Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Τζιάκομο Πουτσίνι (22 Δεκεμβρίου 1858 - 29 Νοεμβρίου 1924)


Ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο χαρακτήρισε τον Τζιάκομο Πουτσίνι «διάδοχο» του Τζιουζέπε Βέρντι. Ακόμη και αν με αυτόν τον τρόπο εκδήλωσε τον θαυμασμό του για το έργο του, μάλλον τον αδικούσε. Γιατί ο Τζιάκομο Πουτσίνι δεν ήταν διάδοχος κανενός. Ηταν ο ένας και μοναδικός Πουτσίνι που συνέθεσε σε μια εντελώς προσωπική γλώσσα, που σφράγισε με τη μουσική δημιουργία του την πρώτη εικοσαετία και κατά συνέπεια ολόκληρο τον 20ό αιώνα, που δεν μιμήθηκε αλλά βρήκε δεκάδες μιμητές. Ηταν ο Πουτσίνι που απογείωσε το μουσικό κίνημα του βερισμού (=ρεαλισμός, μεγαλύτερη έμφαση στη δραματικότητα, στην ένταση των συναισθημάτων παρά στο ευγενές, αψεγάδιαστο τραγούδι) δημιουργώντας όπερες που ξεσηκώνουν ακόμη το κοινό στα θέατρα όλου του κόσμου.

Γόνος οικογένειας μουσικών, γεννήθηκε στη Λούκα της Ιταλίας το 1858. Εχασε τον πατέρα του σε ηλικία 5 ετών, ήταν όμως το περιβάλλον που είχε δημιουργήσει ο πατέρας του εκείνο που τον ανέθρεψε, αφού οι μαθητές τού πατέρα του ανέλαβαν τη (μουσική) μόρφωσή του. Ο Πουτσίνι σε ηλικία μόλις 14 ετών εργαζόταν ως οργανίστας σε εκκλησίες της ιδιαίτερης πατρίδας του, ενώ πολύ γρήγορα άρχισε να ασχολείται και με τη σύνθεση. Αφού τελειοποίησε την εκπαίδευσή του στο Μιλάνο (φοιτώντας δίπλα και στον συνθέτη της «Τζιοκόντα» Αμιλκάρε Πονκιέλι), έκανε την πρώτη εμφάνισή του ως συνθέτης όπερας.
Το μελόδραμα «Le Villi» (βασισμένο στον ίδιο θρύλο που βασίζεται και το φημισμένο μπαλέτο του Αντάμ «Ζιζέλ») προκάλεσε το ενδιαφέρον του μεγαλύτερου εκδότη μουσικών κειμένων της εποχής, του Τζούλιο Ρικόρντι. Στη συνέχεια η όπερά του με τον τίτλο «Εντγκαρ» που παρουσιάστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου το 1889 έγινε δεκτή μάλλον ψυχρά. Δεν είχε φθάσει ακόμη η μεγάλη στιγμή της επαγγελματικής καταξίωσης, είχε όμως φθάσει η στιγμή για τη δημιουργία οικογένειας, έστω και... παράνομης. Η σχέση του με την Ελβίρα Τζεμινιάνι του χάρισε ένα γιο το 1886, νομιμοποιήθηκε όμως μόνο το 1904 που ο σύζυγος της Ελβίρας πέθανε. Ο γάμος του Πουτσίνι με την αγαπημένη του επρόκειτο να είναι ο μοναδικός της ζωής του, αλλά και να εξελιχθεί σε πηγή δυστυχίας για τον συνθέτη λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Ελβίρα και της παθολογικής ζήλιας της.

Τα πρώτα σύννεφα στην προσωπική του ζωή δεν είχαν φανεί ακόμη. Αντιθέτως, ο ήλιος της τέχνης του έλαμψε ξαφνικά με τόση δύναμη που τύφλωσε όλη την Ευρώπη. Η παρουσίαση της όπεράς του «Μανόν Λεσκό» (Τουρίνο, 1893) ήταν ένας από εκείνους τους θριάμβους που κάθε συνθέτης ονειρεύεται να ζήσει. Ηταν επίσης η όπερα για τη δημιουργία της οποίας πρωτοσυνεργάστηκε με τους περίφημους λιμπρετίστες Τζιουζέπε Τζιακόζα και Λουίτζι Ιλικα, οι οποίοι στη συνέχεια συνέγραψαν τα λιμπρέτα των δημοφιλέστερων μελοδραμάτων του, της «Μποέμ» (1896), της «Τόσκα» (1900) και της «Μαντάμα Μπάτερφλαϊ» (1904).

Ελάχιστες οι δυσκολίες, τεράστιες οι επιτυχίες... Και ξαφνικά η τραγωδία: τον Ιανουάριο του 1909 η υπηρέτριά του Ντόρια Μανφρέντι αυτοκτονεί, όταν η Ελβίρα Πουτσίνι την κατηγορεί για παράνομες σχέσεις με τον άντρα της. Η οικογένεια της άτυχης νέας καταφέρεται δικαστικώς κατά της Ελβίρας, θεωρώντας την παθολογική ζήλια της αποκλειστικό υπαίτιο της τραγωδίας. Η ζωή του Πουτσίνι γίνεται κίτρινο ανάγνωσμα στον Τύπο. Εκείνος φεύγει από το σπίτι του και σκέφτεται να ζητήσει διαζύγιο. Τελικά όμως συμπαρίσταται στη σύζυγό του και η όλη υπόθεση κλείνει με συμβιβασμό.
Στο μεταξύ η επαγγελματική πορεία του εξακολουθεί να είναι επιτυχής. Η πρεμιέρα της όπεράς του «Το κορίτσι της Δύσης» (Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης, 1910) είναι θρίαμβος. Το χαριτωμένο «Χελιδόνι» (Μόντε Κάρλο, 1917) που ακολούθησε μπορεί να μη γνώρισε παρόμοια υποδοχή, το «Τρίπτυχο» όμως (Νέα Υόρκη, 1918) εντυπωσίασε με την ένταση, τη δραματικότητα και τη μουσική ποικιλία του. Ο Πουτσίνι ήταν πλέον ένας ζωντανός μύθος της μουσικής.
Στα τέλη του 1923 εκδηλώθηκε στον συνθέτη καρκίνος του λάρυγγα. Εκείνη την περίοδο ολοκλήρωνε την όπερα που στη συνέχεια θεωρήθηκε ένα από τα αριστουργήματά του, την «Τουραντότ». Ο θάνατός του στις 29 Νοεμβρίου 1924 (επιπλοκές στην καρδιά κατά τη διάρκεια εγχείρησης) άφησε το έργο ημιτελές. Ετσι ημιτελής παρουσιάστηκε η «Τουραντότ» στη Σκάλα του Μιλάνου, στις 25 Απριλίου 1926, υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι. Αργότερα παρουσιάστηκε και με το φινάλε που συνέθεσε βασισμένος στις σημειώσεις του δασκάλου του ο μαθητής τού Πουτσίνι, Φράνκο Αλφάνο. (Λεπτομέρεια: Οι τελευταίες σελίδες της «Τουραντότ» που συνέθεσε ο Πουτσίνι ήταν εκείνες του σπαρακτικού θανάτου της Λιού, μιας σκλάβας που ήξερε να αγαπάει και που αυτοκτόνησε από αγάπη. Πολλοί μελετητές του έργου του κορυφαίου συνθέτη έχουν συνδέσει τη δημιουργία από τον συνθέτη της Λιού με την τραγική υπηρέτριά του, την Ντόρια Μανφρέντι.) http://www.tovima.gr/

Aleardo Βίλα (1865 - 1906), Πορτραίτο του Giacomo Puccini, λάδι σε μουσαμά, ιδιωτική συλλογή.


i.Τόσκα

Η "Τόσκα" είναι δράμα σε τρεις πράξεις που συνέγραψε ο Βικτοριέν Σαρντού.
Η υπόθεση (σκηνή) του έργου φέρεται να διαδραματίζεται περί το 1800. Ο ζωγράφος Μάριο Καβαραντόσσι, εραστής της διάσημης αοιδού Τόσκα, φερόμενος ότι παρείχε άσυλο σε κάποιον καταδιωκόμενο κατά διαταγή του Διευθυντή της Αστυνομίας Σκάρπια συλλαμβάνεται και ρίχνεται στη φυλακή μέχρι την εις θάνατο καταδίκη του. Την παραμονή της εκτέλεσης η Τόσκα εκλιπαρεί τον διοικητή της Αστυνομίας για να του χαρίσει τη ζωή. Εκείνος την διαβεβαιώνει πως τα όπλα των ανδρών του εκτελεστικού θα γεμίζονταν απλώς με πυρίτιδα αντί σφαιρών με την προϋπόθεση να του δοθεί. Εκείνη υποκρινόμενη ότι δέχεται την πρόταση και μόλις εξασφαλίζει την έγγραφη άδεια εξόδου που θα εξασφάλιζε και τη φυγή της με τον Μάριο φονεύει με ένα εγχειρίδιο τον Σκάρπια.
Τελικά όμως ο Μάριο κατά την εκτέλεση πέφτει νεκρός από τα αληθινά πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος και η Τόσκα έξαλλη και απελπισμένη πέφτει στον Τίβερη.
Το δράμα αυτό όταν πρωτοανέβηκε στη θεατρική σκηνή προκάλεσε μεγάλη εντύπωση. Ειδικά όμως υπό την ηθοποιία της Σάρα Μπερνάρ το έργο "Τόσκα" βρήκε μια τέλεια ερμηνεύτρια του ρόλου.

Διαφημιστική αφίσα για την «Τόσκα» του Πουτσίνι

Όπερα " Τόσκα "

Με βάση το δράμα του Σαρντού οι Τζακόζα και Ίλικα έγραψαν το λιμπρέτο και ο Τζάκομο Πουτσίνι συνέθεσε την μουσική της όπερας "Τόσκα", επίσης σε τρεις πράξεις, η οποία ανέβηκε για πρώτη φορά στην Οπερά Κομίκ στο Παρίσι στις 13 Οκτωβρίου του 1903. Πολύ αργότερα ως εξαιρετική ερμηνεύτρια του πρωταγωνιστικού ρόλου αναδείχθηκε η Ελληνίδα Μαρία Κάλλας.
Από το θέατρο στην όπερα
Η «Τόσκα» υπήρξε μια μεγάλη θεατρική επιτυχία σε όλη την Ευρώπη. Ο Πουτσίνι την είχε δει δυο φορές, μια στο Μιλάνο και μια στο Τουρίνο. Στις 7 Μαϊου του 1889, έγραψε γράμμα στον εκδότη του Τζούλιο Ρικόρντι, ικετεύοντας τον να πάρει την άδεια του Βικτοριέν Σαρντού για να την κάνει όπερα. Έγραφε σχετικά: «Βλέπω στην "Τόσκα" την όπερα που χρειάζομαι, χωρίς υπέρμετρες διαστάσεις, χωρίς περίτεχνο θέαμα και που δεν θα ζητήσει την υπερβολική έκταση της μουσικής». Όμως παρόλο που ο Σαρντού συμφώνησε με τον ατζέντη που έστειλε ο Ρικόρντι, μια προσβλητική γνώμη του πρώτου για τον Πουτσίνι καθυστέρησε αρκετά την συγγραφή της όπερας σε λιμπρέτο Λουίτζι Ιλίκα που πέρασε για κάποιο διάστημα στα χέρια του Αλμπέρτο Φραντσέτι, πριν καταλήξει πάλι στα χέρια του ενδιαφερόμενου Πουτσίνι.



ii. Λα Μποέμ

Το κοστούμι της Μιμής για την 1η πράξη,
 όπως σχεδιάστηκε
 από τον Adolf Hohenstein
για την παγκόσμια πρεμιέρα

Μποέμ (πρωτότυπος τίτλος La Bohème) είναι ο τίτλος όπερας τεσσάρων πράξεων του Τζάκομο Πουτσίνι σε λιμπρέτο των Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλικα που βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Ανρί Μιρζέρ"Σκηνές από την Μποέμικη ζωή" (γαλλ. Scènes de la Vie de Bohème). Η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου έγινε στο Βασιλικό Θέατρο του Τορίνο την 1η Φεβρουαρίου του 1896, υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι. Θεωρείται μία από τις δημοφιλέστερες όπερες του Πουτσίνι και χαρακτηριστικότερο σημείο της είναι η άρια του τενόρου της πρώτης πράξης.

Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στο Παρίσι περίπου το 1830.
Τέσσερις φίλοι, ο ποιητής Ροδόλφος, ο μουσικός Σωνάρ, ο φιλόσοφος Κολίν και ο ζωγράφος Μαρτσέλο, παρόλη τη φτώχεια τους ζουν αμέριμνοι σε μια φτωχή σοφίτα. Στη σοφίτα του αχώριστου κουαρτέτου, ο Μαρτσέλο προσπαθώντας να ζεσταθεί παίρνει ένα χειρόγραφο και το ρίχνει στη φωτιά ενώ ο Ροδόλφος προσπαθεί να γράψει. Μπαίνει ο Κολίν και πίσω του έρχεται ο Σωνάρ, με φαγώσιμα, κρασί, ξύλα και χρήματα.
Οι τέσσερις φίλοι αρχίζουν με κέφι το γλέντι τους, μα σε λίγο τους διακόπτει ο σπιτονοικοκύρης που ζητάει το νοίκι. Βλέποντας τα χρήματα πάνω στο τραπέζι παίρνει και αυτός μέρος στο γλέντι. Τελικά οι τρεις φίλοι φεύγουν για το Καφέ-Μομύς και μένει μονάχος ο Ροδόλφος. Αμέσως μετά ο Ροδόλφος άκουσε ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ένα νέο κορίτσι, η Μιμή, μία γειτονοπούλα που ζητούσε να ανάψει το κερί της. Καθώς μπαίνει μέσα την πιάνει ένας δυνατός βήχας και πέφτει λιπόθυμη, μέχρι που τη συνεφέρει ο Ροδόλφος. Η Μιμή φεύγει αλλά διαπιστώνει πως έχει χάσει το κλειδί της. Καθώς γυρίζει να ψάξει να το βρει, σβήνει το κερί της. Σβήνει και το κερί του Ροδόλφου. Ο Ροδόλφος βρίσκει το κλειδί αλλά το κρύβει στην τσέπη του και προσποιείται ότι συνεχίζει το ψάξιμο. Ψαχουλεύοντας στα σκοτεινά συναντιώνται και ο Ροδόλφος λέει στη Μιμή το όνομά του και την ενθαρρύνει να του μιλήσει για τον εαυτό της. Εκείνη του λέει πόσο θα προτιμούσε να ζει στην εξοχή που είναι γεμάτη λουλούδια. Ο Ροδόλφος, συγκινημένος από την αθωότητά της, μαγεύεται ολότελα από την ομορφιά και τη χάρη της.
Η Μιμή παρακαλεί τον Ροδόλφο να πάνε μαζί να βρούνε τους φίλους του και πράγματι πηγαίνουν στο Καφέ-Μομύς, όπου συναντούν τους άλλους τρεις. Ξαφνικά ακούγονται χαρούμενες φωνές από τις πωλήτριες των καταστημάτων και σε λίγο εμφανίζεται η Μιζέτα, άλλοτε ερωμένη του Μαρτσέλο, η οποία τώρα ζει με τον γέρο και πλούσιο Αλτσιντόρο. Η Μιζέτα προφασίζεται πως την πληγώνει το παπούτσι της και στέλνει τον Αλτσιντόρο να της το φτιάξει. Εκείνη τρέχει στον Μαρτσέλο και τα ξαναφτιάχνουν. Η συντροφιά, ακούγοντας μακρινούς ήχους μουσικής, φεύγει σηκώνοντας με κέφι την ξυπόλητη Μιζέτα στους ώμους.
Αργότερα ο Μαρτσέλο και η Μιζέτα βρίσκονται σε μια ταβέρνα. Ο Μαρτσέλο έχει εγκαταλείψει την τέχνη του για να κάνει επιγραφές ενώ η Μιζέτα δίνει μαθήματα τραγουδιού. Στο μεταξύ ο Ροδόλφος κάνει δυστυχισμένη τη Μιμή με τις ζήλειες του και τους καυγάδες του. Η Μιμή έρχεται να ζητήσει βοήθεια από τον Μαρτσέλο. Καθώς του μιλάει για τα βάσανά της, ακούει τον Ροδόλφο να πλησιάζει. Για να μην τη δει, εκείνη κρύβεται κάπου. Ο Ροδόλφος λέει στον Μαρτσέλο πως θέλει να παρατήσει τη Μιμή γιατί δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να καυγαδίζουν. Όμως ένας βήχας που ξεσπά, προδίδει την κρυψώνα της Μιμής. Ο Ροδόλφος βλέποντας την ομορφιά της μετανιώνει και τρέχει κοντά της αλλά εκείνη το σκάει.
Κατόπιν ο Μαρτσέλο πιάνει τη Μιζέτα να φλερτάρει με έναν άλλο και χωρίζουν. Όμως τόσο ο Μαρτσέλο όσο και ο Ροδόλφος σκέφτονται ακόμα τη Μιζέτα και τη Μιμή αντίστοιχα. Λίγο καιρό αργότερα, παρουσιάζεται η Μιζέτα φέρνοντας μαζί της τη Μιμή, που είναι πολύ άρρωστη. Ο Ροδόλφος αγκαλιάζει τη Μιμή του αλλά δεν μπορεί να τη βοηθήσει γιατί δεν έχει χρήματα. Η Μιζέτα βγάζει τα σκουλαρίκια και αποφασίζει να τα πουλήσει. Αμέσως αγοράζει μία γούνα για να ζεστάνει τη Μιμή. Ο Κολίν, συγκινημένος από τον αλτρουϊσμό της Μιζέτας, πηγαίνει να πουλήσει το πανωφόρι του για να αγοράσει μερικές λιχουδιές για τη Μιμή. Ο Ροδόλφος και η Μιμή μένουν μόνοι.
Οι φίλοι ξαναγυρίζουν με φάρμακα και άλλα δώρα και την πείθουν πως είναι από τον Ροδόλφο. Η Μιμή κλείνει τα μάτια της και μοιάζει σαν να κοιμάται. Ο Μαρτσέλο πηγαίνει κοντά της και βλέπει πως είναι πεθαμένη. Φεύγει γεμάτος βαθιά λύπη. Ο Ροδόλφος, που κατάλαβε τι είχε συμβεί, τρέχει και ρίχνεται στο κρεβάτι ξεσπώντας με απόγνωση σε λυγνούς και φωνάζοντας "Μιμή, Μιμή!".



iii.Μαντάμα Μπατερφλάι

 Η υψίφωνος Τζεραλντίν Φαράρ ως Μπατερφλάι - Νέα Υόρκη, 1907

Η Μαντάμα Μπατερφλάι (Madama Butterfly) είναι όπερα σε τρεις πράξεις του Ιταλού συνθέτηΤζάκομο Πουτσίνι, θεωρούμενη ως ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα του οπερατικού ρεπερτορίου. Το λιμπρέτο γράφτηκε από τους Λουίτζι Ίλικα και Τζουζέπε Τζακόζα.
Η όπερα αφηγείται την τραγική πορεία προς την αυτοκτονία μιας Γιαπωνέζας έφηβης γκέισας που αποκαλείται χαϊδευτικά Μπατερφλάι (πεταλούδα). Αυτή έχει παντρευτεί έναν Αμερικανό αξιωματικό, πιστεύοντας στις εφήμερες ερωτικές υποσχέσεις του. Σύντομα ο Αμερικανός την εγκαταλείπει, αλλά θα επιστρέψει μετά από τρία χρόνια και θα ζητήσει να πάρει το παιδί που απέκτησαν. Τότε στην Μπατερφλάι απομένει μόνο μία αξιοπρεπής επιλογή: το χαρακίρι.
Στα τέλη του 19ου αι. η Αμερικανίδα Τζένι Κόρελ Λονγκ έζησε για λίγο στην Ιαπωνία συνοδεύοντας το σύζυγό της, ένα μεθοδιστή ιεραπόστολο. Όσα αφηγήθηκε μετά την επιστροφή της στις ΗΠΑ, ενέπνευσαν στον αδελφό της Τζον Λούθερ Λονγκ κάποιες νουβέλες που δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στο περιοδικό Century. Μία από αυτές, η «Madame Butterfly», μεταφέρθηκε στο θέατρο το 1900.
Ο Πουτσίνι πιθανά παρακολούθησε την παράσταση στο Λονδίνο και εντυπωσιασμένος ζήτησε από τους Ίλικα - Τζακόζα να γράψουν ένα λιμπρέτο βασισμένο στην ιστορία της. Παράλληλα μελέτησε κι ο ίδιος τον ιαπωνικό πολιτισμό, προσπαθώντας να αποδώσει όσο το δυνατόν ακριβέστερα το κλίμα και τους χαρακτήρες - πράγμα που κατάφερε παρά κάποια λαθάκια, όπως για παράδειγμα ότι τοποθετεί ένα βουδιστή μοναχό και μια επίσης βουδίστρια υπηρέτρια να επικαλούνται (σε διαφορετικές στιγμές) σιντοϊστικές θεότητες. Φαίνεται ακόμα ότι προσέθεσε στοιχεία από άλλο ένα ευρωπαϊκό έργο που εκτυλίσσεται στη μακρινή χώρα, τη Madame Chrysanthème του Γάλλου Πιερ Λοτί.
Η όπερα έκανε πρεμιέρα ως δίπρακτη το Φλεβάρη του 1904 στη Σκάλα του Μιλάνου, αλλά μολονότι συμμετείχαν οι κορυφαίοι ερμηνευτές της Ιταλίας, γνώρισε πολύ χλιαρή υποδοχή. Ο συνθέτης προέβη σε ριζικές αλλαγές και παρουσίασε μια νέα τρίπρακτη εκδοχή τρεις μήνες αργότερα στην Μπρέσια, η οποία έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Παρόλα αυτά συνέχισε να υποβάλλει το έργο σε διαρκείς αναθεωρήσεις, μέχρι που κατέληξε στην οριστική μορφή του (1907).



Υπόθεση 

Τόπος: Ναγκασάκι
Χρόνος: 1904
Πράξη Α'

Δυο άντρες επιθεωρούν μια έπαυλη στο Ναγκασάκι, περιμένοντας να ξεκινήσει μια γαμήλια τελετή. Ο ένας είναι ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος της κανονιοφόρου Αβραάμ Λίνκολν του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, η οποία σταθμεύει στο λιμάνι της πόλης. Ο δεύτερος είναι ο Γκόρο, επαγγελματίας προξενητής, στον οποίο προσέφυγε ο Πίνκερτον για βρει σύζυγο. Αυτός όχι μόνο του έχει βρει γυναίκα, τη δεκαπεντάχρονη γκέισα Τσο-Τσο-Σαν ή Μπατερφλάι (Πεταλούδα), αλλά σύμφωνα με την παράδοση έχει ετοιμάσει όλο το νοικοκυριό των μελλονύμφων: βρήκε σπίτι και υπηρετικό προσωπικό, κανόνισε τις διατυπώσεις κτλ.
Πρώτος φτάνει ο Αμερικανός διπλωμάτης Σάρπλες, στον οποίο ο Πίνκερτον εκμυστηρεύεται (υπό τους ήχους της Αστερόεσσας) ότι ως Γιάνκης, δεν ικανοποιείται εάν δεν δρέψει τα λουλούδια κάθε ακτής και τον έρωτα κάθε όμορφου κοριτσιού. Αυτό σημαίνει πως δεν σκοπεύει να μείνει για πολύ καιρό παντρεμένος - έτσι κι αλλιώς, σύμφωνα με την ιαπωνική νομοθεσία ο γάμος διαρκεί για 999 έτη, αλλά ο άνδρας έχει δικαίωμα να τον ακυρώσει στην αρχή κάθε μήνα. Ο Σάρπλες εκπροσωπεί τη φωνή της λογικής και του ζητά να μην προχωρήσει στο γάμο εάν έχει τέτοιο σκοπό, αλλά ο καιροσκόπος Πίκερτον αδιαφορεί.
Σε λίγη ώρα καταφθάνει η γαμήλια πομπή: η νύφη με τους συγγενείς και τους φίλους της, ο αυτοκρατορικός επίτροπος, ο ληξίαρχος και άλλοι καλεσμένοι. Από τα λόγια της είναι φανερό πως η Μπατερφλάι έχει ερωτευθεί τον Πίνκερτον, έφτασε μάλιστα στο σημείο να γίνει κρυφά χριστιανή για χάρη του, διακινδυνεύοντας την απόρριψη των δικών της εάν μαθευτεί.
Σύντομα η τελετή ολοκληρώνεται και αρχίζουν οι προπόσεις. Όμως η ευθυμία θα διακοπεί από τον Μπόνζο (βουδιστής μοναχός), θείο της νύφης που ήταν απών από το γάμο. Αυτός εισβάλει στο σπίτι και αποκαλύπτει ότι είδε την Μπατερφλάι να επισκέπτεται τη χριστιανική ιεραποστολή. Οργισμένη, όλη η οικογένεια της νύφης την αποκηρύσσει και φεύγει. Η μόνη που δείχνει να το ξανασκέφτεται είναι η μητέρα της, αλλά τελικά παρασύρεται κι αυτή από το γενικότερο κλίμα.
Καθώς νυχτώνει ο Πίκερτον μαλακώνει τον πόνο της Μπατερφλάι, λέγοντάς της ότι δεν έχασε τίποτα σπουδαίο μπρος σε αυτά που κέρδισε. Ευτυχισμένη η κοπέλα οδηγείται στην κρεβατοκάμαρα, όπου παραδίδεται στο ερωτικό κάλεσμα του συζύγου της.



Πράξη Β'

Η Σουζούκι προτρέπει την κυρία της να ξεχάσει τον Αμερικανό, αυτή όμως είναι πεπεισμένη ότι κάποτε θα επιστρέψει, παίρνοντας στα σοβαρά την υπόσχεσή του ότι θα γυρίσει όταν οι κοκκινολαίμηδες χτίζουν τις φωλιές τους. Γι' αυτό το λόγο αποκρούει τις επανειλημμένες προτάσεις του πρίγκιπα Γιαμαντόρι, με τον οποίο προσπαθεί να την παντρέψει ο Γκόρο.Τρία χρόνια μετά το γάμο, στο σπίτι συναντά κανείς μόνο θλίψη και φτώχεια. Ο Πίκερτον έχει φύγει μαζί με το πλοίο του, αφήνοντας την Μπατερφλάι αποκηρυγμένη απ' τους συγγενείς της, μόνη με την υπηρέτρια Σουζούκι και ένα μωρό-καρπό εκείνης της πρώτης και μοναδικής βραδιάς, τον Ντολόρε (η ιταλική λέξη για τον πόνο).
Ένα πρωί η πίστη της μοιάζει να δικαιώνεται: ο Σάρπλες την ενημερώνει για μια επιστολήτου Πίκερτον που έφτασε στο προξενείο, ότι βρίσκεται εν πλω για το Ναγκασάκι! Η ξαφνική χαρά όμως γίνεται γρήγορα φόβος, όταν ο Σάρπλες προειδοποιεί πως το περιεχόμενο του γράμματος δεν είναι ευχάριστο, γι' αυτό καλύτερα να παντρευτεί τον πρίγκιπα. Θυμωμένη η Μπατερφλάι αποχωρεί πριν ακούσει τη συνέχεια και επιστρέφει με το γιο της, για τον οποίο δεν γνώριζε ούτε ο πρόξενος ούτε ο πατέρας. Είναι σίγουρη πως όταν τον δει ο Πίκερτον, όποιος κι αν είναι ο αρχικός σκοπός της επίσκεψης, τελικά θα γυρίσει στο γάμο τους.
Ο Σάρπλες φεύγει και ο Γκόρο κάνει μια τελευταία απόπειρα να την πείσει ότι έχει επιλέξει λάθος δρόμο, αλλά η Μπατερφλάι απειλεί ότι θα τον σκοτώσει με το σπαθί του νεκρού πατέρα της. Έχει λάβει πια την απόφασή της: Είτε θα ξανακερδίσει το σύζυγό της είτε θα πεθάνει.
Μια κανονιά από το λιμάνι αναγγέλλει ότι κάποιο πλοίο ετοιμάζεται να δέσει. Ενθουσιασμένη στην όψη της σημαίας των ΗΠΑ, η Μπατερφλάι φορά το νυφικό φόρεμά της, δίνει εντολή να στολιστεί το σπίτι και ετοιμάζεται να απολαύσει τους καρπούς της τρίχρονης αφοσίωσής της.



Πράξη Γ

Οι ώρες περνούν μα ο Πίκερτον είναι άφαντος. Το επόμενο πρωί, εξαντλημένη απ' την αγρύπνια της αναμονής, η Μπατερφλάι πέφτει για ύπνο. Λίγο αργότερα εμφανίζεται ο Πίκερτον μαζί με το Σάρπλες και μία άγνωστη γυναίκα: την Αμερικανίδα σύζυγό του (Κέητ). Τους υποδέχεται η Σουζούκι. Συντετριμμένος από την ανευθυνότητά του, ο Πίκερτον εξηγεί το σκοπό της επίσκεψής του: Τον βασάνιζαν φοβερές τύψεις για τη μοναξιά της Μπατερφλάι και ερχόταν για να την πιέσει να ξαναπαντρευτεί. Όταν έμαθε όμως για το παιδί απ' τον πρόξενο, αυτός κι η Κέητ αποφάσισαν να το πάρουν μαζί τους στην Αμερική. Ήρθαν λοιπόν για να το ζητήσουν.
Για ακόμα μία φορά, ο Πίκερτον δεν τολμά να δείξει υπευθυνότητα και φεύγει απ' το σπίτι, ρίχνοντας τη διευθέτηση του ζητήματος στους ώμους του Σάρπλες. Εν τω μεταξύ η Μπατερφλάι έχει ξυπνήσει απ' τις φωνές και βγαίνει στον κήπο, όπου βρίσκονται ο πρόξενος με την Κέητ. Δεν αργεί να καταλάβει τις προθέσεις τους. Απαιτεί τότε να της το ζητήσει ο ίδιος ο Πίκερτον σε μισή ώρα.
Η Μπατερφλάι μπαίνει ξανά στο σπίτι. Ψύχραιμα ξεκρεμά το σπαθί του πατέρα της και διαβάζει την επιγραφή στη λεπίδα: «Πεθαίνει με τιμή αυτός που δεν μπορεί να ζήσει με τιμή». Είναι προφανές ότι σκέφτεται την αυτοκτονία - η Σουζούκι προσπαθεί να την αποτρέψει, φέρνοντάς της τον Ντολόρε. Η Μπατερφλάι πιάνει το παιδί, το τοποθετεί πάνω σε μια ψάθα και του δίνει μια αμερικανική σημαιούλα για να παίξει. Μετά αποσύρεται και κάνει χαρακίρι. Ετοιμοθάνατη περπατά ως το γιο της και ξεψυχά δίπλα του, ενώ ακούγεται από μακριά ο Πίκερτον (που έρχεται για να ζητήσει το παιδί) να την καλεί.





iv. Μανόν Λεσκώ


Η Μανόν Λεσκώ (Manon Lescaut) είναι όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι, εμπνευσμένη από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Αββά Πρεβώ. Η όπερα έκανε πρεμειέρα το 1893 στο Τεάτρο Ρέτζιο του Τορίνου.
Η πλοκή εκτυλίσσεται στη Γαλλία και τη Λουιζιάνα στις αρχές του 18ου αιώνα, και κεντρικοί ήρωες είναι ο Ιππότης Des Grieux και η ερωμένη του Manon Lescaut. Ο Des Grieux προέρχεται από πλούσια οικογένεια ευγενών, αλλά απογοητεύει τον πατέρα του και χάνει τα δικαιώματα στην πατρική περιουσία όταν το σκάει με τη Μανόν. Στο Παρίσι οι δυο εραστές ζουν ευτυχισμένα, ενώ ο Des Grieux αγωνίζεται να ικανοποιήσει τα ακριβά γούστα της Μανόν. Δανείζεται χρήματα από τον φίλο του Tiberge και από απατεώνες χαρτοπαίκτες. Πολλές φορές τα χρήματα εξανεμίζονται, και η Μανόν αρχίζει να σκέφτεται να τον εγκαταλείψει για έναν πλουσιότερο άνδρα, καθώς δεν αντέχει τη σκέψη της φτωχής ζωής.

Οι δυο εραστές έχοντας μπλεξίματα με τη δικαιοσύνη, τελικά εξορίζονται στη Νέα Ορλεάνη, όπου η απουσία ταξικών διαφορών τους επιτρέπει να ζήσουν ήρεμα για ένα διάστημα. Αλλά όταν ο Des Grieux αποκαλύπτει ότι δεν είναι παντρεμένοι στον Κυβερνήτη και θέλει να παντρευτούν, ανοίγει την όρεξη του ανιψιού του κυβερνήτη ο οποίος διεκδικεί τη Μανόν. Στην απελπισία του ο Des Grieux προκαλεί τον ανιψιό του κυβερνήτη σε μονομαχία και τον αφήνει αναίσθητο. Νομίζοντας ότι τον έχει σκοτώσει και φοβούμενοι τα αντίποινα, το ζευγάρι διαφεύγει από την πόλη και περιπλανιέται στην άγρια Λουιζιάνα. Η Μανόν πεθαίνει από το κρύο και την εξάντληση το επόμενο πρωί, και ο Des Grieux επιστρέφει στη Γαλλία για να γίνει κληρικός αφού θάψει την αγαπημένη του.










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου