Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

ΜΙΝΑ ΜΠΟΥΛΕΚΟΥ - ΔΟΚΙΜΙΟ " «Πως η Τελεολογία του Αριστοτέλη επηρέασε τις χριστιανικές αντιλήψεις των διανοούμενων του Ύστερου Μεσαίωνα (13-15 ος αιώνας) "

ΔΟΚΙΜΙΟ  ΒΡΑΒΕΥΘΕΝ ME TO Α' ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ . Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 27-9-2016


Τίτλος Δοκιμίου:

«Πως η Τελεολογία του Αριστοτέλη επηρέασε τις χριστιανικές αντιλήψεις των διανοούμενων του Ύστερου Μεσαίωνα (13-15 ος αιώνας) "





Συγγραφέας: Μίνα Μπουλέκου 

Φεβρουάριος 2016 


Περιεχόμενα 
-Η εξήγηση των φυσικών φαινομένων μεταβολής και κίνησης σύμφωνα με τον Αριστοτέλη 
-Απόψεις και θέσεις Δυτικών Φιλοσόφων-Διανοούμενων κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα (13-15 ος αιώνας) 
- Βιβλιογραφία 
Πίνακας εξωφύλλου- Πηγή


Η εξήγηση των φυσικών φαινομένων μεταβολής και κίνησης σύμφωνα με τον Αριστοτέλη 

 Η τελεολογία αποτέλεσε ένα θεμελιώδες στοιχείο της Αριστοτέλειας αντίληψης του φυσικού κόσμου. Υπήρξε σημαντικό σημείο αναφοράς των μεσαιωνικών λογίων στις φυσικές και κοσμολογικές θεωρίες τους. Συνδέθηκε με τις σχολαστικές και ειδικότερα με τις μεσαιωνικές προσπάθειες απόδειξης της ύπαρξης του Θεού. 
 Κατά τον Αριστοτέλη το αντικείμενο της φυσικής επιστήμης είναι η μελέτη και η  εξήγηση των φαινομένων που μας περιβάλλουν. Ένα από αυτά, είναι και η διαδικασία της μεταβολής των πραγμάτων. Για τον αρχαίο φιλόσοφο, ο οποίος ήθελε μάλλον να καταρρίψει τις ερμηνείες των προκατόχων του σχετικά με τη φύση και τον κόσμο, η μεταβολή αποτελεί φυσική κατάσταση των πραγμάτων, και πηγάζει από τις εν δυνάμει και εγγενείς ιδιότητες τους¹ . Στη δική του σκέψη η μεταβολή είναι συνδεδεμένη με την έννοια της φύσης, καθώς αυτή γινόταν αντιληπτή όχι μόνο ως η υλική μορφή των αντικειμένων, αλλά και ως μια ενεργός πηγή κάθε κατάστασης μεταβολής και ηρεμίας² . Αντιλαμβάνονταν την φύση ταυτόχρονα ως ενεργητική και παθητική ουσία και τη μεταβολή ως η φυσική ροπή των αντικειμένων «προς την τέλεια φυσική πραγμάτωση», προς έναν σκοπό, προς ένα τέλος³ 
 Ο Αριστοτέλης ξεχώριζε τέσσερα είδη αιτιών για αυτή τη διαδικασία: την υλική, τη μορφική, την ποιητική και την τελική αιτία. Οι δύο πρώτες καθορίζουν τη «μεταβλητή ουσία» ενώ οι άλλες δύο είναι αυτές που ενεργοποιούν τη μεταβολή. Κάθε αιτία αντιπροσωπεύει και ένα στάδιο της μεταβολής. Αρχικά, ο συνδυασμός της υλικής με την 
ποιητική αιτία ενεργοποιεί τη διαδικασία της μεταβολής. Το μορφικό ή ειδικό αίτιο καθορίζει τη συγκεκριμένη μορφή (είδος), που θα λάβει αυτή η μεταβολή, η οποία οριστικοποιείται από το τελικό αίτιο, την τελική δηλαδή κατάσταση της μεταβολής (εντελέχεια). Για τον Έλληνα φιλόσοφο κάθε μεταβολή στη φύση υπόκειται σε αυτά τα τέσσερα αίτια. Αντίστοιχα, ο Αριστοτέλης διέκρινε τέσσερα είδη μεταβολών: «την τοπική κίνηση, την ανάπτυξη ή ελάττωση, την αλλοίωση ή αλλαγή ποιότητας και την ουσιαστική αλλαγή». Οι τρείς πρώτες αντιπροσώπευαν την μερική απώλεια των ιδιοτήτων του αντικειμένου, ενώ η τελευταία την ριζική μεταμόρφωση του αντικειμένου σε μια εντελώς νέα ουσία⁴. 
 Για τον διανοούμενο του Μεσαίωνα το ζητούμενο ήταν ν’ ανακαλύψει την αλήθεια των πραγμάτων, που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα του αισθητού κόσμου⁵ . Η φυσική προσέφερε το πεδίο για τη μελέτη των πραγμάτων και όπως είδαμε η αιτιοκρατία έπαιζε μεγάλο ρόλο στο θέμα της μεταβολής των αντικειμένων. Ωστόσο, οι αιτιοκρατικές αρχές του αριστοτελισμού έρχονταν σε αντίθεση με το χριστιανικό δόγμα και συχνά με τις χριστιανικές αντιλήψεις των διανοούμενων του Mεσαίωνα. Για τον Έλληνα φιλόσοφο υπήρχαν αντικείμενα στη φύση και στο σύμπαν τα οποία ήταν αμετάβλητα και αποτελούσαν τη βάση για την παρουσία μιας σειράς διαδοχικών και αιτιακών γεγονότων. Τέτοιο αμετάβλητο αντικείμενο ήταν και το Πρώτο Κινούν ακίνητο, η αριστοτελική θεότητα, η οποία δεν ήταν σε θέση να παρέμβει στα ανθρώπινα πράγματα. Αυτή η σκέψη ερχόταν σε άμεση αντίθεση με τη χριστιανική θρησκεία όπου ο Θεός παρουσιάζεται ως ένα παντοδύναμο Ον, το οποίο έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στη φύση


Απόψεις και θέσεις Δυτικών Φιλοσόφων-Διανοούμενων κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα (13-15 ος αιώνας) 

  Ο Γουλιέλμος Όκκαμ (περ. 1285 – 1347) υποστήριζε ότι το πρόβλημα της κίνησης αφορούσε την ερμηνεία της κίνησης ως αντικειμένου. Σύμφωνα με τη σκέψη του, η λέξη «κίνηση» αποτελεί έναν αφηρημένο όρο, ο οποίος δεν αντιστοιχεί σε κάτι συγκεκριμένο και για αυτό είναι σφάλμα να την ερμηνεύει κάποιος ως κάτι απτό και συγκεκριμένο. Χωρίς να σημαίνει ότι αμφισβητούσε τη θέση ότι τα αντικείμενα κινούνται, ο Όκκαμ επιθυμούσε να καταδείξει τη σημασία των προτάσεων που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την κίνηση. Ήταν σύμφωνος με την άποψη ότι «κάθε πράγμα που κινείται, κινείται από ένα κινούν». Ωστόσο θεωρούσε ότι όταν περιγράφουμε το φαινόμενο της κίνησης, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε τις προτάσεις εκείνες, οι οποίες αποδίδουν ορθά τη διαδικασία και τη φύση της κίνησης και περιπλέκουν λιγότερο την ερμηνεία των πραγμάτων⁷. Για τον φραγκισκανό μοναχό η μεταβολή δεν είναι κάτι παραπάνω από τις διαδοχικές θέσεις, που καταλαμβάνει το αντικείμενο στο χώρο και δεν είναι κάτι το ανεξάρτητο από αυτά⁸ 
 Ο Jean Buridan (περ. 1295 – 1538) στα σχόλια του στα Φυσικά του Αριστοτέλη, ασχολήθηκε επίσης με το αν η κίνηση αποτελεί κάτι παραπάνω από το κινούμενο σώμα και τους τόπους που αυτό καταλαμβάνει διαδοχικά. Έχοντας ως αφετηρία το χριστιανικό δόγμα, ότι ο Θεός μπορεί να επιβάλλει τη βούληση του, εφόσον αυτή δεν αποτελεί «λογική 
αντίφαση», θεώρησε ότι συνεπώς μπορούσε να επιβάλλει και την κίνηση. Εάν υιοθετούνταν η άποψη, ότι η κίνηση δεν ήταν κάτι παραπάνω από το κινούμενο σώμα και τους τόπους που αυτό καταλαμβάνει, τότε αναιρούνταν η θέση του χριστιανισμού, ότι ο Θεός δεν μπορεί να επιβάλλει την κίνηση του κόσμου, διότι ο κόσμος δεν θα άλλαζε τόπους, πράγμα που σήμαινε ότι αυτός δεν κινούνταν. Η άποψη ότι η κίνηση είναι ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό ή μια διακριτή ιδιότητα όπως οι υπόλοιπες ιδιότητες του, κατείχε κεντρικό ρόλο στη σκέψη του Buridan και επεκτάθηκε ακόμα περισσότερο από τους διανοούμενους του 14 ου αιώνα, οι οποίοι ερμήνευσαν την κίνηση ως ποιότητα
Ο Θωμάς Ακινάτης (περ. 1225 – 1274) σε μια προσπάθεια συγκερασμού θρησκείας και αριστοτελισμού, κατέληξε στην άποψη ότι ποιητική και τελική αιτία των φυσικών πραγμάτων είναι ο Θεός. Σύμφωνα με τον Ακινάτη, το Πρώτο Κινούν ακίνητο έχει συγκεκριμένη ύπαρξη¹º. Σχετικά με το θέμα της μεταβολής των πραγμάτων, αυτό αποτελεί την πρωταρχική αιτία της γένεσης των. Από τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί ωστόσο η γένεση, το Κινούν δεν επιτελεί κάποιο ρόλο. Η μετέπειτα διαδικασία της κίνησης και μεταβολής είναι απλώς η φυσική κατάσταση του αντικειμένου¹¹. Ο Ακινάτης ασχολήθηκε επίσης με το θέμα της κίνησης στο κενό. Έχοντας ως παράδειγμα την κίνηση των ουράνιων σωμάτων, κατέληξε στην άποψη ότι αυτή, σε περίπτωση που υπάρχει, θα είναι άπειρη ¹² 
 Τα προβλήματα για αυτούς που επιχείρησαν να συμφιλιώσουν την αριστοτελική τελεολογία με την χριστιανική πίστη, ανέκυπταν όταν τα λεγόμενα της Βίβλου, η αλήθεια των οποίων θεωρούνταν αναμφισβήτητη, έρχονταν σε αντίθεση με τα δεδομένα της αριστοτελικής σκέψης¹³ . Τα βασικά εμπόδια στα οποία προσέκρουαν οι διανοούμενοι αυτής της σχολής, προέρχονταν από την αριστοτελική φυσική, όπου σύμφωνα με αυτήν ο κόσμος ήταν αιώνιος. Κάτι τέτοιο περιόριζε εκτενώς τη Θεία Βούληση αφού της αφαιρούσε την πράξη δημιουργίας του κόσμου¹⁴ αλλά και γιατί της στερούσε την απόλυτη γνώση όλων όσων συμβαίνουν στο γήινο κόσμο, αλλά και από τη δυνατότητα παρέμβασης στην ανθρώπινη ζωή¹⁵. Στην αριστοτελική σκέψη, ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε κάποια συγκεκριμένη στιγμή και ούτε πρόκειται να πάψει να υπάρχει, διότι ο κόσμος είναι αιώνιος εφόσον εξελίσσεται βάση της φυσικής ροπής των πραγμάτων. Η θέση αυτή ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με τη χριστιανική αντίληψη της Θείας Βούλησης, η οποία θεωρούνταν ότι ήταν υπεύθυνη για τη δημιουργία του κόσμου¹⁶
 Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της προσπάθειας να συμφιλιωθεί η αριστοτελική τελεολογική σκέψη με τις ιδέες του χριστιανισμού για την ύπαρξη του Θεού ήταν ο Θωμάς Ακινάτης. Συσχετίζοντας την επιστήμη με τη θρησκεία υποστήριξε ότι η χριστιανική θρησκεία, όπως και οι διάφορες επιστήμες, έχει τα δικά της αξιώματα τα οποία γίνονται γνωστά στον άνθρωπο μέσω μιας ενορατικής αποκάλυψης. Η σκέψη του για τη γνώση του Θεού εδράζονταν στην πεποίθηση ότι ουσία και ύπαρξη στον φυσικό κόσμο είναι διακριτά χαρακτηριστικά. Μόνο στο πρόσωπο του Θεού αποτελούν ενιαία χαρακτηριστικά και για αυτό οι ιδιότητες της αλήθειας ή της αγαθότητας υπάρχουν εν ενεργεία στην ύπαρξη του. Ο Ακινάτης, βάση αυτής της αρχής της αναλογίας, καταλήγει να βεβαιώνει την ύπαρξη ενός αγαθού Θεού¹⁷. Ωστόσο, υπήρχαν ψήγματα στη σκέψη του, τα οποία έβρισκαν αντίθετους πολλούς θεολόγους, οι οποίοι θεώρησαν ότι ο Ακινάτης περιόριζε τη «δημιουργική και αιτιακή δράση του Θεού», αφαιρώντας έτσι την απόλυτη και αιώνια ιδιότητά της. Για αυτό και συμπεριέλαβαν αυτές τις θέσεις του στην καταδίκη των 219 προτάσεων το 1277, προτάσεις οι οποίες έρχονταν σε σύγκρουση με το χριστιανικό δόγμα ¹⁸ 
 Ο Σίζερ που γεννήθηκε το 1240 στη Γαλλία και σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, ήταν οπαδός της αριστοτελικής σκέψης και προσπάθησε να την συμφιλιώσει με τις αντιλήψεις του χριστιανισμού, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι κάποιες φορές μπορεί να έρχονται σε αντίθεση. Για τον Σίζερ η γνώση της ύπαρξης του Θεού και της θείας βούλησης πήγαζε από την πεποίθηση ότι τίποτα δεν μπορεί αν δημιουργηθεί εκ του μηδενός και ότι η ανθρώπινη βούληση δεν είναι ανεξάρτητη, ούτε ελεύθερη, αλλά απόλυτα καθορισμένη από τη Θεία βούληση¹⁹ . Ο Σίζερ επιχειρηματολόγησε για το θέμα της ύπαρξης του Θεού, υποτάσσοντας κατά κάποιο τρόπο τη θεολογία στον αριστοτελισμό, πιστεύοντας ότι η αιωνιότητα του Θεού, σημαίνει και την αιωνιότητα του κόσμου²º
 Ο Μποναβεντούρα (περ. 1221 – 1274), υποστήριξε ότι οι αριστοτελικοί όροι χρησιμοποιήθηκαν για να πρεσβεύσουν την ύπαρξη του Θεού, ο οποίος παρέχει στον άνθρωπο τη γνώση των πραγμάτων. Ήταν υποστηρικτής της ιδέας της δημιουργίας εκ του μηδενός και συνεπώς ερχόταν σε αντίθεση με την αριστοτελική ιδέα της αιωνιότητας του κόσμου. Ο Μποναβεντούρα επιχείρησε να συμφιλιώσει το Λόγο με την Πίστη, υποτάσσοντας τον ωστόσο σε αυτήν²¹. Εν τέλει η προσπάθεια συμφιλίωσης του αριστοτελισμού με τη χριστιανική θεολογία οδήγησε στην καταδίκη των αριστοτελικών θέσεων το 1277. Ωστόσο, κατά παράδοξο τρόπο, εκείνη ήταν η εποχή που ο Αριστοτέλης «αναγνωρίστηκε ως ο μεγαλύτερος φιλόσοφος» ²²
Για τον Όκκαμ το ερώτημα «για ποιο λόγο δημιουργείται η φωτιά;» είναι άτοπο, εφόσον συλλαμβάνεται μέσα σε ένα πλαίσιο ερμηνείας της αιτιακής σύνδεσης των γεγονότων. Ο Όκκαμ αρνούνταν την αναγκαία αιτιακή σύνδεση των πραγμάτων, που πρέσβευε ο Αριστοτέλης. Θεωρούσε ότι δεν μπορούμε να εξάγουμε την ύπαρξη ενός αντικειμένου βάση της ύπαρξης κάποιου άλλου. Πίστευε ότι η υπόθεση, πως ένα εμπειρικό γεγονός οφείλεται σε κάποιο άλλο μπορεί να είναι εσφαλμένη, διότι η αιτία κάλλιστα μπορεί να βρίσκεται στη Θεία Θέληση. Για αυτό κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η υπέρβαση των καθορισμένων ορίων της εμπειρίας βάση απλών εμπειριών δεν έχει κανένα απολύτως νόημα²³ . 
 Ο Όκκαμ ήταν υποστηρικτής της άποψης ότι δεν θα πρέπει να βγάζουμε συμπεράσματα για πράγματα τα οποία υπερβαίνουν την ανθρώπινη αντίληψη, γι’ αυτό και θεωρούσε ότι η εξήγηση των φαινομένων θα πρέπει να γίνεται στο βαθμό που οι γραμματικοί όροι που την συνθέτουν έχουν απόλυτα λογική συνέπεια και λογικό περιεχόμενο²⁴ . Η «αιτία» για αυτόν δεν είναι κάτι ξεχωριστό και ανεξάρτητο από το αντικείμενο²⁵ , αλλά ενυπάρχει σε αυτό, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κίνησης. Η αιτία σε αυτήν την περίπτωση είναι το πρώτο κινούν: «Κάθε πράγμα που κινείται, κινείται από ένα κινούν» ²⁶ . Αντίστοιχα όταν εξετάζει το φαινόμενο της θερμότητας των πραγμάτων, καταλήγει στην άποψη ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο πέρα από το φως που θερμαίνει. Και εδώ η διαδικασία της μεταβολής δεν είναι για αυτόν ούτε ποιότητα, ούτε ουσία ²⁷ . 
 Μέχρι σε ένα βαθμό η σκέψη του συμπίπτει με τη σκέψη του Αριστοτέλη, αφού και για τον Έλληνα φιλόσοφο, υπάρχουν εγγενείς και εν δυνάμει ιδιότητες στα αντικείμενα, οι οποίες είναι υπεύθυνες για το φαινόμενο της μεταβολής. Ωστόσο η απόρριψη των αναγκαίων αιτιακών σχέσεων μεταξύ των γεγονότων, όπως και της δυνατότητας εντοπισμού και περιγραφής αυτής της σχέσης τον απομακρύνουν αισθητά από την αριστοτελική τελεολογική αντίληψη ²⁸ . 
 Συμπερασματικά, η αριστοτελική σκέψη επηρέασε αισθητά τη σκέψη των διανοούμενων του Μεσαίωνα. Θεωρούμε ότι, παρά την προσκόλληση τους στα δόγματα της χριστιανικής πίστης, το ενδιαφέρον τους για την εξήγηση του φυσικού κόσμου δεν μπορεί να θεωρηθεί υποδεέστερο από αυτό του Έλληνα φιλοσόφου. Οι συνθήκες ήταν απλά διαφορετικές και οφείλουμε να κατανοήσουμε το γεγονός ότι η φιλοσοφία και η επιστήμη επηρεάζεται από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο καλλιεργείται. Απ’ ότι φαίνεται τα Φυσικά του Αριστοτέλη, προσέφεραν ένα πλούσιο υλικό για την εξήγηση φαινομένων όπως η μεταβολή και η κίνηση. Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου οι αριστοτελικές θέσεις ερχόταν σε αντίθεση με τις ιδέες του χριστιανικού δόγματος, τότε προέκυπταν προβλήματα που μάλλον όχι επιλύονταν με την απαγόρευση των αριστοτελικών θέσεων. 
 Εν κατακλείδι θεωρούμε ότι, εάν δεν υπήρχε αυτή η σύγκρουση μεταξύ Πίστης και Λόγου, δεν θα είχε επέλθει και η εξέλιξη των φυσικών επιστημών, ως αποτέλεσμα αφ’ ενός της διαδοχικότητας της συνέχειας και της προόδου και αφ’ ετέρου μέσα από τις συγκρούσεις και τις ρήξεις που επηρέασαν έντονα αυτή την περίοδο των Μεσαιωνικών Χρόνων. 

Βιβλιογραφία 
 Ασημακόπουλος Μ. και Τσιαντούλας Α. (2008), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Α’), Πάτρα: ΕΑΠ. 
 Crombie A.C., (1994), Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο. Η επιστήμη τον Μεσαίωνα (5 ος – 13 ος αιώνας), τόμος Α. μτφρ. Θεοδώρα Τσίρη, Ιορδάνης Αρζόγλου, Αθήνα: ΜΙΕΤ 
 Grant Edward (2008), Οι φυσικές επιστήμες τον Μεσαίωνα, μετάφραση Ζήσης Σαρίκας, πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης: Ηράκλειο 
 Lindberg David, (1997), Οι απαρχές της Δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η.Μαρκολέφας, Παν/κές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. Αθήνα 

✧✧✧✧

1 A.C. Crombie, Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο. Η επιστήμη τον Μεσαίωνα (5 ος – 13 ος αιώνας), τόμος Α. μτφρ. Θεοδώρα Τσίρη, Ιορδάνης Αρζόγλου, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1994, σ.σ. 84 – 85 
2 Ό.π. σ. 85 
3 Ό.π. σ. 86 
4 Ό.π. σ.σ. 87 – 88 
5 Crombie, ό.π. σ. 80 
6 David Lindberg, Οι απαρχές της Δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η.Μαρκολέφας, Παν/κές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. Αθήνα, 1997, σ. 310 
7 Lindberg, ό.π. σ.σ. 415 – 416 
8 Μ. Ασημακόπουλος – Α. Τσιαντούλας, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Α’), Πάτρα: ΕΑΠ, σ. 143 
9 Ό.π. σ.σ. 416 – 417 
10 Ασημακόπουλος – Τσιαντούλας, ό.π. σ.98 
11 Lindberg, ό.π. σ. 428 
12 Ασημακόπουλος – Τσιαντούλας, ό.π. σ. 184 
13 Ό.π. σ. 45 
14 Edward Grand, Οι φυσικές επιστήμες στον Μεσαίωνα, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο: 2008, σ. 37 
15 Ό.π. σ. 41 
16 Lindberg, ό.π. σ. 309 
17 Ασημακόπουλος – Τσιαντούλας, ό.π. σ. 96 
18 Ό.π. σ. 111 
19 Ό.π. σ. 100 
20 Ό.π. σ. 101 
21 Ό.π. σ. σ. 93 – 94 
22 Crombie, ό.π. σ. 78 
23 Grant, ό.π. σ. 47 
24 Ασημακόπουλος – Τσιαντούλας, ό.π. σ.σ. 138 – 139 
25 Ό.π. σ. 143 
26 Lindberg, ό.π. σ. 415 
27 Ασημακόπουλος – Τσιαντούλας, ό.π. 
28 Grant, ό.π. σ. 48π 









































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου