Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

ΠΑΠΑΧΡΟΝΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ { Το τελείωμα του χρόνου....}



Το τελείωμα του χρόνου ήταν πάντα στο μυαλό μου δισυπόστατο. Το κάτω μισό της κλεψύδρας να φυλακίζει το χρόνο που κυλάει από τις σχισμές μας, με κομμάτια μας να παγιδεύονται από τη ροή και να χάνονται στην άμμο. Και το άλλο μισό που αδειάζει, με κομμάτια να σκαρφαλώνουν στη ρωγμή, να ζητούνε ανάσες στο χώρο που ανήκει πια στην προσμονή για το γύρισμα του χρόνου και στη φυλακισμένη ελπίδα για το σπάσιμο κάθε κλεψύδρας και των αλλεπάλληλων κύκλων της. 

Κι όσο πλησιάζουν οι γιορτές, τούτη η περίοδος φαντάζει ακόμα περισσότερο σχισματικός. Μοιρασμένος σε μια πάλη μεταξύ χαράς και θλίψης. Μιας χαράς που πασχίζει να κερδίσει στα σημεία, στον τελευταίο γύρο του αγώνα. Με αυτό το κάτι σαν δώρο του χρόνου, τον δέκατο τέταρτο μισθό των αποθεμάτων μας να επενδύεται σε αγορά παγοπέδιλων για να γλιστράς ταχύτερα και ασφαλέστερα πάνω στο λεπτό στρώμα πάγου του κόσμου, να φτιάχνει χρυσοσκονάνθρωπους πλάθοντας σβώλους στις χούφτες της, συλλέγοντας την από τη διάσπαρτη πρώτη ύλη στις βιτρίνες. Με την συνεπικουρία της αγάπης που μας εμφυσείται μέσω της επιφοίτησης του ευδαίμονος γιορτινού πνεύματος. Μοιάζουμε όλοι ομοιόμορφοι χειροκροτητές στο σκηνικό ενός live show, παρακινούμενοι για επίδειξη ενθουσιασμού από έναν άγνωστο χαρωπό εμψυχωτή του κοινού. Και στα διάκενα η θλίψη. Το άλλο κομμάτι μας, που νιώθει ακάλεστο στη χαρά. Παρείσακτο ανάμεσα σε τόσους άγνωστους λαμπυρίζοντες καλεσμένους. Η αίσθηση ότι κάτι γύρω μας φτιάχνεται ερήμην μας. Η βεβαιότητα πως η χρυσόσκονη μας θα σκορπίσει σε μέλλοντα ήδη ακυρωμένα στο σήμερα, φτιαγμένα από ξένους. Τα διάσπαρτα στους δρόμους ροκανίδια φωτός να πίνουν το αίμα της που στάζει από μέσα μας, αφήνοντας μονάχα μια γεύση στυφή, σαν όλα αυτά να μην ήρθαν ποτέ τους στ’ αλήθεια και πως μονάχα θα φύγουν.
Οφείλω να στολίσω και φέτος. Το ιατρείο, το γραφείο, εμένα. Εδώ, λοιπόν, σ΄εναν από τους τοίχους τους κυκλοτερείς στην αίθουσα αναμονής, γυμνής από έπιπλα, με χώρο ελεύθερο για να “λάμψει”, περιμένει το συνθετικό μου, τύπου Colorado επιτοίχιο δέντρο, με την υποψία εξίσου ψεύτικου συνθετικού χιονιού στις άκρες του. Σα να βάφεις τα δάχτυλά σου κόκκινα ένα πράμα, μήπως και περάσεις για πάθος. Δεν αντέχω όμως τη θέα των κομμένων αληθινών. νιώθω μια μυστική συγγένεια μαζί τους. Περήφανα έλατα κάποτε, με θλίβει η όψη τους όπως παραταγμένα τα πωλούν κατά δεκάδες, αποκομμένα απ’ τις ρίζες τους, ζωντανά μόνο κατ’ όψη, πεθαμένα από καιρό. Νιώθω έναν ανείπωτο πόνο στη σκέψη της κάθε τσεκουριάς, φαντάζομαι τα πριόνια να στάζουνε το αίμα τους. Τα βλέφαρα των κλαδιών τους που σφαλίζουνε με θλίψη σαν ονειρεύονται πως κάποτε υπήρξαν δάση. Αναγκαστικά λοιπόν επιλέγω πλαστικό, κίβδηλο, το δικό μου δέντρο, που τώρα πρέπει όσο μπορώ να ομορφύνω με στολίδια. Διαλεγμένα όλα ένα προς ένα, σκέψεις που απολιθώθηκαν χωρίς ποτέ να εκφράσουν το ανέκφραστο, καμπανούλες με όλα τους τα ρίγη ανάκουστα στο χάος του ουρανού, αστέρια ταμένα να δείχνουν το μονοπάτι προς τ’ άστρα μα στέκουν με στραγγισμένο το φως τους -πέτρες ασάλευτες στην άκρη του δρόμου που θα περάσει η ζωή. Μικρά αγαλματίδια που αναπέμπουν μονάχα μια παγωμένη στο χρόνο θλίψη, αγγελικά φτερά που μικροί και μεγάλοι πόνοι απέβαλαν το όνειρο της γέννας τους, μορφές που περιμένουν να κρεμαστούν πάνω στο δέντρο, να πάρουν τη θέση τους σ΄ένα απολιθωμένο ονειρόδασος με πλάσματα φτιαγμένα προσεκτικά από πηλό που κάποιος πλάστης όμως ξέχασε να τους φυσήξει ζωή. Κοιτάω και με κοιτάει το κάθε κλαδί γυμνό στη γλώσσα του ανέμου να περιμένει το στολίδι να ιστορήσει την πυρκαγιά του και με τα μονοπάτια της στάχτης να ριγούνε στη μνήμη της φωτιάς. Ίσως γι’ αυτό με θλίβουν τόσο οι γιορτές, με κάνουν να κοιτώ πίσω μου τρομαγμένος μη και με συλλάβουν οι σκέψεις μου να κλέβω τον εαυτό μου.









ΣΕΚΛΙΖΙΩΤΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ " Της μικρής Μαρούλας..."


Εχθές το βράδυ έβλεπα μια κόρη ζηλεμένη,
να μου χαϊδεύει τα μαλλιά να είναι βουρκωμένη
να στέκει και να με θωρεί στα μάτια λυπημένη,
και ο λυγμός της θάλασσα στο στήθος ν' ανεβαίνει.
~
Στα χέρια μέσα να κρατά στεφάνι και να μπαίνει
στη κάμαρα τη πρωτινή που είχε για να μένει,
στη μπούκα πάνω φάνηκε το δάκρυ της να βγαίνει
σαν χάντρα ηλιοστέφανη να είναι απλωμένη.
~
Στην άκρη του παραθυριού η σελήνη ματωμένη
κρεμιέται απ' τ' ακρόχειλα των αστεριών δεμένη,
και μες στο λάμπος το αχνό η κόρη απομένει
στο δώμα μέσα μοναχή με φως στεφανωμένη.
~
Εχθές το βράδυ έβλεπα μια κόρη παντρεμένη,
τη κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη
να έχει έρθει να με δει στον ύπνο μου ντυμένη,
με νυφικό χιονόλευκο σαν ήταν πεθαμένη....

Στη μνήμη της μικρής Μαρούλας
15σύλλαβος
Θανάσης Καραθύμιος Σεκλιζιώτης
απ' το βιβλίο μου "ψυχές"




ΟΙ ΛΙΜΝΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Νικόλαος Oθωναίος, Ιωάννινα  
http://ebooks.edu.gr/


 Γιωσέφ Ελιγιά  " Λίμνη Παμβώτις "


Ώ λίμνη, στα γλαυκά σου τα νερά
Πόσα όνειρα παιδιάτικα λουσμένα
- Άχ πώς ροδογελούν τα Περασμένα
Στης μνήμης τα γιγάντια τα φτερά.

Απ’ το γαλάζιο κόσμο σου, η Χαρά
Η παιδική χαρά μου ξεπροβάλλει
Σεμνή, με τα σεμνά τρελλά της κάλλη
Με δύο ματάκια αθώα κι’ αστραφτερά.

Αχ πλάι σου, τα παλιά ζωντανεμένα
Ροδόπλαστα, φωτοπερεχυμένα
Στον πόνο μου βοτάνι μαγικό

Μα όταν γροικώ τα περασμένα
Πώς νοιώθω να δακρύζη ώ Λίμνη, ωιμένα,
Της φαντασίας το βλέμμα εκστατικό!

 Claude Monet - Στη Λιμνη Αρτζεντι, 






Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ "Εσπέρα "


Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα…

Η σκέψη μου νοσταλγικά ενυχτώθη
στον κήπο, στη λιμνούλα και στη σέρα
που εσβήνανε τριαντάφυλλα σαν πόθοι
κι επέθαινε στα τζάμια πάνω η μέρα.

Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα…

Ένας καημός που ακόμα δεν εδόθη
γινόταν άστρο. Σύννεφο από πέρα
μεγάλωνε (ίδιο σάβανο που κλώθει
με μοχθηρή σπουδή μοίρα μητέρα).

Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα…

Όταν το δέος μου αξήγητον απλώθη,
το στερνό ρόδο θα ’χανεν η σέρα
και η λίμνη με νεκρόφυλλα θα εστρώθη
Τ’ άστρα ζυγώνανε, καημοί, από πέρα.

Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα…
http://www.greek-language.gr/


Paul Gauguin - Breton Woman and Goose by the Water


 
Λαμαρτίνος " Η Λίμνη "



Πάντα λοιπὸν θὰ τρέχωμε πρὸς ἄγνωστο ἀκρογιάλι,
θὰ καταποντιζώμεθα στοῦ τάφου τὴ νυχτιά,
χωρὶς ποτ' ἕνα ἀπάνεμο μὲς στὴν ἀνεμοζάλη,
οὔτ' ἕνα καταφύγιο στὴ βαρυχειμωνιά!

Κύτταξε, λίμνη, κύτταξε! Δὲν ἔκλεισ' ἕνας χρόνος
πὤπαιζε μὲ τὸ κῦμά σου χαρούμενη, τρελλή,
καὶ τώρα, τώρα ὁ δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος
στὴν πέτρα ἐδ' ὅπου πάντοτε μᾶς ἔβλεπες μαζί.

Καθὼς καὶ τώρα ἐμούγκριζες καὶ τότε ἀγριεμμένη
κ' ἐξέσχιζες τὰ στήθη σου στοῦ βράχου τὰ πλευρά,
ἀνήσυχη ἐπαράδερνες στὴν ἄκρη θυμωμένη
κ' ἐρράντιζες τὰ πόδια της μὲ τὸν ἀφρὸ συχνά.

Θυμᾶσαι, λίμνη, μόνοι μας μιὰ νύχτα ἐγὼ κ' ἐκείνη
ἐλάμναμε ἄφωνοι οἱ φτωχοὶ στὰ κρύα σου νερά,
τ' ἀγέρι δὲν ἀνάσαινε, εἶχες καὶ σὺ γαλήνη,
στὸν ὕπνο σου δὲν ἄκουες παρὰ τὰ δυὸ κουπιά.

Μὲ μιᾶς τραγοῦδι οὐράνιο, πρωτάκουστο, δροσᾶτο
τὸ γέρο τὸν ἀντίλαλο τριγύρω μας ξυπνᾷ.
Ἔμειν' εὐθὺς παράλυτο τὸ κῦμα σου τὸ ἀφρᾶτο
καὶ τέτοια λόγια ἀκούστηκαν, θυμᾶσαι; ἁρμονικά·

«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ' ἀκούραστα φτερά σου
ὥραις γλυκαῖς, μὴν τρέχετε, σταθῆτε μιὰ στιγμή,
καὶ σὺ μὴ φεύγῃς, νύχτα μου, μὲ τὴν ἀστροφεγγιά μου,
τώρα, ποὺ ζευγαρώσαμε, εἶν' εὔμορφη ἡ ζωή.

«Τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὰ βάσανα, τὴν ἐρημιά, τὴ φτώχεια
θέλουν νὰ φύγουν ἄμετροι· γι' αὐτοὺς γοργὰ γοργά,
Χρόνε μου, πέτα κι' ἄφησε στοῦ ἔρωτα τὰ βρόχια
τὰ δυό μας νὰ χορτάσουμε τόσο γλυκειὰ σκλαβιά.

«Τοῦ κάκου! Ἡ ὥραις φεύγουνε. Κἀνεὶς δὲ μὲ προσμένει...
Κἀνεὶς δὲ μ' ἀκουρμαίνεται... Ἡ νύχτα εἶναι σκληρή...
Ἀχνίζουν τ' ἄσπρα, χάνονται... Κρυφὰ κρυφὰ προβαίνει
τἄσπλαχνο γλυκοχάραμα... Λυπήσου μας, αὐγή!...

«Τοῦ κάκου! Ὅλα ξεγέλασμα, εἶν' ὄνειρα καὶ πλάνη,
ζωή μας εἶν' ἡ ἀγάπη μας καὶ μοναχή χαρά,
ἂς μὴ ζητοῦμε ἀνύπαρκτο στὸν κόσμο ἄλο λιμάνι,
τοῦ χρόνου ἡ ἄγρια θάλασσα δὲν ἔχει ἀκρογιαλιά.

«Χρόνε ζηλιάρη, δύστυοπε! Πέ μου, γιατὶ νὰ σβυώνται,
σἄν ἀστραπὴ νὰ φεύγουνε ἡ ὥραις τῆς χαρᾶς,
καθὼς πετοῦν καὶ φεύγουνε χωρὶς νὰ λησμονιῶνται
κ' ἡ μαύραις, κ' ἡ ὁλόπικραις στιγμαῖς τῆς συμφορᾶς;

«Ἀπ' τὴ βαθειὰ τὴν ἄβυσσον, ὁποῦ μᾶς καταπίνει,
ἀπ' τὴν αἰωνιότητα, ὁπο μᾶς πλημμυρεῖ,
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στὸ φῶς δὲν ἀναδίνει,
δὲν ξεφυτρώνει τίποτε... ὅλα τὰ τρῶς ἐσύ.

«Λοιπόν, ἀπ' ὅσα ἐχάρηκα δὲ θ' ἀπομείνῃ τρίμμα,
δὲν θὰ ν' ἀφήσω τίποτα σ' αὐτὴν τὴ μαύρη γῆ!
Ἀπ' τὸ γοργό μας πέρασμα δὲν εἶναι τὰχα κρῖμα
νὰ μὴ σωθῇ ἕνα πάτημα, ὦ Χρόνε ἀδικητή;...»

Ὦ λίμνη, ὦ βράχοι μου ἄφωνοι, ὦ σεῖς, σπηλιαῖς καὶ δάση,
ποὺ βλέπετε τὸν πόνο μου, μιὰ χάρι σᾶς ζητῶ·
ἐσεῖς, ὁποῦ δὲ σκιάζεσθε κανεὶς νὰ σᾶς χαλάσῃ,
ποτὲ μὴ μᾶς ξεχάσετε, στὸ μνῆμ' ἂν πάω κ' ἐγώ.

Κι' ὅταν σὲ δέρνῃ ὁ σίφουνας, κι' ὅταν βαθειὰ κοιμᾶσαι,
ὦ λίμνη μου ἀφροστέφανη, νὰ μὴ μᾶς λησμονῇς.
Ἐσ' εἶδες τὴν ἀγάπη μας καὶ μόνη ἐσὺ θυμᾶσαι
πῶς ἄναφταν τὰ στήθη μας, καὶ θὰ μᾶς συμπονῇς.

Θέλω τὰ πεῦκα, τὰ ἔλατα, οἱ βράχοι, ἡ ρεματιά σου,
τ' ἀφροῦ σου τὸ μουρμοῦρισμα, τ' ἀντίλαλου ἡ φωνή,
τὰ δροσερά σου σύγνεφα, τ' ἀγέρι, ἡ καταχνιά σου,
ἡ βρύσι, ὁ καλαμιῶνάς σου, τὸ χόρτο, τὸ πουλί,

τ' ἄστρο τ' ἀσημομέτωπο, ἡ μυρωδιά, ποὺ χύνει
τὸ γαλανὸ τὸ κῦμά σου, ὦ λίμνη μου γλυκειά,
ὅ,τι στὴν πλάσι ἔχει αἴσθησι, πνοή, νοημοσύνη,
ὅλα νὰ λένε: «Ἀγάπησαν, τὰ μαῦρα, φλογερά!»
Μετάφραση : Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
https://el.wikisource.org/


Claude Monet  « Λίμνη με  Νούφαρα"


Κωστής Παλαμάς 

«Ξέρω δυο λίμνες ξωτικές, δύο λίμνες αδερφάδες 
με του χωριού, με του νερού, με του χλωρού, τα κάλλη. 
Για ονειροπλέκτες έρωτες και για τραγουδιστάδες. 
Τη λίμνη τ΄ Αγγελόκαστρου του Βραχωριού την άλλη.» 
πηγή 


Κλιουν Ιβάν, "Λίμνη Σοκόλνικι 
http://www.greekstatemuseum.com/



 Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος " Η πολιτεία της λίμνης " (απόσπασμα) 

“Είναι ο καιρός, που ανοίγουν τις δέσμες των λουλουδιών τους οι ορτανσίες. Οι γλάστρες είναι καταφόρτοτες από την ατελεύτητη ανθοφορία τους, οι κήποι γεμίζουν από τα πλατιά, καταπράσινα φύλλα και τ' αγέρινα, μαζεμένα σαν χαρούμενο μελίσσι, ματάκια των ανοιγμένων μπουμπουκιών. Σκιά και σιωπή βασιλεύει στα καλντερίμια της πολιτείας, που δεν τα αισθάνεται κανείς βασανιστικά στα πόδια του με τον ατελεύτητο ανηφοροκατήφορό τους, γιατί τον ξεκουράζει και τον πραΰνει η γαλήνη και η δροσιά. Στη λίμνη κάτω ελαφρά μονόξυλα ανοίγουν τ' αυλάκια τους στο νερό· ψαράδες συναθροίζουν το χρυσάφι της λίμνης, τα ποικιλότατα ψαράκια της, που πουλιούνται σε όλη τη γύρω περιοχή και ακόμη μακρύτερα· αμέριμνα παιδιά τραγουδούν κουρασμένοι στρατοκόποι κάθονται στο στηθαίο του περιφερικού δρόμου κι αναπαύουν τον κάματο τους με την ευχάριστη οκνηρία της ώρας. Νομίζει κανείς πως βρίσκεται μπροστά σ' ένα κομμάτι γης και θάλασσας, που δεν είναι τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο παρά κρυσταλλωμένος λυρικός οίστρος .
πηγή 


 Δάσος δίπλα στην λίμνη Atterse,  - Κλιμτ
Αλκυόνη Παπαδάκη

 Οι λίμνες....Πρόσεξες ποτέ τις λίμνες; 
Δεν είναι σαν τις θάλασσες.
Οι θάλασσες μιλούν..Τραγουδούν.
Οι λίμνες ονειρεύονται !!!


Η Λιμνη Γκρενουιλ, Μονε



Έντγκαρ Άλαν Πόε

Στην άνοιξη της νιότης μου ήτανε γραμμένο 
Από του κόσμου όλα τα μέρη σ’ ένα να πηγαίνω 
Που όλο και περισσότερο αγαπούσα -
Τόσο τη μοναξιά ποθούσα 
Μιας άγριας λίμνης, που τριγύρω της ψηλά 
Πεύκα είχε υψωμένα και βράχια μελανά.
http://iliaskourakos.blogspot.gr/


Lake Como Summer Day by Jerry Fresia





Γιάννης Ρίτσος


Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος.
Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι.
Τα γόνατά τηςλάμπουν ωραία.
Όμως, προπάντων, αυτός ο κύκνος ακριβώς
ήταν το επιχείρημα σου
να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.

πηγή 

ΤΑΙΝΙΑ - Η γαλάζια λίμνη (The blue lagoon) 1980

Δύο μικρά παιδιά και ο μάγειρας του πλοίου επιβιώνουν μετά από ένα ναυάγιο και βρίσκουν καταφύγιο σ' ένα τροπικό νησί. Ωστόσο, πολύ σύντομα ο μάγειρας πεθαίνει και τα δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, απομένουν μόνα τους. Οι μέρες γίνονται χρόνια και η 'Εμελιν με τον Ρίτσαρντ γίνονται ένα με τα υπόλοιπα εξωτικά πλάσματα που κατοικούν στο παραδεισένιο αυτό νησί. Παίζουν μαζί, αντιμετωπίζουν τις σωματικές και συναισθηματικές αλλαγές της ενηλικίωσης, ανακαλύπτουν την αληθινή αγάπη και τις χαρές του να γίνεσαι γονέας.
Η ταινία του Ράνταλ Κλάιζερ, ρημέικ της ομότιτλης ταινίας του Φρανκ Λόντερ, ξαναμεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Χένρι ντε Βερ Στάκπουλ, που γράφτηκε το 1903. Και, μέσα στην τροπική ομορφιά και και τον εξωτισμό ενός παραδεισένιου κόσμου του Νότιου Ειρηνικού, κατορθώνει να συλλάβει όλο το μεγαλείο του "ξυπνήματος της φύσης" σε δύο παιδιά.


 Waterhouse: The Lady of Shalott
Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ " Ἡ ὁμίχλη 


Ἡ ὁμίχλη βρίθει
Ἀπὸ ἀνεμῶνες
Κοίτα τὰ κλαριὰ
Τί λίμνη
Τί ἀνυπόμονη καρδιὰ
Βλέπε μέσα
Στὴ σωστὴ σταγόνα
Ποιὰ φόρα
Παίρνει τὸ παιδὶ
Ποιὰ νάρκη
Ἡ γυναῖκα

 http://users.uoa.gr/


Sanford Robinson Gifford Mount Katahdin from Lake Millinocke


Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ

α) Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ
ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση
ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.

β ) Στάξε στη λίμνη
μόνο μια στάλα κρασί
και σβήνει ο ήλιος.


Near the Lake- Pierre Auguste Renoir



Δ. Σολωμός

Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο,
Aκίνητ' όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ' ως τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
Που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.



 Isaac Levitan  Lake


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ  " Ο Σιούλας ο ταμπάκος "

Στα μεγάλα κλείσματα —κλεισίματα των πουλιών δηλαδή— που γίνονταν στη λίμνη απ' όλους μαζί τους κυνηγούς, αυτοί μένανε πάντα πρώτοι και καλύτεροι. Το 'χανε σαν προνόμιο ν' αρχίζουν αυτοί πριν από το χάραμα από την πιο μακρινή άκρα της λίμνης, λάμνοντας αγάλια αγάλια κι όλο κλείνοντας με το ντουφεκίδι τους προς τη μέση της λίμνης τα τρομαγμένα κοπάδια απ' αγριόπαπιες —γέσια και καναβές, καθώς τα 'λεγαν— φαλαρίδες — τα μαύρα νεροπούλια με τις άσπρες μύτες— και κάποτε και τις μεγάλες όμορφες αγριόχηνες πόχουνε μπροστά στα στήθια τους, κάτω απ' τα φτερά τους ένα δεύτερο φτερό, σα μετάξι και σα μαλλί, που το λένε μπάλσαμο και το φύλαγαν οι γυναίκες για τις πληγές— τέλειο πράμα.

Στη μέση της λίμνης στέκονταν αράδα μέσα στις βάρκες τους, με τα δίκαννα στο χέρι, οι άλλοι κυνηγοί από την πόλη και το νησί. Και τα πουλιά πέφτανε πάνω τους, κοπάδια ολόκληρα, χέρια μονάχα να 'χεις εκείνη την ώρα να ντουφεκίζεις κι άνθρωπο να σου γεμίζει —δουλειά που την έκανε συνήθως ο καϊκτσής, λάμνοντας κιόλας σιγά σιγά, για να μαζεύει τα σκοτωμένα πουλιά — σε κάθε βάρκα λογαριαζόταν δικό της το πουλί που βρισκόταν κοντά της, άσκετο από ποιον βαρέθηκε.




 Graham Gercken –  lake sunset


Κωνσταντῖνος Χατζόπουλος


Κοτσίφια γύρω στὰ κλαδιὰ καὶ κίχλες τραγουδοῦνε,
πρὸς τὸν ἀέρα καὶ στὸ φῶς σκορποῦν σκοπὸ φαιδρό·
καὶ τὰ ἐλάτια ὁλόγυρα τὴ θλίψη τους ξεχνοῦνε,θαρρεῖς, 
μπροστὰ στὸ ὁλόφωτο τῆς λίμνης τὸ νερό.

 Sanford Robinson Gifford (1823-1880)'lake Maggiore'-


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ " ΟΛΟΓΥΡΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ " Αποσπάσματα 

  α) Όταν επανήλθες μετά επτά έτη εις την ωραίαν τοποθεσίαν, την προσφιλή εις τας αναμνήσεις σου, δεν ήτο Φεβρουάριος ο μην και δεν υπήρχον πλέον ίτσια να μυρώνωσι την ατμόσφαιραν με τας μεθυστικάς ευωδίας των. Αλλά δεν ήτο πλέον και η Πολύμνια εκεί, άλλο έμψυχον ίον, η μεθύσκουσα ποτέ την παιδικήν φαντασίαν σου με μόνον της λευκής λινομετάξου εσθήτος της τον θρουν. Δεν εσώζετο πλέον ούτε ο σικυών του αγαθού Παρρήση, ο περιβάλλων ποτέ με χλοερόν πλαίσιον την γαλινιώσαν λίμνην, την αντανακλώσαν εις τα νερά της το αίθριον κυανούν, ούτε καν η καλύβα του Λούκα του Θανασούλα, η βρεχομένη από το κύμα παρά το στόμιον της λίμνης, όπου ουδείς αλιεύς ετόλμα εντός βολής να πλησιάσει, διότι και κοιμωμένου του Λούκα, η καραβίνα ηγρύπνει παρά το πλευρόν του, και ήκουες τότε έξαφνα, εν τω μέσω της νυκτός, ξηρόν κρότον ουδέν καλόν υποσχόμενον εις τον τολμητίαν όστις θα εδοκίμαζε να πλησιάσει ποτέ. Αν ηδύνατό τις να πιστεύσει τα λεγόμενα, η καραβίνα αύτη ήτο το αληθές ξυπνητήρι του ενοικιαστού της λίμνης, ειδοποιούσα αυτόν μυστηριωδώς διά κτύπου εις τον δεξιόν του ώμον περί της λαθραίας προσεγγίσεως βάρκας τινός εκ του λιμένος διά νυκτός. Διότι οι όροι του συμβολαίου έλεγαν ότι όλα τα κεφαλόπουλα και τα καβούρια, όσα επλησίαζαν εις την λίμνην, ήσαν της λίμνης, ενώ όσα ετόλμων να εξέλθωσιν αυτής, δεν ήσαν του λιμένος. Εφηρμόζετο δ’ενταύθα κατά πλάτος το αξίωμα τα εμά εμά, και τα σα εμά.  



 Charles Henri Joseph Leickert - Skaters On A Frozen Lake By The Ruins Of A Castle

β) Και όταν έφθανες τέλος, με τα υποδήματα βαλτωμένα και τα περιπόδια υγρά, εις τον λευκόν οικίσκον του μπαρμπα-Κωνσταντή του Μιτζέλου, και τον εχαιρέτας, εκεί που εσκάλιζε τα κουκιά, φωνάζων μακρόθεν, «Καλησπέρα, μπαρμπα-Κωνσταντή!» κι εκείνος σου απήντα μειλιχίως, «Καλώς το παιδί μου!», τότε ηγάπας να φαντάζεσαι σεαυτόν ως μπαρμπα-Κωνσταντήν, και την Πολύμνιαν ως θεια-Σινιώραν, και τους δύο κατά σαράντα έτη νεωτέρους, και ανεμέτρεις οποία θα ήτον ευτυχία διά σε, αν ήτο δυνατόν να συζήσεις με την αγαπητήν σου εις τον πάλλευκον εκείνον οικίσκον (του οποίου όμως η υπερβάλλουσα λευκότης ωφείλετο εις τα ακατάπαυστα ασβεστώματα της θεια-Σινιώρας), και οποία θα ήτο εντρύφησις αισθήματος και ρωμαντισμού, εάν διήγετε τας ημέρας μετά της αγαπητής εν μέσω του ευώδους και χλοερού εκείνου κήπου με τας ροιάς, με τας ροδωνιάς, με τας αμυγδαλέας και πασχαλέας, με όλα τα εκλεκτότερα φυτά και άνθη (τα οποία όμως ωφείλοντο εις τους ενδελεχείς κόπους του μπαρμπα-Κωνσταντή), παρά την όχθην της ωραίας λίμνης, όπου υπήρχεν είς ουρανός επάνω, και άλλος ουρανός εφαίνετο κάτω, λεύκαι και κυπάρισσοι ανέτεινον τας υψηλάς κορυφάς των άνω, και άλλαι λεύκαι και κυπάρισσοι εκρέμαντο ανάποδα κάτω. Και όσαι μυριάδες άστρα εκόσμουν την νύκτα λάμποντα το στερέωμα, άλλαι τόσαι μυριάδες έλαμπαν τρεμοσβήνοντα κάτω εις τον πυθμένα. Και καλαμώνες σειόμενοι υπό του ανέμου ύψωναν τους ασθενείς καυλούς των δύο οργυιάς υπέρ το κύμα, και βρύα και λύγοι και ασφόδελοι απέζων εκ του ελέους της λίμνης και εκ του λίπους του βάλτου, κλίνοντα τας χθαμαλάς κορυφάς των προς το ύδωρ, ως ν’ απέδιδον εις την λίμνην την οφειλομένην ευγνώμονα υπόκλισιν. Και αντικρύ υψούτο ο λιμήν με τας χλοεράς όχθας του ολόγυρα, τας εξαπλούσας εις τον ήλιον τας πρασινιζούσας κλιτύς των, ως εύκολπα στήθη παρθένου αναδίδοντα ζωήν και σφρίγος εις την πλάσιν. Δένδρα εκόσμουν ευπαρύφως τας όχθας τας ορεινάς και τας αμμώδεις, και άλλα δένδρα φυτευμένα εν τη θαλάσση εστόλιζον το κύμα και τους αιγιαλούς, τα ιστία με τα εξάρτιά των. Και εις το βάθος εφαίνοντο προς βορράν τεμνόμεναι αι δύο των λόφων σειραί, αι περιβάλλουσαι ένθεν και ένθεν τον μακρόν αλλ’ ευσύνοπτον εις το βλέμμα κάμπον, η μία η ανατολική, υψηλή, εγγυτέρα εις τον θεατήν, επιστεφομένη από το καλύβι του μπαρμπα-Γιωργιού, Θεός σχωρέσ’ τον, του Κοψιδάκη, όπου όχι άπαξ εώρτασες την Πρωτομαγιάν, παιδίον, με γάλα και με οβελίαν αμνόν και με στεφάνους και με λούλουδα, όταν έζη ο προς μητρός πάππος σου, ο μπαρμπα-Αλέξανδρος, Θεός σχωρέσ’ τον, ο Καρονιάρης, όστις ηγάπα να εορτάζει μεγαλοπρεπώς την Πρωτομαγιάν, χορηγός αυτός όχι μόνον δι’ όλους τους υιούς, τας θυγατέρας και τα εγγόνια του, αλλά και διά τα αναδεξίμια του και τους κουμπάρους του και διά τας κόρας των κολληγισσών του ακόμη, τας οποίας επταετής ήδη δεν ώκνεις να ερωτεύεσαι, φανταζόμενος ότι τρέχεις κατόπιν αυτών εις τους ορμίσκους, εκεί όπου ελεύκαιναν τας οθόνας, και ότι κρύπτεσαι μαζί των εις τα άντρα, τα πατούμενα υπό της θαλάσσης, αφριζούσης υπό την πνοήν του Βορρά, ονειροπολών την ευτυχίαν εις τους λευκούς και γλαφυρούς κόλπους, με τας ολοβροχίνους και βυσσινόχρους τραχηλιάς, και εις τας κυανόφλεβας και τορνευτάς ωλένας με τας μακράς και κεντητάς χειρίδας των. Πρώιμα όνειρα νεότητος ανυπομόνου, ως η αμυγδαλή η ανθούσα τον Ιανουάριον!


  Sanford Robinson Gifford Lake Como


γ) Ολίγαι παρήλθον στιγμαί, και βλέπει την Πολύμνιαν να πηδήσει και να επιβεί εις την μικράν φελούκαν, είδος σκάφης μ’ επίπεδον το κύτος, χωρίς καρίναν, ήτις ήτο δεμένη εις το χείλος της λίμνης, ου μακράν της καλύβης, και ης επιβαίνων ο Λούκας εθήρευεν ανά την λίμνην τους εγχέλεις <και> τα κεφαλόπουλα. Κατόπιν της νεάνιδος, ο μικρός αδελφός της, λύσας την μπαρούμα, επέβη, και λαβών το κοντάριον, ήρχισε ν’ αβαράρει εις τον βυθόν της αβαθούς λίμνης. Ο Χριστοδουλής εσυμπέρανεν ορθώς ότι της Πολυμνίας θα είχεν έλθει η φαντασία να κάμει μίαν φοράν με την φελούκαν περίπατον επί της λίμνης, και ο Λούκας, ευδιάθετος ευρεθείς, της έδωκε την άδειαν.
   Η μικρά σκάφη απεμακρύνθη προς το κέντρον της λίμνης, οι δύο άνδρες καθίσαντες εκ νέου, ησχολούντο ν’ αποτελειώσουν την φλάσκαν, και ο Χριστοδουλής κρυμμένος εις τους καλαμώνας, έβλεπε θαυμάζων, όπως θα εθαύμαζες συ, το χαριέστατον σύμπλεγμα της νεάνιδος και του μικρού αδελφού της, εξακολουθούντος, με όλην του την δύναμιν, διά του κονταρίου ν’ αντωθεί τον πυθμένα. Η Πολύμνια εφαίνετο ακτινοβολούσα εκ χαράς. Ο περίπατος ούτος την ηύφραινε, την κατεγοήτευεν, ως τα αθύρματα τας τριετείς κορασίδας, ενώ ο αδελφός της εφαίνετο αισθανόμενος ίσην χαράν με τα επταετή παιδία, τα οποία φεύγοντα το σχολείον, με τον φύλακαανηρτημένον υπό την μασχάλην, ευρίσκουσιν άφατον ηδονήν να τρέχουν εις τες ακρογιαλιές και εις τους βάλτους, και να καραβίζουν με σμικρότατα κομψά καραβάκια, τα οποία οι επιδεξιώτεροι μεταξύ των κατασκευάζουσιν. Ο Χριστοδουλής ελησμόνησε τα χέλια, τα καβουράκια και τα κεφαλόπουλα, τα οποία διενοείτο να κλέψει, και δεν εχόρταινε να βλέπει την παιδικήν εκείνην επί της λίμνης περιπλάνησιν. Αλλά δεν του διέφυγε και η ατζαμωσύνη του Νίκου, όστις δεν ήξευρε ν’ αβαράρει κανονικά καθώς έπρεπε, και χωμένος μέσα εις τους καλαμώνας ο παιδικός φίλος σου εστέναζε κι έλεγεν: «Α! να ήμουν εγώ!…»


  Sanford Robinson Gifford  Lake Nemi



ΤΑΙΝΙΑ  Ένα Βότσαλο Στη Λίμνη (1952)



Το έργο διαδραματίζεται στην Αθήνα του 1952. Ο Επιχειρηματίας Μανώλης Σκουντρής είναι ένας πιστός και καλός σύζυγος.... 

Εχει όμως ένα φοβερό ελάττωμα και αυτό είναι η τσιγγουνιά του. Η σύζυγός του Βέττα τον αγαπάει και υπομένει, αλλά πολλές φορές την φθάνει στα όρια της. Ο Σκουντρής έχει συνέταιρο τον Γιώργο, που τρελαίνεται για τον ποδόγυρο. Μια μοιραία σύμπτωση, γίνεται η αιτία που αλλάζει την καθημερινότητα της οικογένειας Σκουντρή και αποδεικνύει πώς οι αληθινές αξίες υπάρχουν δίπλα μας, αλλά πολλές φορές τις αγνοούμε, γιατί απλά τις θεωρούμε δεδομένες. Αρκεί όμως ένα βότσαλο για να ταράξει την ακύμαντη οικογενειακή λίμνη; Την απάντηση θα την βρούμε μέσα απο την παράσταση που υπόσχεται να μας χαρίσει στιγμές ψυχαγωγίας και αυτογνωσίας, γιατί τα χρόνια μπορεί να περνάνε γρήγορα αλλά οι πραγματικές αξίες παραμένουν αναλλοίωτες.

Διάρκεια: 91 λεπτά
Πρώτη προβολή 30 Δεκεμβρίου 1952
Σκηνοθεσία:Αλέκος Σακελλάριος

Σενάριο:Χρήστος Γιαννακόπουλος
Αλέκος Σακελλάριος

Παραγωγή:Μήλλας φιλμ

Ηθοποιοί
Βασίλης Λογοθετίδης 
Βαγγέλης Πρωτοπαππάς 
Στέφανος Στρατηγός 
Μιχάλης Παπαδάκης 
Γιώργος Καρέτας 
Ίλια Λιβυκού 
Μαίρη Λαλοπούλου 
Καίτη Λαμπροπούλου 
Ντίνα Σταθάτου 
Άννα Ρούσσου 
Μπέμπα Μωραϊτοπούλου




 Thomas Hill Mountain Lake

ΜΟΥΣΙΚΗ 


Tchaikovsky: Swan Lake - The Kirov Ballet




Η λίμνη των κύκνων (ρωσικάЛебединое Озеро -Λεμπεντίνογε όζερο προφορά: [lʲɪbʲɪˈdʲinəjə ˈozʲɪrə]) είναι τίτλος παράστασης μπαλέτου, γραμμένης σε τέσσερις πράξεις. Τη μουσική της παράστασης έγραψε ο Ρώσοςσυνθέτης Πιότρ Τσαϊκόφσκι τη διετία 1875 - 1876, ενώ η ιστορία της βασίζεται σε ρωσικά λαϊκά παραμύθια καθώς και σε έναν αρχαίο γερμανικό μύθο. Η πρωτότυπηχορογραφία ανήκει στον Julius Reisinger.
Το παραμύθι αφηγείται τις αισθηματικές περιπέτειες ενός νέου πρίγκιπα και μιας όμορφης κοπέλας, την οποία ένας κακόβουλος μάγος μεταμορφώνει σε λευκό κύκνο.
Η πριγκίπισσα Οντέτ και οι φίλες της περνούν τη ζωή τους παγιδευμένες στη μορφή του κύκνου από τότε που τις μάγεψε ο κακός μάγος Ρόθμπαρτ. Τα μάγια μπορεί να λύσει μόνο οέρωτας, ο οποίος έρχεται με την όψη του ωραίου πρίγκιπα Ζίγκφριντ, που ορκίζεται να σώσει την Οντέτ. Ο Ρόθμπαρτ αποπειράται να τον ξεγελάσει και να τον παντρέψει με την κόρη του Οντίλ, το μαύρο κύκνο, που μοιάζει εκπληκτικά με την Οντέτ.
Ο Ζίγκφριντ σύντομα γλιτώνει από την παγίδα του μάγου, παίρνει στην αγκαλιά του την αγαπημένη του και πετούν μαζί για τον ουρανό. Καθώς όμως δεν υπάρχει συγκεκριμένο κείμενο, υπάρχει και ένα δεύτερο τέλος, που θέλει τους δύο ερωτευμένους να πεθαίνουν.


Μ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ - Παραμύθι με λυπημένο τέλος



Κάποτε γνώρισα μια λίμνη
μάτια μου, μάτια μου
κάποτε γνώρισα μια λίμνη
που ‘θελε να ‘ναι θάλασσα

Και κάθε που χαράζει
την τρώει το μαράζι
και κάθε που χαράζει
την τρώει το μαράζι

Κάποτε αντάμωσα μια πέτρα
μάτια μου, αχ μάτια μου
κάποτε αντάμωσα μια πέτρα
που ‘θελε βράχος να γενεί

Και κάθε που χαράζει
την τρώει το μαράζι
και κάθε που χαράζει
την τρώει το μαράζι

Κάποτε αγάπησα μια κόρη
μάτια μου, μαύρα μάτια μου
που ρωτούσε κάθε αγόρι
πότε γυναίκα θα γενεί

Και κάθε που χαράζει
την τρώει το μαράζι
και κάθε που χαράζει
την τρώει το μαράζι

Έχουν περάσει χρόνοι δέκα
μάτια μου, αχ μάτια μου
η κόρη γίνηκε γυναίκα
μα εγώ απόμεινα παιδί

Και κάθε που χαράζει
με τρώει το μαράζι
και κάθε που χαράζει
με τρώει το μαράζι
Στίχοι - Μουσική - Μιλτιάδης Πασχαλίδης 

http://www.stixoi.info/

Σωκράτης Μάλαμας - Λίμνη


Σωκράτης Μάλαμας - Λίμνη 
Μουσική : Νίκος Μαστoράκης
Στίχοι : Δέσποινα Δραγασάκη
Τραγούδι : Σωκράτης Μάλαμας 
CD : Κύρβα (2013)

Στίχοι:

Ούτε που το κατάλαβες πως έφτασες στο σπίτι 
Που έχει δάσος σκοτεινό γύρω να το φυλά
Και μπρος στα σκαλοπάτια του τη πράσινη τη λίμνη
Εκεί η σιωπή αντίλαλο της νύχτας τραγουδά

Εδώ είναι ο τόπος μου σου είπε η ψυχή σου
Να γιατί χρόνια πάνω σου κρατούσες το κλειδί
Στο σπίτι η πόρτα άνοιξε σφραγίστηκε η φυγή σου
Μέρες στο τζάκι έκαιγες ένα παλιό κλουβί

Ήταν πρωί που βρέθηκες μες τη μικρή σου βάρκα
Στη λίμνη που είναι άχρονη τόλμησες να ανοιχτείς
Που τα πουλιά δεν την κοιτούν να μην καούν τα μάτια
Της λησμονιάς το άλλοθι χάνεις όταν τα δεις

Μα εσύ έγειρες και έσερνες το αθώο σου το χέρι
Αν και το αίμα πάγωνε χάιδευες το νερό
Μετά καταμεσήμερο με το κορμί που ξέρει
Κολύμπησες και άνοιξες τη πόρτα στο βυθό

Ούτε που το κατάλαβες πως έφτασες στο σπίτι 
Που έχει δάσος σκοτεινό γύρω να το φυλά
Και μπρος στα σκαλοπάτια του τη πράσινη τη λίμνη
Εκεί η σιωπή αντίλαλο της νύχτας τραγουδά


Η Λίμνη και ο ποταμός Παντελής Θαλασσινός




Παντελής Θαλασσινός. "ΑΣΤΡΑΝΑΜΑΤΑ" Στίχοι Λευτέρης Σταυρινουδάκης
Η Λίμνη η πεντάμορφη χρύσωσε τα νερά της
και άρπαξε τον ποταμό στο σφιχταγκαλιασμά της.
Μες τη σιωπή ερίγησαν οι ήχοι από τα πεύκα
και σα νεράϊδα έγειρε το σώμα της η λεύκα.

Πως τραγουδούνε οι καρδιές σ' αυτό το πανηγύρι
και λούζεται ο έρωτας των λουλουδιών τη γύρη.

Ο ποταμός ερωτικές ματιές στη λίμνη ρίχνει
και τρεμοσβήνουνε γλυκά των αστεριών οι λύχνοι.
Απλώθηκε στον ουρανό μια θεία μελωδία
σαν δαγκωθήκαν οι ψυχές στα χείλη με μανία.

Πλημύρισε από ηδονή το ιδρωμένο χώμα
και η λίμνη και ο ποταμός φιλήθηκαν στο στόμα.