Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

ΝΕΛΛΑ ΣΥΝΑΔΙΝΟΥ " Μια Κατοχή, η Στεμνίτσα… και τέσσερις Ιστορίες Αφανούς Ηρωισμού… "

Φωτογραφία - Νέλλα Συναδινού 


Παρόμοια με την υπόλοιπη Ελλάδα βίωσε τη χαρμόσυνη εκκίνηση για το μέτωπο, 28 Οκτώβρη του -40, η Στεμνίτσα, με ευοίωνες διαβεβαιώσεις «θα νικήσουμε» κι ακόλουθες τυμπανοκρουσίες στις αναγγελίες των νικών. Δικαιολογημένη ανάταση ενός έθνους, ώσπου τη χώρα κατέλαβαν οι Γερμανοί.

- Η χαρά μαράθηκε από την αναστροφή της γερμανικής εισβολής, μα στις βουνοκορφές του Μαίναλου, καρδιά του Μοριά, οι κατακτητές δεν έφθαναν ∙ ο δυσάρεστός τους απόηχος μόνον, όχι η ζωντανή τους παρουσία. Παράδοση ήταν από την τουρκοκρατία, να είναι καταφύγιο η Στεμνίτσα, η αγαπημένη «χωροπούλα» του Κολοκοτρώνη, περίκλειστη από βουνά. Άλλως, φαίνεται, σχεδίαζαν οι Ναζί και μια μέρα αποσβόλωσαν τους κατοίκους, εμφανιζόμενοι να προελαύνουν σε πομπή από μοτοσικλετιστές διαμέσου του ορεινού κρησφύγετου. Οι Γερμανοί επιδείκνυαν την αλαζονεία τους απ’ άκρου σ’ άκρο μέσα στην Ελλάδα. Κατοχή.

- Ο μέγας λιμός που μάστισε και ρήμαξε το πανελλήνιο, απότοκος της οικονομικής απομύζησης των κατακτητών, είχε ηπιότερη μορφή στη Στεμνίτσα, όπως και σε όλη την ελληνική ύπαιθρο ∙ μια κότα, μια κατσικούλα που επέμεναν, έσωζαν περιστασιακά την κατάσταση, μα δεν αρκούσαν. Τα παιδιά χλόμιαζαν από την αβιταμίνωση, μα στο χωριό γνωρίζοντας πως «στην Αθήνα πεθαίνουν πεινασμένοι στους δρόμους», σιγοψιθύριζαν υπομονή ο ένας στον άλλον και σταυροκοπιούνταν ∙ έπειτα ανηφόριζαν τις πλαγιές να μαζέψουν χορταράκια του βουνού, βάλσαμο και παρηγοριά του λιμασμένου. Την ίδια ώρα, αθόρυβα και μεθοδικά έμπαινε σε τροχιά μια άλλη διεργασία, η οργάνωση της Αντίστασης στα γύρω απάτητα λημέρια, ιδανικά για κλεφτοπόλεμο από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ∙ κορφές απροσπέλαστες, πυκνό ελατόδασος που έκρυβε αντάρτικο γερό. Στο χωριό βασίλευε πια η απατηλή ηρεμία της βεβιασμένης τάξης, συντονισμένη με την υπόκωφη ταραχή των καιρών ∙ πιότερο η ζοφερή σκιά των Γερμανών, παρά η απτή παρουσία τους.
- Κι αίφνης η ισορροπία διασαλεύτηκε. Είχε παρέλθει διάστημα από την πρώτη πανηγυρική επέλαση ισχύος των μοτοσικλετιστών προς επίρρωση της νέας τάξης, της δικής τους, όταν οι Γερμανοί ξανάρθαν. Αυτή τη φορά θα παρέμεναν γύρω στους τρεις μήνες και κατέλυσαν σε σπίτια που επέλεξαν. Ήταν ένας λόχος αυτοκινήτων, που άγνωστο γιατί, θα επιτελούσε στη Στεμνίτσα έργο κατάλληλο για τα μετόπισθεν. Συμπεριλάμβαναν και Ιταλούς ανάμεσά τους κι από κοντά μετέφεραν τέσσερις Ρώσους αιχμαλώτους, λάφυρα ίσως από το σοβιετικό μέτωπο. Δεν ήταν λόχος μάχιμος, μα ήταν λόχος κατακτητών και άπλωσαν την παγωνιά…
- Και οι ίδιοι φοβούνταν, γιατί οσφραίνονταν Αντίσταση ένα γύρω, συμπυκνωμένη αρνητική ενέργεια κατά πάνω τους, κι έτσι διακήρυτταν το στερεότυπο: κι ένας Γερμανός να θιγόταν στο ελάχιστο, θα αφανιζόταν το χωριό. Θες από σκοπιμότητα για την ασφάλειά τους, θες από μεγαλόπρεπη επιδαψίλευση γενναιοδωρίας, επέτρεπαν στο γιατρό τους να εξετάζει τους κατοίκους και να τους χορηγεί φάρμακα, όμως ποτέ ο ίδιος δεν απομακρύνθηκε στις παρυφές του χωριού ή στα ενδότερά του, μόνο ζητούσε να του φέρουν τον άρρωστο. Ανακοίνωσαν επίσης ότι από το συσσίτιό τους θα παραχωρούσαν κάθε μέρα στα παιδιά του χωριού ένα κυπελάκι τσάι ∙ ένα αναλογούσε σε κάθε παιδί, είχε ξεκάθαρα δηλωθεί.

Φωτογραφία - Νέλλα Συναδινού 


Ιστορία 1η

- Εκείνο το αγοράκι, ισχνό και ωχρό, όπως πολλά κατοχικά παιδάκια, μάτια μεγαλωμένα από την αποστέωση, σαν πήρε το τσάι του ένα πρωί και γύρισε σπίτι, ησυχία δεν έβρισκε. Είχε αδελφάκι άρρωστο στο κρεβάτι, που αδυνατούσε να στηθεί στη σειρά, και να χάνανε τη μερίδα τους ούτε του ερχόταν ούτε το έβρισκε δίκαιο. Λοιπόν θα επέστρεφε στην πλατεία και θα στοιχιζόταν πάλι στην αναμονή ο ίδιος, πεπεισμένος πως «σιγά μην τον αναγνώριζαν, όλα τα στεμνιτσιωτάκια όμοια θα φαίνονταν στους Γερμανούς…». Λογάριαζε το έρμο χωρίς τη βασική παράμετρο του υπερβάλλοντος ναζιστικού ζήλου, βασισμένου στην αίσθηση ενός τυφλού καθήκοντος. Και βέβαια ο αξιωματικός το αναγνώρισε και μαινόμενος από λύσσα για τούτη την αποκοτιά, μικρό παιδί να αμφισβητεί τα θέσφατα του Ράιχ, ενήργησε προς παραδειγματισμό των πάντων: με μια γερή κλοτσιά το αγόρι εκτινάχθηκε σε απόσταση και έπεσε με δύναμη πάνω στο δέντρο, απέναντι. Δε σκοτώθηκε, αλλά κτύπησε άσχημα στο αφτί και η βλάβες παρέμειναν ανήκεστες….

Ιστορία 2η

- Η άλλη όψη του νομίσματος ήταν ο Χανς. Ξανθό γερμανάκι δεκαοχτώ χρονών, περίεργο πώς, μα η ναζιστική μετάλλαξη εγκεφάλου σε αυτόν αστόχησε, κι ανέγγιχτο τον άφησε με ακομμάτιστη την ευαισθησία του. Ο Χανς έκλεβε κουραμάνες από τους δικούς του και τις έδινε στα παιδιά και στους πεινασμένους, όπου κι όσο μπορούσε. Οι κουραμάνες είχαν χρώμα καφετί και γλιστερή επιφάνεια, ήταν στρογγυλές, φτιαγμένες από σίκαλη, μα στα παιδιά φάνταζαν αμβροσία θεϊκή. Ο Χανς φοβόταν πολύ τους Γερμανούς κι ιδιαίτερα έναν αξιωματικό των S.S. με μαύρα μαλλιά και χωρίστρα στο πλάι. Πάσχιζε με παντομίμα και επιφωνήματα να εξηγήσει πως, αν τυχόν τον συλλάμβαναν να βοηθά τους ντόπιους, γλιτωμό δεν είχε: «S.S», επαναλάμβανε και πέρναγε απλωμένη την παλάμη του ξυστά στον λαιμό του. Μια φορά χρειάστηκε να τον κρύψουν μερικές ώρες στο περιβόλι ενός σπιτιού, μέσα στις φασολιές, γιατί κινδύνευε να γίνει αντιληπτός. Επέμεναν στη Στεμνίτσα να τον ρωτούν πούθε έρχεται κι αυτός καταλάβαινε και απαντούσε «Ανόφα» ή έτσι το άκουγαν, και πίστευαν πως εννοούσε το Ανόβερο. Κάποιος του έδωσε ένα δεματάκι καρύδια και ο Χανς τα έστειλε στη μάνα του.



Ιστορία 3η

- Ήταν γραφτό να έρθουν κάποτε οι απρόσκλητοι επισκέπτες ενώπιοι με την Αντίσταση. Τότε που με κιάλια οι σκοποί τους εντόπισαν αντάρτες στα ακρώρεια του χωριού, να διαφεύγουν, και έπιασαν τρεις μαζί με ένα παλικάρι από τη Στεμνίτσα, συνοδό τους. Οι τέσσερις εκτελέστηκαν στην τοποθεσία, Λίμνες, και από τη στιγμή εκείνη το χωριό περιήλθε σε δεινή θέση. Κατά το έθος τους, οι Γερμανοί καταλόγισαν συνυπαιτιότητα στον πληθυσμό για το ειδεχθέστατο κατ’ αυτούς έγκλημα, την υπονόμευση της κυριαρχίας τους και η ετυμηγορία ήταν αμείλικτη: να καεί το χωριό, να εκτελεστούν οι άρρενες από δεκαοκτώ ως σαράντα-πέντε ετών. Τραγική ώρα, κατά την οποία αναδύθηκε ως ηγετική φυσιογνωμία ο εφημέριος του Άη-Γιώργη, άνθρωπος αρκετά μορφωμένος και γνώστης της Αγγλικής ∙ επωμίστηκε την υπόθεση, αποφασισμένος να σώσει το χωριό.
- Σύντομα η γλωσσομάθειά του σε συνδυασμό με την ποιμαντική του ιδιότητα, αλλά και την ισχυρή του προσωπικότητα, τον ανέδειξαν σε διπλωμάτη του χωριού, άξιο υπερασπιστή των δικαίων του. Ο Παπά-Παναγιώτης στάθηκε με ανάστημα ορθό μπροστά στους εχθρούς και με παρρησία τους διαβεβαίωσε στα Αγγλικά, πως η Στεμνίτσα ουδεμία είχε σχέση με αντάρτικο και πως σύσσωμο το χωριό ήταν αθώο, σύμφωνα πάντα με τη δική τους έννοια της αθωότητας. Αυτή την κρίσιμη στιγμή η σωτηρία του χωριού ήταν η προτεραιότητα του και στην κλίμακα των αξιών του ιεραρχείτο υπέρτερη από την αλήθεια. Άλλωστε το ψέμα του, αποκλειστικά δική του υπόθεση, τη δική του ψυχή θα βάραινε και τούτοι δεν ήσαν καιροί να προτάσσεις το σχήμα και το γράμμα. Εκείνοι, κατανοώντας το προφανές, δεν πείθονταν και προχωρούσαν στη συγκέντρωση των αντρών στην πλατεία, προσφέροντας στον ιερέα εξαίρεση δικού του προσώπου, αν τύχαινε να έχει. Είχε βέβαια, τον γιο του ∙ «μα γίνεται να σώσω το παιδί μου και να αφήσω να χαθούν τόσοι αθώοι;», εξηγούσε και με σταθερότητα επέμενε: «all innocent!». Για να το πιστοποιήσει, πρότεινε να πάρει θείο όρκο στην εκκλησία πως καμιά ανάμιξη αντιστασιακή δεν είχε η Στεμνίτσα. Με τα όπλα παρατεταμένα, τις ξιφολόγχες στο κεφάλι του, τον οδήγησαν οι Γερμανοί στον Άη- Γιώργη. Μπήκε στο Ιερό μαζί με τον Γερμανό διοικητή, και επτά φορές ορκίστηκε στην Αγία Τράπεζα, στο Ευαγγέλιο και στο Άγιο Ποτήριο!
- Το χωριό σώθηκε από τον αφανισμό και η ποινή μετατράπηκε σε καταναγκαστικά έργα, που θα εκτελούσαν οι άντρες στον κάμπο. Τότε ο Παπά-Παναγιώτης βάλθηκε να μειώσει τον αριθμό των αντρών που θα μεταφέρονταν για αγγαρεία, αυξομειώνοντας κατά περίπτωση τις ηλικίες τους: τους μικροκαμωμένους τους δήλωνε κάτω από το όριο των δεκαοκτώ, τάχα δεκαπεντάρηδες, κι ανέβαζε στα πενήντα τους καταπονημένους μεγαλύτερους. Όσο για τα λύτρα, αντίποινα που ζητούσαν οι Γερμανοί, τους παρότρυνε να κοιτάξουν γύρω τους: σπιθαμή δεν είχε καλλιεργήσιμης γης ο τόπος του, μόνο πουρνάρια φύτρωναν και πέτρες, φτώχεια παντού και σπίτια ορφανεμένα από τον πόλεμο…
- Λένε πολλοί πως στη σωτηρία συνέβαλε και ο λόγος ενός Ιταλού αξιωματικού, ώστε να γίνει πιστευτός ο Παπά-Παναγιώτης. Σε κάθε περίπτωση, ο ιερέας έσπασε τα στεγανά της απολυτότητας στην εκτίμηση της ηθικής και αναγνώρισε το ανθρωπιστικό χρέος υπεράνω του ιερατικού. Προσιδίαζε μια τέτοια συμπεριφορά στην εν γένει ψυχοσύνθεσή του, όπως φανερωνόταν στην καθημερινή πράξη. Το έβρισκε φυσικό, για παράδειγμα, να παίρνει χρήματα από το παγκάρι, για να δώσει στα ορφανά. Κι όταν ρωτιόταν για την προέλευση των χρημάτων από τη μάνα, δε δίσταζε να απαντήσει: «τα πήρα απ’ τον Άη-Γιώργη ∙ παιδιά δεν έχει ο Άγιος κι έτσι μου μήνυσε να τα δώσω στα δικά σου, μην πεθάνουν της πείνας…».

Ιστορία 4η

- Τη νύχτα που συγκέντρωσαν τους μάχιμους, να τους στείλουν χαράματα στα καταναγκαστικά, ο μικρός γιος ενός από τους κρατουμένους, βρισκόταν σε μεγάλη έγνοια. Ήξερε πως κρατούσαν τους άντρες στις Λίμνες, κι εκεί στο ύπαιθρο θα διανυχτέρευαν, ανάμεσά τους και ο πατέρας του. Κίνησε λοιπόν να του πάει μια κουβερτούλα, να μην κρυώνει. Τον διέκρινε μέσα στο πλήθος, έκανε να πλησιάσει, μα τον σταμάτησε ο φρουρός. Έπιασε ο μικρός να εξηγεί με νοήματα τι γύρευε και πράγματι ο φρουρός κατάλαβε. Απόλυτα συνεπής στο δικό του χρέος, τον απώθησε τόσο βίαια, ώστε παραλίγο να ρίξει το αγόρι στον γκρεμό…

Μικρές Ιστορίες αφανούς ηρωισμού ή απλώς ανθρωπιάς… Η Κατοχή, περίοδος εθνικής συσπείρωσης, έθρεψε μιαν Αντίσταση πρωτοπορία στην Ευρώπη, για τους περισσότερους χωρίς ιδεολογική απόχρωση, μόνον απελευθερωτική. Κι όταν ο Βελουχιώτης διάβηκε από τη Στεμνίτσα με τους Μαυροσκούφηδες του, οι πάντες ζητωκραύγαζαν κι οι άντρες πετούσαν στον αέρα τα καπέλα τους…
ν.σ.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου