Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

ΕΛΕΝΗ ΟΥΡΑΝΗ - ΑΛΚΗΣ ΘΡΥΛΟΣ (1896-8 Δεκεμβρίου 1971).




Άλκης Θρύλος ήταν το φιλολογικό ψευδώνυμο της Ελένης Ουράνη, το γένος Νεγρεπόντη (1896-8 Δεκεμβρίου 1971). Πατέρας της ήταν ο οικονομολόγος και πολιτικός της Αθήνας Μιλτιάδης Νεγρεπόντης. υπουργός Οικονομικών σε κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου και πρωτοπόρος του προσκοπισμού στην Ελλάδα και μητέρα της η Μαρία Νεγρεπόντη, δημιουργός του σώματος Εθελοντριών Αδελφών και της Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων.
Ήταν κριτικός της λογοτεχνίας και του θεάτρου και συγγραφέας. Σύζυγός της ήταν ο ποιητής Κώστας Ουράνης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και την κριτική καλλιερώντας έτσι την κλίση της στα γράμματα και στην κριτική σκέψη. Εμφανίστηκε το 1915στον Νουμά, με μονόπρακτα δράματα και ποιήματα και τα πρώτα κριτικά κείμενα. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες, ανάμεσα σε αυτά την Νέα Εστία (όπου είχε τη στήλη της θεατρικής κριτικής), τον Νουμά και την Ακρόπολη, στα οποία δημοσίευε κριτικές μελέτες για Έλληνες λογοτέχνες και θεατρικές παραστάσεις. Έγραψε επίσης πολλά κείμενα ταξιδιωτικών εντυπώσεων με έντονα λυρικά χαρακτηριστικά. Ήταν υποστηρίκτρια του δημοτικισμού και του φεμινισμού. Έγραψε άρθρα για φεμινιστικά ζητήματα και διετέλεσε μέλος του Συνδέσμου Ελληνίδων υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών στα τέλη της δεκαετίας του 1910 και τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Τα έργα της διακρίνονται για την πρωτοτυπία και τον ρεαλισμό των αποψεών της. Ως κριτικός θεάτρου διακρίθηκε για την ειλικρίνεια και την πνευματική της καλλιέργεια στην οποία είναι έντονη ή επίδραση της γαλλικής κουλτούρας, αλλά και για έναν έντονο υποκειμενισμό, υποκινούμενο από τις στιγμιαίες συγκινήσεις και τις συναισθηματικές της καταστάσεις.
Ήταν ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα και της Ένωσης Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου και των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας. Επίσης ήταν μέλος και πρώτος πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1970 ή Ακαδημία Αθηνών με την περιουσία που της άφησε η Ελένη Ουράνη πρός τιμήν της ίδιας, αλλά και του συζύγου της, ίδρυσε το Ινστιτούτο ή Ίδρυμα Κώστα καί Ελένης Ουράνη) αλλά και το ομώνυμο βραβείο με απώτερο σκοπό τη χρηματική ενίσχυση μέσω αυτού του βραβείου της λογοτεχνίας.
Ο Αλκης Θρύλος κυριάρχησε επί μία πεντηκονταετία στην ελληνική θεατρική και λογοτεχνική σκηνή, υπήρξε μια ιδιότυπη φυσιογνωμία της κριτικής, που συνδύασε την αντιμεταφυσική στάση και την πίστη στον δημοτικισμό και τον φεμινισμό με την προσήλωση στις παραδοσιακές καλλιτεχνικές φόρμες και την άκρα επιφυλακτικότητα απέναντι στις πολλαπλές προκλήσεις του ισχυρότερου ρεύματος της εποχής του, τον μοντερνισμό.
Πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου 1971. Σε πρώτο γάμο ήταν παντρεμένη με τον Πολύβιο Κορύλλο.
Κάποια από τα βιβλία της είναι:
Κωστής Παλαμάς(Τρισέγευνη) μελέτη (1924).
Στοχασμοί για το δημοτικό τραγούδι καί άλλοι στοχασμοί (1928).
Μορφές της ελληνικής πεζογραφίας (3 τ., 1962-1963),
Μορφές και θέματα του θεάτρου (2 τ.,1961).
Συζητήσεις με τον εαυτό μου μελέτη (1930).
Μορφές καί θέματα του θεάτρου Ά Τόμος -΄Β Τόμος μελέτη (1932).
Μορφές της ελληνικής πεζογραφίας Ά Τόμος -΄Β Τόμος μελέτη (1934)


Ελένη Ουράνη - Κώστας Ουράνης 

Για το Αλκης Θρύλος 

.... Με αυτό το ψευδώνυμο έγραψε μερικές από τις πιο διεισδυτικές κριτικές τη δεκαετία του 20. Η διαφορά της από τους άνδρες, όπως εξηγεί η κ. Ντουνιά, ήταν ότι «ήταν πολύ πιο «αρρενωπή», πολύ πιο ευθεία στις κριτικές της, δεν χαρίζονταν σε κανέναν, έλεγε τη γνώμη της με παρρησία και ειλικρίνεια και ταυτοχρόνως με όλη τη γνώση του αντικειμένου κι αυτό πραγματικά της προσδίδει μια ιδιαίτερη αξία».
Το πλατύ κοινό δεν γνώριζε την αληθινή της ταυτότητα. Ο κόσμος των γραμμάτων, όμως, την γνώριζε. Ήταν παντρεμένη με τον ποιητή Κώστα Ουράνη και στον κόσμο των γραμμάτων ήταν πάρα πολύ καλή θεατρική κριτικός. «Έχει γράψει πολύ καλές κριτικές θεάτρου».
Όσον αφορά στην επιλογή του ψευδωνύμου της; Η κα Ντουνιά απαντά πως «Είπε στην αρχή ότι ήθελε να κάνει μια πρόκληση, να επιλέξει ένα ανδρικό ψευδώνυμο γιατί αισθανόταν αυτή την καταπίεση απέναντι στις γυναίκες. Να βγει στο χώρο της κριτικής και να το κάνει προκλητικά. Το «Άλκης» έχει ένα στοιχείο δύναμης και το «Θρύλος», είναι μια λέξη που προέρχεται από το παραμύθι. Διάλεξε αυτά τα δύο ονόματα να τα βάλει πλάϊ –πλάι για να προκαλέσει και το μέλλον της, σκηνοθέτησε τον εαυτό της και πέρασε πραγματικά στα γράμματα σαν μια γυναίκα ιδιαίτερης δυναμικής».
Η Άλκης Θρύλος ήταν αυστηρή με όλους, με τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη, αλλά και με λιγότερο γνωστούς οι οποίοι επίσης υπέφεραν από την κριτική της. Έγραψε ένα τεράστιο αριθμό κριτικών. Έγραφε σε εφημερίδες, περιοδικά και όπως αναφέρει η κα Ντουνιά ήταν από τις πρώτες που εξετίμησε πολύ νωρίς την ποίηση του Καβάφη, «όταν ήταν πάρα πολύ δύσκολο ακόμα να καταλάβουμε ότι ήταν μεγάλος ποιητής. Αυτό ήταν προσφορά στο κοινό, αλλά και στην ίδια την Καβαφική ποίηση στον Μεσοπόλεμο». Επίσης, ενδιαφέρθηκε για την περίπτωση του Καρυωτάκη. Αλλά και σε πολλούς άλλους πεζογράφους ή ποιητές, όπως ο Βάρναλης, διέκρινε την αξία τους. Μια γυναίκα θρύλος πια στην κριτική. http://www.ert.gr/

Το Λογοτεχνικό της  Έργο
Ταξιδιωτική λογοτεχνία
Εκδρομές και ταξίδια, Αθήνα, Δίφρος 1963

Ένα ταξίδι με αυτοκίνητο: Μασσαλία-Λωζάνη

Ο άνθρωπος δεν εξελίσσεται μόνον εσωτερικά: εξελίσσονται και οι αισθήσεις του και τα μέσα της επικοινωνίας του με τον εξωτερικό κόσμο. Ο σιδηρόδρομος, το αυτοκίνητο, ο κινηματογράφος, συνείθισαν το μάτι μας να μην απολαμβάνει πια πάρα μόνο τις εικόνες που εναλλάσσονται γρήγορα, και την ποικιλία των εντυπώσεων.
Έκανα την άνοιξη μια εκδρομή στο Πήλιο˙ τα τοπία του είναι όλα μαγευτικά. Μέσα σε πυκνά δασωμένες εκτάσεις, μέσα σε μια πλούσια ποικιλία από δένδρα και ψηλούς θάμνους που κατεβαίνουν ίσαμε τη θάλασσα, η οποία εισχωρεί με αρμονικούς ελιγμούς στους όρμους κι απλώνεται ύστερα πλατιά και φωτεινή, τραγουδούν αηδόνια, κυλούν ορμητικά κι άφθονα παγωμένα νερά. Το Πήλιο αποκαλύπτει έναν καινούριο ήρεμα χαρούμενο κόσμο στον Αθηναίο που κουράσθηκε από τη μεγαλοπρεπή, γυμνή ισορροπία της Αττικής. Αλλά το Πήλιο δεν έχει δρόμους˙ η εκδρομή γίνεται με μουλάρια. Για μισή ώρα, το ασυνήθιστο για τον άνθρωπο της πόλης αυτό μέσο συγκοινωνίας, διασκεδάζει˙ ύστερα όμως, εκτός που πονεί όλο το σώμα, αισθάνεται κανένας γύρω του την πλήξη να προβάλλει, να τον περιτριγυρίζει απειλητική, να εισορμά μέσα του όλο της το βάρος και να τον κυριεύει ολόκληρο. Έχει από καιρό εξαντλήσει μιαν εικόνα και την βλέπει ακόμα μπροστά του. Το πανόραμα δεν προχωρεί. Προς το τέλος της εκδρομής όλα τα νεύρα μου είσαν οδυνηρά τεντωμένα. Το μάτι μου, όπως το μάτι κάθε σημερινού ανθρώπου, έχει εξοικειωθεί, όταν βρίσκεται σε κίνηση (γιατί η διάθεση είναι άλλη, όταν μένει κανένας σ’ έναν τόπο) να δέχεται γρήγορα μια εικόνα, να βλέπει, ν’ απορροφά, και ν’ αφομοιώνει αμέσως όλο το περιεχόμενό της κι ό,τι μπορεί να του προσφέρει˙ διψούσα για έναν καινούριο ερεθισμό, ο οποίος αργούσε υπερβολικά να έρθει. Όταν, ύστερα από δέκα ώρες μουλαροκαβαλαρίας που μου έδινε αδιάκοπα την αφόρητη εντύπωση, ότι ποδοπατούσα στην ίδια θέση, ξαναβρήκα τον αμαξιτό δρόμο, και είδα ένα αυτοκίνητο της συγκοινωνίας, κι ας είταν ξεχαρβαλωμένο κι άθλιο, το χαιρέτησα σαν το όχημα της απολύτρωσης και σαν ένα πολύ γνωστό κι αγαπητό φίλο. Άφησα το Πήλιο κι όλη την ομορφιά του με ανακούφιση. Πολύ πριν φθάσω στο τέρμα, η ομορφιά αυτή μου είχε φανερώσει όλο το νόημά της. Και κείνο που ζητούμε σήμερα από όσα βλέπομε, είναι όχι να μας ξεσκεπάζουν τα μυστικά τους, αλλά να μας τα υποβάλλουν, και να μας προσφέρουν κάποιες φευγαλέες απόψεις που να μπορούμε να τις προεκτείνομε και να τις συμπληρώσομε μέσα μας.
Ο άνθρωπος του 20ού αιώνα εφεύρε την ταχύτητα και του έγινε ζωτική ανάγκη. Αισθάνεται ικανοποιημένος μόνο μέσα στο ρυθμό που τον συναρπάζει κι αναπαύεται, κάπως, την άπειρη ψυχική του ανησυχία.
Σε 5 μέρες διατρέξαμε χίλια χιλιόμετρα και ήρθαμε από τη Μασσαλία στη Λωζάνη περνώντας τη Γαλανή Ακτή και τις Αλπεις. Ένα πρωί αφήσαμε τη θάλασσα που κυμάτιζε αρκετά αγριεμένη κάτω από ένα μολυβένιο ουρανό, και το μεσημέρι βρεθήκαμε σ’ ένα ύψος πάνω από 2.000 μέτρα˙ στις πλευρές του δρόμου απλώνονταν αρκετά χιόνια που έλαμπαν και σπινθήριζαν στιλπνά, γιατί ο ήλιος είχε εντωμεταξύ κυριαρχήσει, κ’ έκαιε, καθώς τον είχαμε πλησιάσει, με μια θερμότητα διαπεραστική. Μέσα στην όρασή μας, το ένα τοπίο κυνηγούσε κ’ έδιωχνε το άλλο. Αποχαιρετήσαμε από ένα ύψωμα του δρόμου την πλατιά νερένια έκταση, κι αμέσως αντικρύσαμε νερά που έπεφταν κάθετα κι ορμητικά από τα βουνά, πλευρές βουνών, άλλοτε άγριες και συγκλονιστικά απότομες κι άλλοτε γαλήνια απαλές, πελώριους βράχους, μια πλούσια και ποικίλλη φυτεία˙ ο δρόμος ανοιγότανε κάποτε φαρδύτερος και έπειτα σφιγγότανε κάθως σκαρφάλωνε τα βουνά με απότομες στροφές, μέσα στις οποίες έμοιαζε να χάνεται˙ ο δρόμος απορροφώτανε και παρουσιαζότανε πάλι μέσα σ’ ένα τοπίο αλλοιώτικο˙ στα ύψη η βλάστηση είχε εντελώς εξαλειφθεί, και είδαμε ένα χώμα γυμνό, αλλά όχι κίτρινο, κοκκινωπό, και ξεροψημένο, ένα χώμα σταχτί που συνείθιζε να ζει σκεπασμένο από χιόνια˙ τώρα που τα χιόνια το εγκατέλειψαν γυμνό έμοιαζε αποξενωμένο και θλιβερό. Από τα δύο χιλιάδες μέτρα ξανακατεβήκαμε στην πεδιάδα, για να ξανανεβούμε πάλι ακόμα ψηλότερα. Οι πάγοι είσαν ακόμα πιο πυκνοί κι άφθονοι, έπεφταν σχεδόν απάνω στο δρόμο˙ οι επιβλητικές και μεγαλόπρεπες κορυφές είσαν πολύ κοντά˙ λίγες ώρες πριν, τις διακρίναμε σαν άφθαστες˙ τώρα είχε εξατμισθεί κάτι από την περηφάνειά τους.
Είταν πάλι συννεφιά˙ μια υγρή ομίχλη χυνότανε μέσα μας και βλέπαμε μες από ένα λεπτό θολό πέπλο. Κάτω μας τα σύννεφα είσαν σφικτά συγκεντρωμένα κι αδιαπέραστα˙ σκέπαζαν με μια βαριά στέγη την πεδιάδα που είχε εντελώς εξαφανισθεί. Έκανε δυνατό κρύο˙ τυλιχθήκαμε μέσα στα χοντρά χειμωνιάτικα πανωφόρια μας και πάλι δεν κατορθώσαμε να διώξομε το ρίγος που τράνταζε το σώμα μας.
Στην ψυχή΄μου μιλεί μόνον η ελληνική φύση, έχω ζυμωθεί μαζί της και μόνο μαζί της αισθάνομαι στενή επαφή. Καταλαβαίνω τις αποχρώσεις της, τις εκφράσεις της, τις εσωτερικές διακυμάνσεις της πλαστικότητάς της˙ μόνον η αττική φύση μπορεί, όταν την έχω ανάγκη, να εισδύσει μέσα μου, να με συγκινήσει, να με ανακουφίσει, να με μετουσιώσει. Δεν με επηρεάζει βέβαια ο πατριωτισμός˙ πιστεύω πως ο άνθρωπος είναι πολίτης της γης, αλλά σύγχρονα είναι αδύνατο να μην το συνδέει ένας ιδιαίτερος κ’ εξαιρετικός δεσμός αγάπης, κατανόησης και συντονισμού με το μέρος όπου έχει ζήσει κι όπου έχει σπείρει αναμνήσεις. Παντού αλλού αισθάνεται αναγκαστικά ξένος. Χρειάζεται πολύς καιρός για ν’ αφομοιωθεί. Και πριν αφομοιωθεί, το ξένο τοπίο του δίνει άπειρη πλήξη. Ο μόνος τρόπος να μην αισθανθεί αυτή την πλήξη και τη δυσφορία, είναι να μη ζητήσει καν να έρθει σ’επαφή με το ξένο τοπίο˙ πρέπει να παραδεχθεί ότι είναι περαστικός και να μη ζητήσει τίποτ’ άλλο, παρά νύξεις και διεργετικά της  φαντασίας του. Η ταχύτητα του επιτρέπει να μην προφθάσει να μελαγχολήσει, γιατί κάτω από την επιφάνεια δεν κατορθώνει ν’ ανακαλύψει παρά ένα κενό, αφού οι δεκτικές του ικανότητες δεν είναι έτοιμες να προσλάβουν παρά μόνον ένα κινηματογραφικό θέαμα. Ικανοποιήθηκα που δεν είδα παρά μόνον αυτό. Κάθε σταμάτημα θα μου είταν αφόρητο. Έφευγα γρηγορότερα από την ανία, αντικρύζοντας μια αδιάκοπη σειρά από πίνακες που μου έδιναν την εντύπωση ότι είσαν όλοι μισοτελειωμένοι, γοητευτικοί και μεγαλοφυείς.

Η Μασσαλία… Μια μεγάλη εμπορική πόλη χωρίς ιδιαίτερη ατομικότητα. Όλη η προσωπικότητά της συγκεντρώθηκε στο λιμάνι της που εκτείνεται πελώριο, και περιβάλλεται όλο από τεράστιες κανονικές αποθήκες που φυλάγουν τ’ άπειρα διάφορα εμπορεύματα. Μικροί σιδηρόδρομοι κυκλοφορούν ακατάπαυστα. Το λιμάνι: μια πόλη μέσα σε μια πόλη, μια περιορισμένη, αλλά και με πλατιές επεκτάσεις ζωής δουλειάς και κόπου. Οι δρόμοι και τα σπίτια της άλλης πόλης μοιάζουν απαράλλακτα με τους δρόμους και τα σπίτια κάθε άλλης γαλλικής μεγαλούπολης. Οι δρόμοι στα κέντρα είναι φαρδιοί, με μαγαζιά που έχουν όλα εξαιρετικά καλαίσθητες κ’ ελκυστικές μόστρες˙ τα σπίτια υψώνουν ψηλά τους γερούς κι ομοιόμορφους καπνισμένους τους όγκους. Κάνει μόνον κατάπληξη η ζαλιστική κίνηση στους δρόμους, η εντελώς δυσανάλογη με το σχετικά μικρό αριθμό των κατοίκων˙ μια ακατάπαυστη παλίρροια κινούμενου πληθυσμού δίνει στη Μασσαλία μια απατηλή, αλλά πολύ συναρπαστική ζωτικότητα.

Η Κυανή Ακτή… Για χιλιόμετρα και χιλιόμετρα, η ξηρά πλάι στον παραθαλάσσιο δρόμο παίζει απαλά με τη θάλασσα. Δεν φαίνεται πουθενά να συγκρούσθηκαν εχθρικά. Αλλού παραχώρησε η γη τόπο στη θάλασσα για να τη γλύψει και να της σχηματίσει ήρεμες γραμμές, αλλού προχωρεί η γη μέσα στη θάλασσα, όχι κατακτητικά κι ούτε με πάθος, αλλά σαν ένας φίλος που πηγαίνει σε συνάντηση ενός φίλους. Πυκνά πεύκα ρίχνουν τα κλαριά τους μέσα στο νερό. Οι ξερές αμμουδιές είναι ελάχιστες˙ οι περισσότερες κρύβονται κάτω από τα δέντρα. Παντού άνθρωποι απολαμβάνουν τη χαρά του μπάνιου. Όλη η Κυανή Ακτή είναι πυκνοκατοικημένη. Φιλοξενεί άφθονες πόλεις, αρκετά μεγάλες πόλεις πολυτελείς, με πλατειούς δρόμους, πλατείες, περιποιημένα άλση, ασφαλτωμένους περιπάτους στο παραθαλάσσιο, έξοχα μαγαζιά, τεράστια ξενοδοχεία και καζίνα που αστράφτουν τη νύχτα από φώτα. Κι ανάμεσα στις πόλεις, σχεδόν χωρίς διάλειμμα, χαμογελούν μέσα σε ανθισμένους κήπους το ένα πλάι στο άλλο, αναρίθμητα εξοχικά σπίτια. Τα περισσότερα είναι κτισμένα με το μοντέρνο ρυθμό: γεωμετρικοί όγκοι με φαρδιά παράθυρα, χρωματισμένοι σε τόνους κτυπητούς. Κυριαρχεί το κίτρινο συνδυασμένο με κόκκινο ή πράσινο. Όλα τούτα τα σπίτια με τα παράξενα, αλλ’ ισορροπημένα σχήματα και με τους έντονους χρωματισμούς μέσα στο πράσινο των δένδρων και κοντά στο βαθύ γαλάζιο της θάλασσας, αναδίνουν χαρά. Το καλοκαίρι, δεν είναι, φυσικά, η εποχή της Κυανής Ακτής αλλ’ η μόδα που επιβάλλει τώρα και σε κείνους που δεν προτιμούν τη θάλασσα, να παραθερίζουν στη θάλασσα κι όχι στα βουνά, συγκεντρώνει, τα τελευταία χρόνια, και το καλοκαίρι αρκετόν κόσμο στη Μεσόγειο. Δεν είναι βέβαια ο κόσμος ο σικ˙ ε΄κείνος θα θεωρούσε τον εαυτό του μειωμένο, αν δεν πήγαινε στον Ατλαντικό˙ είναι όμως πάντα ένας κόσμος που ήρθε με το σκοπό να διασκεδάσει. Η ατμόσφαιρα στην Κυανή Ακτή δονείται από μια διάθεση άνεσης, ηρεμίας και ευθυμίας.

πηγή βιβλίου 

Κριτικές
Σολωμός, Εστία, Αθήνα 1924


Ο ποιητής τραγουδεί. Νόημα απλό για τους ανίδεους μονάχα. Το τραγούδι του Ποιητή. Μια έμπνευση και μια μελέτη. Ολόκληρος ένας κόσμος. Το τραγούδι είναι πρώτα απ’ όλα καλλιτεχνικη έκφραση. Σκοπός της τέχνης είναι η αισθητική κι όχι η διανοητική συγκίνηση, η Τέχνη δεν είναι φιλοσοφικό ή επιστημονικό σύγγραμμ, που δεν αποκλείεται άλλωστε να είναι κι αυτό καλλιτεχνικό όταν κοντά στη σκέψη  γεννά και την αισθητική ηδονή που δίνει μόνο η μορφή. Τέχνη απόλυτα σημαίνει μορφή. Μα όπως στον κόσμο, στη ζωή, δεν υπάρχει αυτούσια μορφή, κάθε μορφή είναι μοιραία το φανέρωμα κάτι βαθύτερου, έτσι και στην τέχνη που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εκδήλωση ζωής. Η δημιουργία μιας μορφής χωρίς ουσία που επιζήτησε ο Gauthier είναι αντιζωντανή προσπάθεια, εντελώς ψυχρή.
Το τραγούδι του ποιητή για ν’ αντηχήση πλατιά, για να ζήση μέσα στο χρόνο πρέπει να κλείση μέσα του καλλιτεχνικά εκφρασμένο όλο τον εσωτερικό κόσμο του ποιητή, το βαθύτερο Εγώ του. Το Εγώ που έστω κι αν φαινομενικά ίσως δε ζήση ποτέ, εσώψυχα όμως υπάρχει. Υπάρχει μόνον αυτό. Βάση απαραίτητη για τη δημιουργία μιας ομορφιάς η ειλικρίνεια. Το ψέμα, η μίμηση, πλάθει μόνο το αζώητο. Κάποτε ίσως μπορεί να μην έχη κι ο ίδιος ο Ποιητής αποχτήσει την ολοφάνερη συνείδηση του εγώ του, όπως ο ανώνυμος Τραγουδιστής των δημοτικών τραγουδιών. Ο τόνος της εσώτερης ειλικρίνειας διακρίνεται, υψώνει το τραγούδι, αλλά στην έντεχνη λογοτεχνία σπάνια αρκεί το ασυνείδητο, παρά πολύ σπάνια, σχεδόν ποτέ. Το τραγούδι είναι έργο, έμπνευση και μελέτη, συνείδηση και γνώση που μετουσιώνονται σε έμπνευση. Τόσο το αισθάνθηκε, το ένιωσε και το είπε ο ίδιος ο Σολωμός. Γνώση του εαυτού του και σύγχρονα του γύρω κόσμου, των ανθρώπινων ψυχών γύρω του.
Βέβαια στην ιστορία της παγκόσμιας φιλολογίας στέκονται αξιομνημόνετοι πάντα, άξιοι κάθε θαυμασμού, ποιητές που πολύ ξένοι στον περίγυρό τους τραγούδησαν μόνον τον εαυτό τους, την ψυχή τους, αντιμέτωπη μάλιστα στις γύρω ψυχές. Παράδειγμα χαρακτηριστικό ο Oscar Wilde. Ποιητές εξαιρετικοί ίσως, ιδιόρρυθμοι πάντα, ποτέ απόλυτα μεγάλοι. Ο μεγάλος ποιητής κι ο πιο υποκειμενικός ακόμα, είναι πάντα κι ο αντιπροσωπευτικός τύπος μιας εποχής. Ο μεγάλος ποιητής τραγουδεί το Εγώ του, το μεγάλο, πλατύ του Εγώ που αυθόρμητα και συνειδητά κλείνει μέσα του τα αισθήματα, τις σκέψεις, τους πόνους, τις χαρές, τις αντιλήψεις, τις τάσεις, τα ιδανικά της Φυλής του. Φυσικά μπορεί να είναι πιο περιορισμένος, πιο στενός, να είναι δηλαδή λίγα τα θέματα που τραγουδεί, αλλά για να είναι μεγάλος, έστω και σε λίγα μόνο θέματα, πρέπει τραγουδώντας μέσα σ’ αυτά τον εαυτό του, να τραγουδή την εποχή του, να τραγουδεί τη Φυλή του. Ο μεγάλος ποιητής είναι πάντα κι ο ποιητής της Φυλής. Μέσα του ζη όλη η Φυλή με τα περασμένα της, τα τωρινά και τα μελλούμενα. Ο πολύ μεγάλος ποιητής είναι πάντα και προφήτης. Ό,τι τρικυμίζει απραγματοποίητο μέσα στην ψυχή της Φυλής ο πολύ μεγάλος ποιητής το διαισθάνεται, το νιώθει, το συγκεντρώνει, δημιουργικά το τραγουδεί, και το επιστρέφει έτσι στη Φυλή, σαν αξία πλασμένη πια, σαν αξία ζωντανή.
Κι ο κριτικός που πρέπει πάντα σε αντικειμενικές βάσεις να στηρίζη την κριτική του όσο κι αν την εμπνέει μιαν αγάπη θα μελετήση την ειλικρίνεια του ποιητή, την αντιπροσωπευτική του αξία και τι ζωή κι ομορφιά κατώρθωσε να δώση στην εξωτερίκεψη του εσωτερικού αυτού κόσμου του, πόσον τον μετουσίωσε καλλιτεχνικά.
Τραγουδώντας το σήμερα ο ποιητής κι ίσως και το αύριο πρέπει με βαθύτατη γνώση να κατέχη την περασμένη εξέλιξη της ανθρωπότητας όλης και ξεχωριστά της φυλής του μέσα στην ίδια τη ζωή και μέσα στην ουσία και στη μορφή της τέχνης. Οι περασμένοι ποιητές μορφώνουν το νέο ποιητή. Εκείνος ας τους συνεχίση δημιουργικά. Δυστυχώς η πολύτιμη αυτή προσφορά του χθες που αν κάποτε λίγο σκλαβώνει, εμποδίζει όμως το χάσιμο τόσων δυνάμεων στο άνοιγμα των δρόμων κι έτσι μόνον οδηγεί τους άξιους στους απεριόριστους ορίζοντες, έλειψε σχεδόν ολότελα στο Σολωμό. Ήταν τόσο φτωχό το ελληνικό λογοτεχνικό χθες άμα εμφανίσθηκε ο Σολωμός.
[…]
Ο Σολωμός άνοιξε διάπλατα την ψυχή του στην παράδοση, θέλησε ολόψυχα να κλείση στην ψυχή του όλη την Ελλάδα για να αιστανθή να λαχταρίζη μέσα του κάθε είδος μεγαλείου, όπως το είπε ο ίδιος, την αγκάλιασε πολύ σφιχτά, δεν συνταυτίστηκε, δεν αφομοιώθηκε όμως μαζί της. Η πνοή της Ελλάδας περνά μέσα στο έργο του, δεν είναι όμως καθόλου η ίδια του πνοή. Ο τόνος της ποίησής του και θα το αναλύσωμε μελετώντας το έργο του, είναι εντελώς άλλος από τον τόνο της ελληνικής ψυχής˙ δέχτηκε τις εξωτερικές ελληνικές εκδηλώσεις, έμεινε ξένος στις εσωτερικές. Η ιδεολογία που αποκλειστικά υπηρετεί η ποίησή του, η ιδεολογία της Δύσης εκείνης της εποχής δεν απηχεί κανένα αίσθημα του δημοτικού τραγουδιού. Βέβαια, η μακριά σκλαβιά που εμπόδισε την αναγέννηση και την πρόοδο του νεοελληνικού πολιτισμού αναγκάζει και θα αναγκάζη για χρόνια τον ελληνισμό να δέχεται κάθε ανυψωτική ώθηση από την πολύ πιο προοδευμένη Δύση, είναι αναγκαστικά υποδουλωμένος στην υπεροχή της Δύσης, ο ποιητής όμως για να μη μείνη εντελώς ξένος στο περίγυρό του δεν πρέπει να δέχεται άμεσα τη δυτική επιρροή, αλλά μόνο αφού πέρασε από την ελληνική ζωή, μόνον αφού αφωμοιωμένη η επιρροή από την Ελλάδα έχει αρχίσει να διαμορφώνη την ελληνική ζωή. Στην εποχή του Σολωμού μέσα στο πνευματικό του σκοτάδι ο σκλάβος ελληνισμός επικοινωνώντας και πολύ δύσκολα με τη Δύση δεν είχε ούτε καν υποπτευθή τα καλλιτεχνικά και διανοητικά ρεύματα που εκφράζανε τότε αποκλειστικά την ψυχή της Δύσης.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου