω την αστυνομία;»
Ο Μαρκίδης έσπρωξε τον Πέτρο και βγήκε στην πόρτα.
«Όχι κυρία Χριστίνα! Μια μικροπαρεξήγηση είναι. Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον!» Μπήκε μέσα και έκλεισε πίσω του.
«Λοιπόν! Για λέγε τώρα πριν σε ξαναρχίσω». Είπε ο Πέτρος κατάχλομος, ρίχνοντας από μια παλιά συνήθεια μια ματιά τριγύρω. 
Η τελευταία φορά που είχε δει αυτό το σαλόνι, ήταν η βραδιά που η σχέση του με τον καλύτερό του φίλο τελείωσε με τον χειρότερο τρόπο.
«Τι θες να σου πω;» είπε ο Μαρκίδης με μια ηρεμία που πρόδιδε καθαρά την πάθησή του.
«Δεν ξέρεις τι θέλω να μου πεις;» τον ρώτησε ο Πέτρος και κινήθηκε πάλι απειλητικά προς το μέρος του.
Ο Μαρκίδης έκανε ένα βήμα πίσω, όμως δεν έδειξε να φοβάται.
Τον ήξερε καλά τον Πέτρο και δεν τον φοβόταν. Ο παλιός του φίλος δεν ήταν ικανός να σκοτώσει. Μπορούσε να δέρνει, να γαμάει την αγάπη και την εμπιστοσύνη των φίλων, αλλά όχι να σκοτώσει. Και δεν τον φοβόταν. 
Όμως εδώ,… ο Μαρκίδης έκανε λάθος. Δεν ήξερε ότι αυτή τη στιγμή ο Πέτρος ήταν πιο τρελός κι’ απ’ αυτόν! Είχε ξεκινήσει χαράματα αυτή η αποφράδα μέρα του. Πρώτα ο πλειστηριασμός! Είχε χάσει το σπίτι του σήμερα! Μετά η απόφασή του να αυτοκτονήσει εκεί στους γκρεμούς της παραλιακής. Στάθηκε τυχερός που τον έσωσε η Φανή. Και το τελευταίο χτύπημα! Το πιο απίστευτο! Η μάνα του που τον αποκλήρωσε! Είκοσι συνεχείς ώρες να δέχεται το ένα χτύπημα επάνω στο άλλο! Τρία ολόκληρα χρόνια να δέχεται το ένα χτύπημα επάνω στο άλλο! 
Το χέρι του Πέτρου σηκώθηκε και προσγειώθηκε με βία στο πρόσωπο του Μαρκίδη. 
«Πες μου ότι σήμερα θα το τελειώσεις αυτό που κάνεις γιατί θα σε σκοτώσω! Δεν έχω άλλη επιλογή μαλάκα. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Πες μου ότι σήμερα θα το τελειώσεις!» φώναξε δυνατά κάνοντας πάλι ένα βήμα μπροστά, αναγκάζοντας τον άλλον να κάνει πάλι δυο βήματα πίσω.
«Δεν θα τελειώσω τίποτα!» είπε αυτός μ’ αυτήν την αρρωστημένη ηρεμία του, σκουπίζοντας τα αίματα από τη μύτη του. «Κι’ αν δεν έχεις καταλάβει τίποτα μέχρι τώρα, θα στο πω άλλη μια φορά για να το καταλάβεις. Αυτό που έκανες θα το πληρώσεις! Θα… 
Η δεύτερη γροθιά τον βρήκε στο στόμα, και του έκοψε τη φόρα για περεταίρω εξηγήσεις. 
Ο Πέτρος ένιωσε τον πόνο του Μαρκίδη από την έκφρασή του. «θα αισθάνεται σαν να του ξεκολλάνε τα δόντια. Σκέφτηκε μηχανικά. Τον κοιτούσε που προσπαθούσε να μαζέψει τα αίματα από τη μύτη του και το στόμα του, που έτρεχαν ασταμάτητα. Δεν τα κατάφερε και τα άφησε να τρέχουν.
«Μίλα πουστάρα, γιατί δε θα βγεις ζωντανός από τα χέρια μου. τι θέλεις μαλάκα να σε σκοτώσω; Ούρλιαξε ο Πέτρος και τον τράνταξε δυνατά. Το αίμα από το τράνταγμα πιτσίλισε κι’ αυτόν.
«Ναι αυτό θέλω! Κάντο! Κάντο επιτέλους τι περιμένεις; Και μη με ξαναπείς εμένα πουστάρα γιατί και συ δε διαφέρεις και πολύ. Εσύ,…» Ο Πέτρος δεν τον άφησε να συνεχίσει. Τον άρχισε μανιασμένος στις γροθιές. Μια δυο τρεις!... τον χτυπούσε σαν λυσσασμένος, και έκανε το Μαρκίδη να γονατίσει στο πάτωμα.
Τον είδε ν’ αλοιθωρίζει και μάνιασε περισσότερο. Ζαλίστηκε ο μαλάκας! Είπε με το νου του. τώρα θα πέσει ξερός χωρίς να έχω πετύχει τίποτα! Πήγε από πάνω του τρέμοντας και του έδωσε μια κλωτσιά στα πλευρά. Η Βάσια έτρεξε και τον τράβηξε από το μπράτσο.
«Θα τον σκοτώσεις!» του είπε. «Αυτό θέλεις;»
Ο Πέτρος τράβηξε απότομα το χέρι του από το κράτημα της Βάσιας, και γύρισε πάλι στο Μαρκίδη έτοιμος για τις υπόλοιπες. Όμως δε χρειάστηκαν άλλες. Αυτός είχε πέσει αναίσθητος και χωρίς τις κλωτσιές του Πέτρου.
«Παναγία μου πέθανε;» ψιθύρισε η Βάσια.
Ο Πέτρος έβαλε τα δάχτυλά του στο λαιμό του.
«Όχι. Δεν πέθανε. Πάμε να φύγουμε Βάσια. Αυτός ο καργιόλης δεν παίρνει από λόγια. Και να περιμένουμε να συνέλθει, δε θα βγάλουμε άκρη».
«Και θα τον αφήσουμε έτσι; Μπορεί να πεθάνει από αιμορραγία και… μας είδε αυτή η γυναίκα Πέτρο».
«Εγώ φεύγω. Δε μπορώ να τον βλέπω άλλο το μαλάκα! Θα έρθεις;» Της είπε πηγαίνοντας προς την πόρτα. 
«Εντάξει έρχομαι».
Άφησαν το Μαρκίδη πεσμένο στο πάτωμα και βγήκαν.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου