Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ (1880 – 13 Σεπτεμβρίου 1915)


Πεζογράφος και ποιητής των αρχών του αιώνα μας, που ανήκει στη λεγόμενη ηθογραφική σχολή του Κρυστάλλη. Γεννήθηκε στο χωριό Γρανίτσα της Ευρυτανίας και καταγόνταν από οικογένεια αγωνιστών. Από πολύ νέος διακρίθηκε για την έφεσή του στα Γράμματα και το ήθος του. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο στην Άρτα, ήρθε στην Αθήνα, το 1899, και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα άρχισε ν’ ασχολήται με τη δημοσιογραφία. Τα πρώτα αξιόλογα δημοσιεύματά του φάνηκαν απ’ τις σελίδες του περιοδικού «Παναθήναια», ώσπου τελικά έγινε αρχισυντάκτης του «Χρόνου».
Στα 1911, μόλις ενηλικιώνεται, εκλέγεται βουλευτής Ευρυτανίας και παίρνει μέρος σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός στον πόλεμο του 1912-13. Μετά τον πόλεμο άρχισε να δημοσιεύη στην «Εστία» τη σειρά των πεζογραφημάτων που τον έκαναν γνωστό και που για μισόν αιώνα αργότερα υπήρχαν σ’ όλα τα σχολικά μας αναγνώσματα: είναι τα περίφημα «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου». Ο Στεφ. Γρανίτσας πέθανε νέος πολύ, από μιά επιδημία τύφου που τον προσέβαλε στην Καλαμάτα, το καλοκαίρι του 1915, όταν πήγε να δη έναν αδελφό του εγκατεστημένο εκεί. Τα πεζογραφήματα αυτά συγκεντρώθηκαν αργότερα και κυκλοφόρησαν σ’ έναν τόμο το 1921. Μεγάλο μέρος από το υπόλοιπο έργο του παραμένει εγκατεσπαρμένο στις εφημερίδες της εποχής. Ο Γρανίτσας έγραψε ακόμη και μιά θεατρική ηθογραφία, με τίτλο «Ο Μήτσελος» που ανέβηκε στο θέατρο «Ομονοίας».
Η προσωπικότητα του Στέφανου Γρανίτσα, οι γνώσεις του και το λογοτεχνικό του ταλέντο υπόσχονται πολλά για την αναγεννημένη Ελλάδα, μετά την Επανάσταση του 1909. Ήταν τόσες οι πληροφορίες του για την αγροτική ζωή και τις ανάγκες της ελληνικής επαρχίας, που ο Έλ. Βενιζέλος (ο Γρανίτσας ήταν βουλευτής του) του ανάθεσε τη σύνταξη όλων των αγροτικών νομοσχεδίων. Σαν λογοτέχνης ο Γρανίτσας έφερε μιάν αγροτική δροσιά, την καθαρότητα του βουνήσιου αγέρα στην αποπνιγμένη απ’ την καθαρεύουσα Λογοτεχνία μας. Ο Παύλος Νιρβάνας τον χαρακτήριζε «ο πεζογράφος Κρυστάλλης», κι ο Βλάσης Γαβριηλίδης έλεγε για τα χρονογραφήματα του Γρανίτσα: «Τα ρουφάω σαν δροσιστικό κάθε πρωί».
Δ.Π. ΚΩΣΤΕΛΕΝΟΣ / ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ / ΕΚΔΟΣΕΙΣ Κ. ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΥ / ΑΘΗΝΑ / 1976

ΠΟΙΗΜΑ - Απριλιάτικο βράδυ

Απόψε λες και γιόμισαν την κάθε βρύση μάγια
κι ήπιαν οι ράθυμοι βοσκοί κι αγάλιασαν τα πλάγια
χορός στο κάθε ανάραχο, αχός στο κάθε ρέμα
χίλιες μορφές υφαίνονται σε μεταξένιο γνέμα
πάνω στους λόγγους τους γλαρούς και στων γκρεμών τ’ απόσκια
και τα ‘λιοβασιλέματα στερνοφιλούν τα μόσκια.


‘Ως και τα κυπροκούδουνα κ’ οι γκιώνηδες κ’ οι γρύλλοι
εμέθυσαν απ’ τη χαρά τ’ αποψινού τ’ Απρίλη
κ’ εσώπασαν το κλάμα τους το πικρολάλημά τους,
να τραγουδήσουν οι καλοί τις νιες στο πέρασμά τους
απ’ τα ψηλά τα διάσελα στ’ ανάρια μονοπάτια,
με το γοργό περπάτημα, τα χαμηλά τα μάτια.


πηγή φωτογραφίας 

ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΓΟΥ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το βιβλίον αυτό μας φέρνει εις τας δροσεράς και βαθείας πηγάς της ζωολογικής επιστήμης. Την ζωολογίαν την έκαμαν οι γεωργοί, οι κυνηγοί και οι ψαράδες. Υποθέσατε, ότι κάποιος εξ αυτών, με μνήμην ακριβή, με συνείδηαιν, με βλέμμα καθαρόν και γοργόν, με ποίησιν, με ακίνδυνον φανταοίαν και με αγαθήν ειρωνείαν, αποφασίζει να μας διηγηθή, εμπρός εις πελωρίαν φωτιά του χειμώνος, τας γνωριμίας του με τα ζώα, ό,τι ξεύρει το μάτι του, η αφή του, η ακοή του δια τους κατωτέρους αδελφούς του ανθρώπου. Αυτός είναι ο Γρανίτσας. Άνθρωπος του υπαίθρου με ανεπτυγμένην την επιστημονικην περιέργειαν, στήνων δόκανα και παραμονεύων εις την λόχμην. Ηθέλησε να ιδή ο ίδιος, ν’ ακούση ο ίδιος τα ζώα, να θησαυρίση τας γενικεύσεις που έκαμαν ολόκληροι γενεαί δι’ αυτά. Και πραγματικώς είδε και ήκουσε. Διηγείται και παριστάνει ωσάν άνθρωπος της φύσεως διαθέτων οξυτάτας αισθήσεις. Εις τας σελίδας του υπάρχει ένας θη­σαυρός από παρατηρήσεις παρθένους και ωραίας. Είναι πιθανόν η λαϊκή παράδοσις, την οποίαν τόσον προσέ­χει, να έρχεται κάποτε εις αντίφασιν με τα αυστηρά πορίσματα της ζωολογίας. Πιθανόν να εισέδυσαν εδώ πλάνοι, τας όποιας η επιστήμη είναι ελευθέρα να απορρρίψη ή να αναιρέση. Εν πάσει όμως περιπτώσει αι σελίδες αυταί παρέχουν πλούσιον υλικόν εις την επιστήμην. Συγκεντρώνουν τας παρατηρήσεις ενός Έλληνος φυσιολάτρου επί του συνόλου των ζώων που συντηρεί η Στερεά Ελλάς, επί της ελληνικής faune. Μας πα­ρουσιάζουν πολύ από την ελληνικήν χλωρίδα με τον ζωικόν της κόσμον. Μας δίδουν ταυτοχρόνως άφθονον λαογραφικόν υλικόν. Είναι μία εργασία που εθεωρήθη ως ευεργεσία ενός ανθρώπου προς το κοινόν, όταν εδημοσιεύθη εις την «Εστίαν». Πρώτην φοράν λογογράφος Έλλην απεφάσιζε να ξυπνήση την κοινωνίαν από τον αστικόν της ύπνον, προσφέρων μέσα εις τα κομμωτήριά της ολόκληρον δάσος της Ευρυτανίας με τα τετράποδα και τα πτερωτά του.

Μεταξύ της μεγαλειώδους φύσεως και τον κοινού ο Γρανίτσας εφρόντισε να μη εμφανίση τον εαυτόν τον. Δεν έχει εδώ την φιλαρέσκειαν του συγγραφέως. Διη­γείται για να εκθέση τας παρατηρήσεις του, να πληρο­φορήση και - ας ειπώ την τιμίαν αυτήν λέξιν - να ωφελήση. Απησχολημένος εις αυτό το αγαθόν έργον, παρεσύρθη εδώ και εκεί εις ταχυγραφίας και ανεμίχθηααν κάποτε εις τας σελίδας του δημοσιογραφικαί επικαιρότητες, όπου τώρα ξαφνίζουν δυσαρέστως. Ο θάνατος δεν τον αφήκε να ρίξη δεύτερον βλέμμα εις την ωραίαν συλλογήν τον. Μας παραδίδεται όπως εγράφη τότε. Αλλά τούτο δεν θα ελαττώση καθόλου την σημασίαν και την γοητείαν της ειλικρινούς αυτής εργασίας. Η λαογραφική ζωολογία του Γρανίτσα λάμ­πει ολόκληρος από το υγιές και δροσερόν γέλιο του. Εγράφη από συγγραφέα, ο οποίος δεν έχει πολύν σεβασμόν εις τονάνθρωπον, αλλά θεωρεί τα ζώα ως αδελφούς του αξίους πάσης υπολήψεως, οι οποίοι αν δεν κατέχουν το αριστοκρατικόν προνόμιον του λόγου, γνωρίζουν όμως να χαίρωνται και να λυπούνται και επί τέλους γνωρίζουν να σιωπούν. Ο γελαστός πεσιμισμός του λογογράφου, η κρυμμένη πικρία του, η αγαθότης του ευρήκαν εδώ μίαν ικανοποίησιν. Το καλ­λιτέχνημα της εξελίξεως, του ανθρώπου, το πλέον προχωρημένον των ζώων, αλλά και διά τούτο όχι ολιγώτερον ζώον, τον περιφέρει εις το δάσος διά να ιδή τους συγγενείς του που άφησε πίσω. Είναι ευτυχής όταν μας δείξη ότι τα ζώα του έχουν τας ιδικάς μας εγκεφαλικάς ευγενείας. Η Χαρά και η Λύπη, το ευχάριστον και το δυσάρεστον, αυτοί οι δύο κεφαλαιώδεις τύποι της συναισθητικότητος, οι οποίοι εδημιούργησαν τον πολιτισμόν μας, υπάρχουν και εις τα ζώα του Γρανίτσα. Η τέχνη; Διαβάστε το «Αηδόνι» του. Η ηθική; Και αυτήν ακόμη την γνωρίζει ο «Κότσυφάς» του, φιλάνθρωπος όσον όλαι ομού αι κυρίαι της αστικής τάξεως, όπως απέδειξεν η διήγησις του λοχαγού Μανωλίδη, ο οποίος τον έτρεφεν εις το κλουβί. Δεν μένει εις τον άνθρωπον παρά ο λόγος και η γραφή. Όλα τα άλλα τα έχομεν κοινά με τα ζώα. Ψαυόμεθα με αυτά, σκουντούμεθα μαζί των εις τον ατελεύτητον και θεοσκότεινον δρόμον μεταξύ ενστίκτου και νοήοεως.
Εις τον δρόμον αυτόν σκορπίζει στιγμιαίους και εντόνους φωτισμούς ο Γρανίτσας. Είναι ματεριαλιστής διατεθειμένος να τονίση ό,τι δυνατόν ή ωραίον δημι­ουργεί εις τα ζώα η ανάγκη να ζήσουν, η αντίδρααις κατά τον περιβάλλοντος. Και το κάμνει ο Γρανίτσας με όλον το κελάδημα της αγροτικής ευθυμίας του. Η ζούγ­κλα του έχει το σκεπτόμενον Μυστικτόν της, έχει τα συμφέροντά της και τα αισθήματα της, την σοφίαν της και την τέχνην της, τους πολιτισμούς της και τους αλτρουισμούς της. Εις κάθε ευκαιρίαν ο συγγραφεύς, ζωγραφίζων τα ζώα του, μας πληροφορεί, ότι ο διανοητικός μηχανισμός δεν είναι αποκλειστικόν προνόμιον του ανθρωπίνου εγκεφάλου. Το δάσος του έχει φωσφορισμούς ανθρωπινής νοήσεως. Αλλά και το άνθισμα της λαϊκής παραδόσεως, την οποίαν τόσον επρόσεξεν ο συγ­γραφεύς, γύρω εις τας ζωολογικάς παρατηρήσεις δίδει εις το βιβλίον αυτό εξαιρετικόν ενδιαφέρον και, χωρίς βλάβην της επιστήμης, δημιουργεί μίαν γοητευτικήν ισοπολιτείαν ανθρώπων και ζώων, πλήρη Αισωπικής σοφίας και μέθης.

Σπανίως άνθρωπος ανεζητήθη τόσον πολύ όσον ο Στέφανος Γρανίτσας. Κάνεις δεν θέλει να συνειθίση με τον θάνατόν του. Το πέρασμά του από τας Αθήνας αφήκε την χαρμόσυνον ανάμνησιν αγρίου και θαλερού δένδρου, το οποίον σαλεύει και πρασινίζει χίλια μέτρα υπέρ την θάλασσαν. Το δένδρον αυτό εσκόρπιζεν ημέραν και νύχτα εδώ εις την πρωτεύουσαν διηγήσεις διά τα θαυμάσια της φύσεως. Ολίγων λεπτών συνομιλία με αυτόν άφηνε φυσιολατρικήν χαράν εις τον ακροατήν. Την φιλολογίαν του δεν επρόφθασε να την γράψη, την είπεν όμως. Ήτο άσωτος εις αυτό. Εσκόρπιζε παντού το πλούσιον υλικόν που του έδωσεν η γέννησις και η ζωή του εις την κορυφήν της αγρίας Ευρυτανίας, εις την Γρανίτσαν των Απεραντίων. Εκεί επάνω ησθάνθη, εκεί επήρε τας εικόνας, τους τύπους, την ανάμνησιν των μαχών μεταξύ των στοιχείων, τας βιβλικάς σελί­δας που μας διηγείτο. Εκεί επήρε την ρουμελιώτικην αγνότητα της ψυχής του. Η μουσικότης της πεζογρα­φίας του είναι και αυτή δώρον της πατρίδος του. Και εις το γέλιο των σελίδων του περί των ζώων δεν είναι δυνατόν παρά να αναγνωρίσωμεν τον ιδιαίτερον χαρακτήρα των συνδημοτών του Απεραντίων, ανθρώπων ιδιαιτέρως φημιζομένων εις τον νομόν Αιτωλοακαρ­νανίας διά την ιλαράν αντίληψιν που έχουν της ζωής. Με αυτά τα στοιχεία και με το πολύχρωμον τάλαντόν τον, ο Γρανίτσας ήτο για τους κύκλους που ευτύχησαν να τον γνωρίσουν μία ζωντανή λαογραφία. Εξεφράζετο με την γνωμικήν σοφίαν του λαού. Κατήντησε να ομιλή με λαϊκούς μύθους. Αντί γνώμης, για πολλά ζητήματα παρουσίαζεν ένα μύθον της Ευρυτανίας. Οι μύθοι του είτε απλοί, όπως τους έπαιρνεν είτε διασκευα­σμένοι από τον ίδιον, ήσαν εξαίσιοι. Χίλια άρθρα δεν λέγουν ό,τι ο μύθος του Γρανίτσα διά τον άγρυπνον σκύλον με το λυκοξύγκι, με τον οποίον εχαρακτήρισε το γλωσσικόν ζήτημα. Κατά τον ίδιον τρόπον εξεφράζετο για ολοκλήρους καταστάσεις, Ήτο ριζωμένος εις την ελληνικήν Γην. Εσυλλογίζετο αυτήν και εσκέπτετο δι’ αυτής. Αυτή τον απησχόλησε και ως πολιτευόμενον. Εις την Βουλήν ήτο ο πρώτος ασχοληθείς, με πρωτοτυπίαν και οξύτητα, εις τα πλουτοπαραγωγικά ζητήματα της ελληνικής γης. Ακόμη και εις τας σελί­δας αυτάς τον παρακολουθούν αι παραγωγικαί του απασχολήσεις.
Δεν επρόφθασε να κάμη τίποτε από όσα ήθελε. Εχάθη αιφνιδίως. Εις την θλίψιν μας διά το δόλιον κτύπημα, είναι μία παρηγοριά, ότι έχομεν αρπάξει από τα χέρια του θανάτου, την λαογραφικήν αυτήν ζωολογίαν, όπου το οξύ και δροσερόν πνεύμα του κατα­σκοπεύει το μυστήριον της ζωικής φύσεως μέσα εις τα άγρια ελληνικά τοπία που το ελίκνισαν.
Ζ. Λ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ



Η ΑΡΚΟΥΔΑ

Ιδού και ένα δημιούργημα της πεθεράς.
Η Αρκούδα.
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μια πεθερά που βα­σάνιζε τη νύφη της. Ο ελληνικός λαός δεν παραδέ­χεται καθόλου πως υπάρχει πεθερά κακή για τον γαμ­βρό της. «Ίσια ίσια γι’ αυτόν γεννάει κι ο κόκορας της πεθεράς αυγό».
Αν ιδής μάλιστα εις ένα σπίτι πεθερά, λέγει ο λαός, κοίταξε πως είναι σκουπισμένη η σκάλα, για να καταλάβης αν είναι πεθερά του ανδρός ή της γυναικός του. Αν είναι πεθερά του γαμβρού, τουτέστι μητέρα της νύφης, η σκάλα είναι κακοσαρωμένη. Από φόβο μήπως χαλάση τον πρωινόν ύπνο του γαμβρού και της κόρης της, ίσια, που εγγίζει τη σκούπα στα σανίδια. Αν είναι όμως μητέρα του γαμβρού, τότε χτυπάει τόσο δυνατά για να ξυπνήση τη νύφη της, ώστε κάνει τη σκάλα καθρέφτη.
Η λαϊκή κακογλωσσιά δεν δέχεται γεράματα της γυναικείας φιλαρεσκείας. Θα έχετε ακούσει, βέβαια, πως ρώτησαν μια φορά κάποια πεθερά αν θέλη μέλι ή γαμβρό και εκείνη απήντησε:
- Που έχω ’γω, παιδιά μου, δόντια για μέλι...

Η πεθερά λοιπόν, που εβασάνιζε τη νύφη της, έδωκε σ’ αυτήν ένα πρωί μαύρα μαλλιά για να πάη στη βρύση να τα πλύνη όσο το δυνατό να γίνουν άσπρα.

- Μπορεί, μάνα, τα μαύρα μαλλιά να γίνουν ά­σπρα;…
-Μπορεί και παραμπορεί… Η άξια γυναίκα ό,τι δε θέλει δεν μπορεί.....

Η νύφη πήρε τα μαύρα μαλλιά και πήγε στη βρύση. Έπλυνε, ξέβγανε αλλά τα μαλλιά έβγαιναν πάντα μαύρα. Έφτασε το βράδυ κι η νύφη απόκαμε:

-Τώρα, είπε, τι να κάμω;.... Όπου κι αν είναι θα κουβαληθή ο Ιούδας εδώ και θα με γέψη... Λυπήσου με, Παναγιά μου, κάνε με έν’ αγρίμι να την πνίξω άμα έρθη να με βασανίση....

Η Παναγία την εψυχοπόνεσε και την έκαμε αρ­κούδα.

-Τώρα, Παναγιά μου, είπε και σου την σιγυρίζω...

Παραμέρισε σε μια κουφάλα και περίμενε την πε­θερά της. Εκείνη ήρθε και καθώς δεν είδε τη νύφη της δίπλα στα κανάλια, πήρε ένα ξύλο κι άρχισε να ψάχνη δεξιά και αριστερά στα πλατάνια. Την ώρα όμως που η Αρκούδα ήταν έτοιμη να της ριχθή και να την σχίση, εκείνη επρόλαβε και φώναξε:

-Αχ ετούτο τ’ αγρίμι έφαγε τη νυφούλα μου. ..

Κι έβαλε τέτοια κλάματα, ώστε η Αρκούδα είδε ή θάρρεψε πως την επονούσε στ’ αλήθεια. Και έτσι δεν την επήραξε, αλλά έφυγε στα βουνά».

Η παράδοσις είναι Ηπειρωτική. Θαύμα αβρότητος προς την πεθεράν εις τους μύθους του, εις τας παροιμίας του, εις τα τραγούδια του ο λαός αυτός. Ηπειρω­τικοί είναι και αυτοί οι στίχοι:

Κι η σκύλα πεθερά σου
θέλει μαχαίρωμα
μες το ξημέρωμα!...

Έως τώρα την Αρκούδα την εγνωρίζαμε από τους πρώην συμμάχους μας και από τα δημοτικά τραγούδια:

Κι όπ’ εύρης λάφια σκότωσ’ τα
κι αρκούδια ημέρωσέ τα
κι όπ’ εύρης και τον άνδρα μου
ρίξε και σκότωσέ τον,
μη τον βαρέσης σε πλευρό
κι αργήση να πεθάνη.

Ποιος είδε τον Αμάραντο
σε τι γκρεμνό φυτρώνει,
Τον τρων τα ’λάφια και ψοφούν
τ’ αρκούδια κι ημερεύουν.

Συντρόφοι μη μ’ αφήσετε
σε τούτον έρμο τόπο,
εδώ ’ν’ αγρίμια να με φαν
κι αρκούδια να με σχίσουν,
εδώ ’ναι φίδια με φτερά
με δεκοχτώ κεφάλια.

Με τας νέας όμως επαρχίας εγίναμε πλούσιοι αρκουδοπαραγωγοί. Τα Ηπειρωτικά όπως και τα Μακεδονικά ορεινά δάση κρύβουν αρκετόν πλήθος. Εν­νοείται, ότι καμμίαν αξίαν δεν προσθέτουν εις την γουνοπαραγωγήν μας, διότι η άσπρη αρκούδα, της οποίας έχει αξίαν το δέρμα, είναι σπάνιον φαινόμενον εις την Βαλκανικήν. Πού και πότε να ξεκόψη καμμία από την Ρωσσίαν.
Έχομεν λοιπόν μόνον το βάσανόν των, βάσανον της βλαστήσεως, εν μέρει της στάνης, αλλά μέγα βάσανον για τα μελισσομάντρια, διότι το μέλι είναι η μεγάλη αδυναμία της και το μελισσοτρύγισμα το κύριον ταλάν της. Ως και η Αλεπού ακόμη της ανεγνώρισε αυτήν την ειδικότητά της.
Μια φορά είχαν κάμει συντροφιά για να χαλούν μελίσσια. Η Αλεπού είχε τη βάρδια κι η Αρκούδα το χάλασμα της κυψέλης. Έτρωγεν όσο ήθελε και όταν έφευγε, έπαιρνε μαζί της ένα κομμάτι για κείνην αλλά μετ’ ολίγον η Αλεπού επίστεψεν, ότι μπορεί να χαλάση και μόνη της μελίσσια.
Επήρε λοιπόν τα Αλεπόπουλα, τα έβαλε στα κα­ραούλια (σκοπούς) και διηυθύνθη μόνη της στο μελισσομάντρι. Αλλά συνηθισμένη από τα κοτέτσια, ήρχισε ν’ αναποδογυρίζη ένα ένα τα μελίσσια· πετάχτηκαν σύννεφα οι μέλισσες, της έζωσαν το κορμί της ως την ουρά και δεν είδε από ποια πόρτα έφυγε. Άμα έφθασε στα παιδιά της είπε:
- Πάμε, παιδιά μου, δεν είμαστε για μεγάλες δου­λειές εμείς σαν την Αρκούδα. Είμαστε μόνον για καραούλια καλοί....
Για ποια μεγάλη δουλειά δεν είναι άξια η Αρ­κούδα; Δαμάζει θηρία, σκαρφαλώνει στα πλέον υψηλά δένδρα για να φάη καρπούς, πετροβολά με θαυμασίαν δεξιότητα και μόνον μίαν αδυναμίαν της ευρήκαν οι βοσκοί του Ζαγορίου, όπως μου έλεγαν: Τη φωτιά.
Άμα ιδή δαυλί, φεύγει σαν η Αλεπού τα μελίσσια. Αν οι βοσκοί δεν έχουν αναμμένη φωτιά τσακμακίζουν τα στουρνάρια τους και την προγγούν με τις σπίθες! Πώς αυτό το παντοδύναμο και άτρομο ζώο επήρε με τόσο φόβο τη φωτιά; Να της θυμίζη το σπίτι της, τουτέστι την πεθερά της;

Η ΠΕΡΔΙΚΑ

Πολλούς ανθρώπους και ζώα εξιδανίκευσεν η δημο­τική ποίησις. Αλλά διά την άτυχη Πέρδικα εφάνη τόσον βάναυσος, ώστε να λυπούμαι άμα την βλέπω, ή άμα ακούω τα τραγούδια της. Τα μάτια της και τα φρύδια της, αριστουργήματα συνθέσεως φωτός και χρωμάτων, τα εχάρισεν ο δημοτικός στίχος εις χιλιάδας γυναικών. Δεν ετραγούδησε κανείς χωριάτης η βλάχος, ποιητής ή σκιτζής, την ερωμένην του, δίχως να βεβαίωση ότι είναι «περδικομάτα». Επίσης όλοι οι ερασταί ανεκάλυψαν ότι τα στήθη «εκείνης» είναι όπως της πέρδικας. Δι’ ο και η «περδικόστηθη» δίνει και παίρνει εις την Δημοτικήν Ποίησιν, όπως και η «περδικομάτα» και η «περδικοπερπατούσα». Εάν ιδήτε Πέρδικα να περπατή, θα ομολογήσετε ότι πλέον αρμονικόν, ρυθμικόν, ευφρόσυνον περπάτημα είναι αδύ­νατον να έχουν και οι άγγελοι.
Οι κυνηγοί, άμα την βλέπουν να περπατή, της σφυρίζουν όπως τα σκυλιά. Αυτή, έχουσα ίσως πεποίθησιν εις την τέχνην της να γυρίζη ανάποδα, ώστε να μη φαίνεται, στέκει ή λουφάζει ή αναποδογυρίζε­ται και ο κυνηγός σφυρίζων την πλησιάζει έως εκεί που θα του έλθη βολικά να την τουφεκίση· εάν εν­νοείται, δεν τον γελάση και χαθή από τα μάτια του, έστω και αν είναι εντελώς κατεμπρός του. Ιδίως τα περδικόπουλα έχουν τόσην επιτηδειότητα να γίνωνται ένα με το χώμα, διότι τα βοηθεί και το χρώμα των, ώστε και να τα έχετε εμπρός στα μάτια σας είναι αδύ­νατον να μη τα χάσετε. Δι’ αυτούς τους λόγους το κυνήγι της Πέρδικας είναι δύσκολον δι’ όλους τους κυνηγούς.
Ημείς έχομεν ένα χωριανόν μας μανιώδη περδικοκυνηγόν, ο οποίος όμως σπανίως επιτυγχάνει εις το προσφιλές του αυτό κυνήγι. Και τον υποδέχονται πάν­τοτε οι συνάδελφοί του με το σχετικόν τραγούδι:

Της Θανάσαινας ο γυιος
ο περδικοκυνηγός
όλη μέρα στο κυνήγι
και το βράδυ τρώει κρεμμύδι.

Η Πέρδικα κάνει τη φωλιά της εις χαμηλά ριζοσπήλια. Το τραγούδι μόλα ταύτα λέγει:

Απάνω στη τριανταφυλλιά
φκιάνει η πέρδικα φωλιά,
με σύρματα και με φλωριά
και με σαράντα πέντε αυγά·
κι ανατραντάχθη η πέρδικα
και πέσαν τα τριαντάφυλλα·
το μάθαν οι αρχόντισσες
και παν να τα μαζέψουν,
να φκιάσουν άνθινο νερό
να λούσουν νύμφη και γαμπρό.

Κλώθει συνήθως δώδεκα αυγά, μολονότι η λαϊκή ζωολογία λέγει ότι φθάνει έως τα τεσσαράκοντα πέντε. Τα αυγά της όχι μόνον τρώγονται, αλλά και τα βάζουν εις τις φωλιές της κότας, η οποία τα κλώθει όπως και τα εδικά της. Τα κοτοπερδικόπουλα όμως φεύγουν εις την ερημίαν άμα μεγαλώσουν, διά τούτο δε και φροντίζουν ενωρίς να τα κλείσουν στα κλουβιά. Αλλά και εκεί, όταν είναι, μόλις ακούσουν περδικολάλημα κτυπούν τα σύρματα μέχρις αιματώ­ματος. Οι κυνηγοί μεταχειρίζονται τα κοτοπερδικόπουλα ακριβώς δι’ αυτόν τον σκοπόν. Αφού μεγα­λώσουν ολίγον τα παίρνουν με τα κλουβιά των και τα τοποθετούν εις μέρη περδικοσύχναστα. Εκεί βά­ζουν επάνω στα κλουβιά ένα πανί κόκκινο, το οποίον, άγνωστον διά ποίον λόγον, ερεθίζει την Πέρδικα εις λάλημα αδιάκοπον. Κατ’ αυτόν τον τρόπον «μαυλίζονται» οι άλλες πέρδικες και πλησιάζουν τα κλου­βιά, όπου οι κυνηγοί τας αναμένουν, κρυμμένοι πίσω από βράχους ή κλαδιά.
Το πέταγμα της Πέρδικας είναι τόσον βροντερόν, ώστε «έσκιαξε και τον Κατσαντώνην», όπως λέγουν οι Σαρακατσάνοι. Περιττόν να σημειώσω, ότι ο Κα­τσαντώνης γεμίζει όλα τα βουνά μας με το όνομά του: «Πήδημα Κατσαντώνη», «Σπηλιά Κατσαντώνη», «Βρύση Κατσαντώνη» κ.λ,π. Είναι ένα είδος Διγενή Ακρίτα διά τα Άγραφα. Ετρόμαξε λοιπόν και τον Κατσαντώνην το πέταγμα της Πέρδικας, εις το άκου­σμα του οποίου νομίζετε ότι επελαύνει ιππικόν.
Τι τρώγει η Πέρδικα; Σχεδόν όλα τα χορταρικά. Αλλά απαραίτητος τροφή της είναι το χαλίκι, το οποίον κατά μεν την πραγματικήν λαϊκήν ζωολογίαν το τρώγει διά να διευκολύνη την χώνευσίν της, κατά δε την ποιητικήν παράδοσιν διά να λαγαρίζη η φωνή της.
Άμα το πρωί ακούω την φωνήν της, την καταλάγαρην και γλήγορην ως αστραποβόλημα, δέχομαι την παράδοσιν ότι τροχίζει τον λαιμόν της με στουρνάρια και ασπρολίθαρα. Αλλ’ ελησμόνησα να σημειώσω ότι η Πέρδικα έχει αδυναμίαν και προς τα σταφύλια. Ένα από τα άπειρα τραγούδια της λέγει:

- Πού ήσουν πέρδικα γραμμένη
κι ήλθες το πρωί βρεμένη:
- Ήμουνα πέρα στα πλάγια
στις δροσιές και στα χορτάρια
- Τ’ έτρωγες πέρα στα πλάγια
στις δροσιές και στα χορτάρια;
- Έτρωγα το Μάη τριφύλλι
και τον Αύγουστο σταφύλι.

Τα περισσότερα τραγούδια του γάμου και των αρ­ραβώνων δανείζονται εικόνες, ευμορφιές και δροσιές από την Πέρδικα. Είναι το ποιητικώτερον σύμβολον της Ευμορφιάς, της Εορτής, της Χαράς, της Δροσιάς, της Γυναίκας. Ο αετός εις κάποιους στίχους παρα­καλεί τα νύχια του:

Νύχια μου και νυχάκια μου,
και νυχοποδαράκια μου,
την πέρδικα που πιάσατε
να μην τηνε χαλάσετε.

Η Πενταγιώτισσα πάλιν παρουσιάζεται εις ένα από τα τραγούδια της ως πέρδικα, που την ήρπασε στα νύχια του ένας από τους εραστάς της, από τους πολ­λούς, που έσφάζοντο στην ποδιά της όπως τα κριάρια:

Ανέβηκα και κοίταξα
της Αϊ-Θυμιάς τον κάμπο
Είδα (ν) αετό που κράταγε
μια πέρδικα στα νύχια.
Κι αετός αποκοιμήθηκε
κι η πέρδικα του φεύγει.
Μέτρα σε πέτρα περπατεί
λιθάρι σε λιθάρι.

Μόνον άμα «σταυρώση» τον δρόμον του στρατοκό­που, τουτέστιν άμα περάση εμπρός του σταυρωτά προς την διεύθυνσίν του, είναι κακός οιωνός. Τότε «κόβει τον καλό δρόμο».


ΤΟ ΑΓΡΙΟΠΕΡΙΣΤΕΡΟ

Στα παραμύθια της Πεντάμορφης κι η θάλασσα κι η Γη συμπονούν τους ήρωας της Αγάπης. Η Θάλασσα τους δίνει ένα φτερό ψαριού κι η Γη ένα φτερό μερμηγκιού. Αλλά τους λόγγους που είναι σαν χτένια γύρω απ’ το Παλάτι ποιος θα τους περάση για να φέρη ή να δώση ένα μήνυμα; Τα δυο Βουνά π’ ανοίγουν και κλείνουν σαν φτερά πεταλούδας, ποιος θα τα διαβή για να φέρη τ’ αθάνατο νερό; «Τότε ο Βασιληάς των πουλιών προστάζει το Περιστέρι κ.λ,π.»
Τι μεγάλοι νατουραλισταί ήταν αυτοί που έκαμαν τα παραμύθια. Τ’ Αηδόνι φέρνει και παίρνει ερωτικά μηνύματα της γειτονιάς. Καλός μεσίτης για μικροαγάπες, για μικρονταραβέρια, για θερμοζάχαρες. Τα φτερά του δεν είναι για μεγάλα πράγματα. Για τους στρατοκόπους της αγάπης που θα περάση βουνά και γκρεμνούς και θα παλαίψη με Δράκους και Λάμιες είναι το Περιστέρι. Φτερό, νους και ψυχή του «είναι μεγάλα σαν την Αγάπη».
Φτερό. Λέγουν ότι παίρνει έως 120 μίλια την ώρα. Οι ερευνηταί του πετάγματος του εσκότωσαν ένα Περιστέρι στα περίχωρα της Νέας Υόρκης και η γούλα του (ο πρόλοβός του) ήτο ακόμη γεμάτος ρύζι το οποίον δεν ήτο δυνατόν να είχε φάγη άλλου από τους ορυζώνας της Καρολίνας.
Οι λογαριασμοί λοιπόν που έκαμαν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι διάστημα τετρακοσίων αγγλικών μιλίων το πήρε εις εξ ώρας. Ο ουρανός συμπονών και αυτός, φαίνεται, τους μνηστήρας της Πεντάμορφης, του έδωκεν όσο γαλάζιο χρώμα είχε στον αιθέρα του, ώστε να μη διακρίνεται εύκολα.
Νους. Είτε βόσκει είτε πετά, έχει τας προφυλακάς του όπως και τ’ αγριόγιδα. Αν αι προφυλακαί του ή οι κολαούζοι, όπως λέγονται, σημειώσουν την εμφάνισιν Γερακιού, αμέσως πυκνώνουν και γίνονται ένα μονοκόμματο γαλάζιο σύννεφο. Ο λόγος είναι ο εξής.
Για ν’ αρπάξη το Γεράκι ένα Περιστέρι, πρέπει πρώτα να το ζυγαριάση, τουτέστι να το σημαδέψη με το μάτι του, όπως έλεγα. Αν τα Περιστέρια είναι σκόρπια, το σημάδεμα είναι οπωσδήποτε εύκολο. Αν όμως προφθάσουν και σμίξουν, δεν κατορθώνει να πάρη στόχον. Θα πέση απάνω στο σύννεφο, εκείνο θ’ ανοίξη, και το Γεράκι θα σπάση τα στήθια του στο χώμα.
Οι κυνηγοί εξ άλλου λέγουν, ότι άμα τα ντουφεκίσης δεν μένουν πλέον δύο περιστέρια που να έχουν το ίδιο πέταμα. Αυτό που περνά τώρα έχει δέκα μι­λίων ταχύτητα, το άλλο που έρχεται πίσω έχει 60, το παραπίσω 40. Είναι τόσον δύσκολον επομένως να τους πάρη κανείς «μάτι», ώστε, αν ένας καλός κυ­νηγός με 60 τουφεκιές θα πιάση 55 κομμάτια μπε­κάτσες, είναι ζήτημα, αν με ίσον αριθμόν, σκοτώση 20 περιστέρια.
Αλλάζουν πέταγμα από τρόμο ή για να μη δώσουν «μάτι»; Πιστεύω το δεύτερον, αφού αυστηροί νατουραλισταί βεβαιούν, ότι όσα ήμερα περιστέρια είναι άσπρα δύσκολα απομακρύνονται από την αυλήν, διότι γνωρίζουν ότι το χρώμα τους δίνει στόχον στο Γεράκι.
Ψυχή. Οι κυνηγοί πιάνουν το βράδυ τις σπηλιές που έχουν τα περιστέρια τις φωλιές τους. Η σοφία με την οποίαν κατορθώνουν να μη δίνουν «μάτι» στο Γεράκι και στους κυνηγούς, δεν τους χρησιμεύει τώρα καθόλου. Τα παιδιά τους είναι μέσα στη σπηλιά και πρέπει να περάσουν να τα χαϊδέψουν, να τα φιλήσουν (φιλιώνται σαν τα περιστέρια) να τ’ αποκοιμίσουν. Αν πρόκειται να μη φθάσουν εκεί για να γλυτώσουν, το ίδιο τους είναι κι αν βρεθούν σκοτωμένα στην τσάντα του κυνηγού.
Άξιζε ή όχι ένα τέτοιο πουλί να φτερουγίζη μες στα σύννεφα των μεγάλων ηρωισμών της Αγάπης;









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου