Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Ιστίου Τόπος,Δημιουργική Γραφή με τη Σοφία Νινιού --Ελευθερία Χ. Γανωτίδου «Μια πολυθρόνα σκαλιστή»



Η Ηλιάννα έριξε μια τελευταία ματιά γύρω της κι αποχαιρέτησε νοερά το άδειο σπίτι. Άλλο ένα κεφάλαιο στη ζωή της είχε κλείσει οριστικά. Ας όψεται η κατάσταση της χώρας!

Μπήκε στ’ αυτοκίνητό της και ξεκίνησε για το πολύωρο ταξίδι της επιστροφής στο χωριό της, στο λιμάνι που περίμενε να γαληνέψει μετά τις φουρτούνες που πέρασε τα τελευταία χρόνια.

Την άγχωνε λίγο αυτή η επιστροφή. Για την ακρίβεια την άγχωνε πολύ! Μετά από είκοσι σχεδόν χρόνια, ήταν αναγκασμένη να συγκατοικήσει ξανά με τους γονείς της. Να συγκατοικήσει με τη μητέρα της.

Ίσως όμως να ήταν σύντομο το διάστημα. Ίσως να μη χρειαζόταν να μείνει για πολύ καιρό μαζί τους. Ίσως να έβρισκε μια απασχόληση, κάτι ώστε να μπορούσε να συντηρήσει και πάλι τον εαυτό της και να νοίκιαζε κάπου εκεί κοντά τους.

Ποιον κορόιδευε; Ήξερε πολύ καλά μέσα της ότι δε θα έφευγε έτσι εύκολα από το πατρικό της, άπαξ και επέστρεφε. Τι θα έλεγε ο κόσμος!

Ζωντοχήρα τρία χρόνια τώρα, που λόγω της κρίσης έχασε τη δουλειά της και δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει ξανά στη μεγάλη πόλη, επέστρεφε με κατεβασμένα τα φτερά πίσω στους ηλικιωμένους γονείς της. Η μάνα της είχε ήδη ενημερώσει τη γειτονιά για την επικείμενη άφιξή της. Εξωραΐζοντας, φυσικά, τα πράγματα.

«Σιγά μη δώσω τροφή στις φαρμακομύτες!», της είχε πει. «Τους είπα ότι η κόρη μου έχει την έννοια μας έτσι που γεράσαμε και άφησε την καριέρα της για μας. Εμείς, βέβαια, προσπαθήσαμε να σ’ άλλαξουμε γνώμη, αλλά δεν άκουγες κουβέντα. Το νου σου κακομοίρα μου! Μη με κάνεις ρεζίλι! Αυτά έγιναν· έτσι θα λες! Ακούς;»

Πώς να μείνει αλλού λοιπόν! Αφού γυρνούσε για να τους γηροκομήσει. Ακόμα κι αν, επιτέλους, γύρναγε για ‘κείνη ο τροχός και έβρισκε κάπου να δουλέψει, εκεί θα παρέμενε, στο πατρικό, μαζί τους.

Την έπιασε πάλι ο κόμπος στο λαιμό. Αυτός που δεν την άφηνε να καταπιεί. Δεν έτρεμε τον πατέρα της. Αρνάκι του Θεού ήταν αυτός. Λιγομίλητος και καλοσυνάτος. Κι ας τον παρουσίαζε η κυρά Χαρίκλεια ως απόλυτο και αυστηρό. Εκμεταλλευόταν, καπάτσα καθώς ήταν, τη σιωπή του και, ό, τι ήθελε εκείνη να γίνει, το ανακοίνωνε σα δική του απόφαση. Αμετάκλητη και άμεσα εκτελεστή!

Είχε πείσει όλη τη γειτονιά πως έτσι ήταν τα πράγματα. Ο κύρης της όριζε κι εκείνη πιστό, εκτελεστικό όργανο. Καθόταν τ’ απογεύματα, που μαζεύονταν οι φιλενάδες για καφέ, στην κουνιστή της πολυθρόνα κι αράδιαζε όλες τις νέες αποφάσεις του άντρα της, εκθιάζοντάς τον για τη λογική και το συνετό του χαρακτήρα του. Κι όσο μίλαγε, δεν έπαιρνε τα μάτια της από το βελονάκι που παίδευε στα χέρια της.

Όχι πως ήταν παράλογη σε όσα ήθελε να γίνουν. Μόνο να! δεν άφηνε τον άλλο ν’ αναπνεύσει. Ήθελε να κανονίζει τα πάντα, όπως νόμιζε εκείνη το σωστό, με τη δική της ζυγαριά.

Ο κυρ Μιχάλης της παραδόθηκε μεμιάς. Τον είχαν μαγέψει οι ξανθές κοτσίδες που ξεπρόβαλαν κάτω από το τσεμπέρι κι εκείνα τα γκρι μάτια, που σε κοιτούσαν ντροπαλά. Ντροπαλά μέχρι που μπήκε η κουλούρα. Γιατί μετά, πίσω απ’ την κλειστή πόρτα, κυρά κι αφέντρα η Χαρίκλεια!

Εκείνη, όμως, η κόρη, της βγήκε ατίθαση. Από μικρή την παίδευε «με το πείσμα και την ξεροκεφαλιά της», όπως συνήθιζε να λέει. Δεν ήταν όμως ξεροκεφαλιά. Ανάγκη ν’ ακουστεί η γνώμη της ήταν. Να νιώσει ότι μπορούσε κι εκείνη να αποφασίσει για τη ζωή της. 

Γι’ αυτό έφυγε με την πρώτη ευκαιρία. Γι’ αυτό γαντζώθηκε στο Θανάση, που της υποσχέθηκε τον ουρανό με τ’ άστρα και ζωή στη μεγαλούπολη, κι έφυγε μαζί του παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της. Όσο πιο απαισιόδοξα περιέγραφε το μέλλον η κυρά Χαρίκλεια, τόσο κόντραρε η Ηλιάννα και βεβαιωνόταν για τη σωστή επιλογή της.

Στην αρχή, στα χρόνια του αρραβώνα και στα πρώτα χρόνια του γάμου, φάνταζε πράγματι σωστή. Ακόμα και η μάνα της είχε αρχίσει να μαλακώνει με τις γαλυφιές και τις περιποιήσεις του γαμπρού, κάθε φορά που συγκεντρώνονταν η οικογένεια στις γιορτές.

Τόσο την είχε τουμπάρει που, όταν η Ηλιάννα αποτόλμησε να την ενημερώσει για τον επικείμενο χωρισμό τους, δεν αντέδρασε με το αναμενόμενο «Στα ‘λεγα ‘γώ!», παρά άρχισε να της κάνει κήρυγμα για το τι πρέπει να κάνει μια γυναίκα για να κρατήσει τον άντρα της και το γάμο της.

«Άντρας είναι! Εννοείται ότι θα ‘χει και τις περιπετειούλες του. Εσύ να κάνεις τα στραβά μάτια και να φροντίζεις το σπιτικό σου. Και κοίτα να του κάνεις κανα παιδί!»

«Μα ο μπαμπάς..» είχε προσπαθήσει να συγκρίνει η Ηλιάννα.

«Μην κοιτάς… άλλο ο πατέρας σου. Είναι εξαίρεση. Άλλωστε, τι πειρασμούς να ‘χει ‘δω; Την Όλγα του κυρ Βαγγέλη ή την άλλη, την Αγορίτσα; Σιγά τις μορφονιές! Ενώ εκεί, στην πόλη.. παντού γυναίκες, περιποιημένες και πολύ… λεύτερες.. Γι’ αυτό σου λέω..»

Αυτά στην αρχή. Μετέπειτα ήρθε και το «Στα ‘λεγα ‘γω»! Όταν πείστηκε πως κι ο Θανάσης ήθελε να χωρίσει γιατί είχε ερωτευτεί λέει μια οκτώ χρόνια μικρότερη της κόρη της. Όταν ο καλός γαμπρός της αρνήθηκε να βοηθήσει στο παραμικρό την πρώην, άνεργη, γυναίκα του για το σπίτι που έκαναν μαζί. Τότε θυμήθηκε, όλα τα στραβά που του είχε βρει στις αρχές και με κάθε ευκαιρία τ’ αράδιαζε, επιπλήττοντας την επιλογή και φυσικά την ξεροκεφαλιά της κόρης της.

Τουλάχιστον είχαν περάσει τρία χρόνια απ’ το διαζύγιο και η Ηλιάννα ήλπιζε ότι δε θα ήταν πια το αγαπημένο θέμα συζήτησης της μητέρας της. Δε θα άντεχε να της τρίβει συχνά πυκνά στα μούτρα τα σφάλματά της. Και μόνο σκεπτόμενη την εικόνα της μάνας της καθισμένης στην κουνιστή πολύθρόνα, με τη ρόμπα και τις παντόφλες και στο στρίψιμο στα χείλη, να λέει ασταμάτητα τί όφειλε, τί ήταν καλύτερο, πώς θα ‘πρεπε να φέρεται.. την έλουζε κρύος ιδρώτας.

Κι εκείνος ο μπαμπάς! Όσο τον βάραιναν τα χρόνια, τόσο πιο βαριά γινόταν και η σιωπή του. Σπάνια άνοιγε το στόμα του να πει κάτι περισσότερο από τα συνηθισμένα: «ωραία τα ‘ κανες τα γιαπράκια σήμερα Χαρίκλεια», «θα μου ψήσεις έναν καφέ;», «άηντε καληνύχτα». Κάποτε της έλεγε και κανένα «Σταμάτα, βρε Χαρίκλεια! Μεγάλωσε η Ηλιάννα πια. Ξέρει!» Τώρα.. δε θα ‘χε κανένα να την υπερασπίσει!

Πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο στην ανηφόρα και περπάτησε αργά μέχρι την αυλόπορτα. Περίεργο, σα σκοτεινό της φάνηκε το σπίτι. Έτριξε η πόρτα και η Ηλιάννα βρέθηκε να περπατά ανάμεσα στις γλάστρες της μητέρας της. Πολύχρωμες και φροντισμένες και το τσιμέντο ασβεστωμένο, όπως πάντα. Η πόρτα του σπιτιού, όμως, δεν άνοιξε. Χτύπησε το ρόπτρο. Πολλές φορές. Δυνατά. Φώναξε κοιτάζοντας τριγύρω, μήπως τους δει στο δρόμο να ‘ρχονται.

«Ηλιάννα, εσύ είσαι κόρη μου;» ένα παντζούρι άνοιξε και το κεφάλι της γειτόνισσας πρόβαλε.

«Καλησπέρα κυρία Αγορίτσα. Δεν είναι οι γονείς μου μέσα;»

«Είχα το νου μου να σε δω να ‘ρχεσαι.. Πήγαν με το ταξί στην πρωτεύοουσα. Η μάνα σου δεν ήταν καλά. Πριν δυο, τρεις ώρες; Έπαθε κρίση.. μάλλον εγκεφαλικό είπαν..δεν ξέρουν ακρ..»

Η Ηλιάννα σταμάτησε ν’ ακούει. Πάγωσε. Ψέλλισε ένα ευχαριστώ και γύρισε να φύγει.

«Να πας, να προλάβεις» έφτασε στ’ αυτιά της από κάπου βαθιά η φωνή της γερόντισσας.

Έκανε δυο βήματα μα σταμάτησε. Θυμήθηκε το κλειδί κάτω απ’ τη φτέρη. Άνοιξε την πόρτα του πατρικού της με χέρια που έτρεμαν και έτρεξε στο καθιστικό.

Για λίγο στάθηκε να κοιτά τα σκαλίσματα στην κουνιστή πολυθρόνα. Μετά κουλουριάστηκε επάνω της, προσπαθώντας να ρουφήξει απ’ τους πόρους του ξύλου, από τις προεξοχές και τις κοιλότητές του, τη μυρωδιά της μητέρας της, εκλιπαρώντας δύναμη για ν’ ανασυντάξει τον εαυτό της και να φύγει για το νοσοκομείο.

Κουνούσε πέρα δώθε όλο της το κορμί, ζητώντας από τα μπράτσα της πολυθρόνας να γίνουν τα ταλαιπωρημένα χέρια της μάνας της και να τη σφίξουν στην αγκαλιά τους. Μια προσευχή επαναλάμβανε, χωρίς φωνή, ξανά και ξανά:

«Θε μου, να σωθεί η μάνα μου! Να ζήσει, να γυρίσει εδώ! Γιατί δεν πρόλαβα να παραμερίσω όσα μας χώριζαν. Δεν πρόλαβα να την πλησιάσω και πρέπει να μου δώσεις την ευκαιρία να της δείξω πόσο την αγαπώ!»

  14/01/2016    Ελευθερία Χ. Γανωτίδου


Ιστίου Τόπος,Δημιουργική Γραφή με τη Σοφία Νινιού



Ο διαδικτυακός αυτός τόπος δημιουργήθηκε για να φιλοξενεί τα κείμενα, που μέσω του μαθήματος της δημιουργικής γραφής, που διδάσκω, εμπνεύστηκαν και έγραψαν οι εκπαιδευόμενοι.
Αφορμή στάθηκε η συνεργασία μου την Άνοιξη του 2015 με τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης των Δήμων
Μοσχάτου-Ταύρου
Καλλιθέας
Αλίμου
Στο χώρο όμως αυτό φιλοξενούνται και τα κείμενα φίλων, που εξ αποστάσεως συμβουλεύω και διδάσκω.
Επέλεξα το μάθημα αυτό, γιατί πιστεύω στην απελευθερωτική του επίδραση στην ψυχή του ανθρώπου, γιατί τον εισάγει στην Τέχνη και του ανοίγει δρόμους στην έκφραση των συναισθημάτων του και στη διατύπωση της σκέψης του.
Σοφία Νινιού



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου