Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ ( 15 Ιουνίου 1942 - 5 Οκτωβρίου 2016 )

Εφόσον θες να χαίρεσαι πρέπει
να αντέχεις και να λυπάσαι. 
Ο Aντώνης Σουρούνης (15 Ιουνίου 1942 - 5 Οκτωβρίου 2016) ήταν βραβευμένος Έλληνας πεζογράφος, γνωστός για τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του με θέμα την ζωή των «γκασταρμπάιτερ». Έργα του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες.
Ο Αντώνης Σουρούνης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη. To 1960, με την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών, εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει συγγενείς του. Σπούδασε κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Κολωνίας, του Σααρμπρύκεν και του Ίνσμπρουκ στην Αυστρία. Στη συνέχεια εργάστηκε σε ποικίλα επαγγέλματα: από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας. Έζησε στην Φρανκφούρτη έως το 1970 όταν επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη, ενώ από το 1987 είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών και βιοπορίζεται ως συγγραφέας.
Εμφανίζεται στα γράμματα το 1969 με το έργο του Ένα αγόρι γελάει και κλαίει. Η «αυθόρμητη πρόζα» που θα γίνει στη συνέχεια ιδιαίτερος αφηγηματικός τρόπος του Σουρούνη, αρχίζει να αναδεικνύεται από το επόμενο βιβλίο του, το μυθιστόρημα Οι Συμπαίχτες που εκδίδεται το 1977. Οι ιστορίες του βασίζονται στα βιώματα του συγγραφέα, σε αυτοαναφορικά γεγονότα, ενώ ο ίδιος ως παρατηρητής μετουσιώνει σε λογοτεχνία και σε ανθρώπινη φιγούρα το βιωματικό του υλικό. Στο έργο του διαγράφονται πρωτότυποι και αληθινοί οι αφηγηματικοί χαρακτήρες, μετανάστες στην πλειονότητά τους -ανάμεσά τους και ο συγγραφέας ως πρωταγωνιστής μέσα από τα εναλλακτικά του πρόσωπα.
Στο έργο του Σουρούνη μπορούμε να διακρίνουμε δυο περιόδους: στα πρώτα του βιβλία η δράση τοποθετείται στην Γερμανία και οι ήρωες είναι συνήθως μετανάστες, άτομα λαϊκά που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνικής αποδοχής. Είτε οι ήρωες εμφανίζονται ως λούμπεν φιγούρες της νύχτας είτε ως βιομηχανικοί εργάτες, η πρώτη ύλη των διηγημάτων και συγχρόνως ο άξονας γύρω από τον οποίον στρέφεται η θεματογραφία των πρώτων έργων είναι πάντα η ζωή του γκάσταρμπάιτερ.
Ο Σ. Τσακνιάς προχωρά, ωστόσο, εδώ σε μια σημαντική παρατήρηση: «Ήρωάς του, κατά κανόνα, δεν είναι ο απελπισμένος μετανάστης που τσακίζει τα κόκαλά του σε μια παρακατιανή δουλεία, για ένα χαμηλό μεροκάματο [...].Οι ήρωές του αποφεύγουν μεθοδικά και συστηματικά την «έντιμον εργασίαν» και σκαρφίζονται όλων των ειδών τα κόλπα, τις κατεργαριές και τις κομπίνες ώστε να ζήσουν όσο το δυνατό πιο παρασιτικά και να κατακτήσουν όσο το δυνατό πιο γρήγορα την περίοπτη θέση που στήνει εμπρός στα σκοτεινά μάτια τους τό απαστράπτον καταναλωτικό πρότυπο. [...] Προς τούτοις, μοναδικός εξοπλισμός τους φαίνεται να είναι η θητεία τους στη νεοελληνική προβληματική για το πως θα «πιάσουμε την καλή» και ο ευμεγέθης και ακαταπόνητος μεσογειακός τους φαλλός για τον οποίον είναι, η, φαντάζονται πως είναι, υπερήφανοι. [...] Αυτή η αναγωγή του φαλλού σε υπέρτατη αξία, είναι μια εύστοχη καλλιτεχνική επινόηση, ένα επιδέξιο συγγραφικό τέχνασμα, μέσω του οποίου ο Σουρούνης αποκαλύπτει με τρόπο πλάγιο και υπαινικτικό, ύπουλο θα έλεγα, καταστάσεις που ενώ είναι αυτόχρημα δραματικές, αν περιγράφονταν στα διηγήματά του αναλυτικά θα ήταν απλώς πληκτικές. Αυτό που δεν λέγεται, αλλά οπωσδήποτε νοείται ή συνάγεται, τοποθετημένο στην περιοχή της σιωπής, που είναι η άλλη όψη της αφήγησης, φορτίζει τα λεγόμενα με μια υπόγεια δραματική συγκίνηση.

Η μαεστρία του Σουρούνη εντοπίζεται ακριβώς εκεί που η κυνική και σκαμπρόζικη ματιά του συγγραφέα και η επισταμένη κοινωνική του παρατήρηση τέμνονται με το ενδιαφέρον του για την κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης των ηρώων του.
Διατηρώντας πάντοτε την αυτοαναφορικότητα και το βίωμα ως πυρήνα της μυθοπλαστικής τους σύνθεσης, τα έργα του Σουρούνη από το 1990 κι έπειτα, έχουν ως χώρο τους την Ελλάδα και ως ήρωα τον, επαναπατρισμένο πια, μετανάστη.
Το 1995 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο "Ο χορός των ρόδων". Το 2006 απέσπασε από την εξαμηνιαία λογοτεχνική επιθεώρηση του περιοδικού να ένα μήλο και έναν χρόνο αργότερα από το περιοδικό Διαβάζω το «Βραβείο μυθιστορήματος» για το έργο του Το μονοπάτι στη θάλασσα.



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

Το μονοπάτι στη θάλασσα.

Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα.
Τα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Μουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Και τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα, αφού ο παπα-Γιώργης που μας τα ‘δινε δε μας μετρούσε με τη μεζούρα.
Ο κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου. Η ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου και μπόρεσα να την αγκαλιάσω.
Τα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες ώσπου να χαθεί, γιατί θ’ αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο.
Τηλέφωνο ούτε ακούγαμε ούτε βλέπαμε.
Για να το δει κανείς έπρεπε να φάει ξύλο. Αν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου΄ αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Το φαϊ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα.
Κλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις.
Το μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα, κι αυτό γιατί ο μπαμπάς της τσιγγουνευόταν να τους τη δώσει κι αφού εκείνη προηγουμένους τους είχε κλέψει την καρδιά.
Τα σπίτια δεν είχαν κλειδιαριές, αλλά κανείς δεν έμπαινε από μόνος του, έπρεπε να πας εσύ να ανοίξεις την πόρτα, για να καλωσορίσεις το μουσαφίρη.
Οι άνθρωποι ήταν κι αυτοί λίγοι κι αυτά που θέλανε ήταν τόσο μικρά, που στέλναν εμένα να τους τα φέρω.
Τα μυαλά τους ήταν και μικρά και στενά και λίγα. Το άκουγα που το λέγανε συνέχεια ο ένας στον άλλο, «στενόμυαλος είσαι», «μικρό μυαλό έχεις», «τα μυαλά σου είναι λίγα». Μου το λέγανε κι εμένα που ήμουν και μικρός και λίγος, πως το κεφάλι μου είναι άδειο και δεν έχει κουκούτσι μυαλό μέσα.
Όμως οι πιο πολλοί ήταν πρώτοι σε κάτι. Στο σπίτι μας όλοι ήταν πρώτοι σε κάτι. Ο μπαμπάς μου στο τάβλι, η μάνα μου στο ράψιμο και στην καλοσύνη, η θεία μου, η αδερφή της, στην καπατσοσύνη, ο θείος μου στις μπουνιές, ο νονός μου στην ομορφιά, η νονά μου στην τσαχπινιά, η καημένη η Κίτσα στην ασχήμια και στην κουτσαμάρα, ο αδερφός της ο Κολώνας στο κρασί και στη μουντζούρα, ο παππούς μου στη σειρά για να πεθάνει και η γιαγιά μου πρώτη σε όλα.
Στα γράμματα ήταν τελευταία, ούτ’ ένα δεν ήξερε, όμως δεν την ένοιαζε, επειδή αυτή, έλεγε, διαβάζει τα μάτια και τις ψυχές, ενώ με τα γράμματα διαβάζεις μόνο τις παλιοπατσαβούρες.
Και οι φίλοι μου ήταν όλοι πρώτοι σε κάτι.
Άλλος στη μπάλα, άλλος στην εξυπνάδα, άλλος στις μπίλιες, άλλος στο πάλεμα, άλλος στο μάλωμα, άλλος στη δύναμη, άλλος στο τρέξιμο, άλλος στο πήδημα από ψηλά, άλλος στο πήδημα από χαμηλά, άλλος στις βρισιές, άλλος στις κλεψιές, άλλος στο σπάσιμο παραθύρων, άλλος στο παίδεμα σκυλιών, άλλος γατών κι άλλος στο παίδεμα των άλλων.
Ακόμα και πρώτο στην κουταμάρα είχαμε. Μερικοί ήταν πρώτοι σε δύο, σε τρία και παραπάνω πράματα, όπως ο Σερπετός, που ήταν πρώτος στα ψέματα, στην πάρλα και στην πονηράδα. Γι’ αυτό εξάλλου τον λέγαμε κι έτσι, επειδή ήταν ύπουλος και πονηρός σαν φίδι. Στο σχολείο ήταν τελευταίος, αλλά στο δρόμο κι αυτό για πρωτιά πιανόταν.
Προτού έρθει ο Αλιάμπρας στο μαχαλά μας ήταν και πρώτος στην εξυπνάδα, αλλά ήρθε εκείνος και του έφαγε τη θέση. Το Χέλι ήταν πρώτος όπου ήθελε, κι αυτό όχι μόνο γιατί ήταν ο πιο δυνατός, όχι μόνο γιατί είχε παρατήσει το σχολειό και δούλευε, όχι μόνο γιατί είχε γεννηθεί πρώτος απ’ όλους, αλλά και γιατί ήταν ο μόνος που είχε φιλήσει κορίτσι.
Όσοι δεν ήταν πρώτοι κάπου, ήταν πρώτοι φίλοι κάποιου πρώτου.
Όλοι εκτός από μένα. Εγώ δεν ήμουν πρώτος πουθενά και σε τίποτα. Θα μπορούσα να γίνω ο πρώτος μαθητής στη γειτονιά, αυτό το πόστο ήταν άδειο, όμως θα έπρεπε να ξεπατωθώ στο διάβασμα, άσε που θα γινόμουν και πρώτος στην ξεφτίλα.
Θα μπορούσα ακόμα να γίνω ο πρώτος στην πάστρα, μου άρεζε να πλένομαι και να φοράω καθαρά ρούχα, όμως ούτε αυτό γινόταν.
Όποιος τριγύριζε έτσι, ήταν σα να παρακαλούσε και να φώναζε, «Εδώ είμαι, λερώστε με, σας παρακαλώ, κυλήστε με στις λάσπες, χώστε με στα σκατά, να γίνω σαν κι εσάς».
Ένα πράμα υπήρχε χειρότερο από το να είσαι καθαρός, το να είσαι καθαρός και καλός μαθητής μαζί.
Καλύτερα να πέθαινες. Δε σε άφηναν σε ησυχία, σε ψάχναν όλη μέρα για να σε βρουν και να σε βρίσουν, να σε βρομίσουν, να σε πετάξουν στα βρομόνερα και στο τέλος να σε πλακώσουν στο ξύλο.
 Το μονοπάτι στη θάλασσα, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 17-19.



Ο χορός των ρόδων 

Στο τραπέζι πέντε δεν πλησίασε κανείς από τους λιγοστούς παίκτες που μπήκανε μαζί με τον Νούση. Όλοι τους συγκεντρώθηκαν γύρω από τα δύο τραπέζια που άνοιγαν με το μικρότερο ποντάρισμα. Αυτό γινόταν συνήθως, ωστόσο το πέντε άνοιγε κάθε μέρα από την ώρα που άνοιγε το καζίνο μήπως και ερχόταν κανενού η ιδέα να ακουμπήσει όσο το ταχύτερο τις αποταμιεύσεις του και να φύγει. Οι τέσσερις γκρουπιέρηδες κάθονταν ολόγυρα μαυροφορεμένοι με όρθια τα ραβδιά τους, σαν νεκροπομποί που τιμούσαν έναν νεκρό άγνωστο και για αυτό αδιάφορο σε όλους τους άλλους.
Ο Νούσης ήταν ο μόνος που βάδισε προς το τραπέζι και οι τέσσερις σχολίασαν τον ερχομό του με χαμόγελα και υπονοούμενα.
Τώρα μάλιστα!…
Να παραγγείλουμε καινούριο ταμείο, σεφ;
Γελούσαν και ανακάθονταν στις καρέκλες τους. Ετοιμάζονταν για τον αγώνα και ένιωθαν δυνατοί, επειδή ήταν δυνατοί. Είχαν τα πάντα στα χέρια τους και πολύ περισσότερα από τα πάντα μέσα στα χρηματοκιβώτιά τους. Οι ίδιοι είχαν κάνει τους νόμους και τους κανόνες και έπαιζες σύμφωνα με το πώς τους βόλευε. Πάλευες μόνος εναντίον τεσσάρων κι όταν οι τέσσερις αυτοί κουράζονταν, αποσύρονταν για να έρθουν άλλοι τέσσερις ξεκούραστοι και φρέσκοι. Και εκτός από αυτά όλα, υπήρχε και μια μπίλια τρελή και παλαβή που έτρεχε πάνω από τριάντα έξι νούμερα κι ένα ζερό, μεταξύ των οποίων και το δικό σου νούμερο, κι αυτό ήταν όλο κι όλο που κατείχες εσύ. Αυτό και μια ελπίδα. Χάνοντας την ελπίδα, τα έχανες όλα. Η καταστροφή ξεκινούσε πάντα από το κεφάλι σου, όπου κάποια στιγμή γινόταν μια μεγάλη έκρηξη. Αμέσως μετά ένιωθες τα πόδια σου βαριά και ασήκωτα και σε λίγο το κορμί σου χοντρό και πλαδαρό σαν ξένο. Το στόμα σου στέγνωνε, οι οδοντοστοιχίες σου σφράγιζαν και τα χείλη σου αρνιούνταν να σχηματίσουν τις λίγες απαραίτητες λέξεις. Η διαρροή είχε ήδη αρχίσει, ο αφανισμός σε κατέβαλλε πατόκορφα και η χασούρα είχε εισχωρήσει βαθιά στις τσέπες σου και μέσα σου. Καταλάβαινες αμυδρά ότι εξαιτίας αυτών των καταραμένων κοκάλινων αντικειμένων βρέθηκες σε αυτή τη δεινή θέση και ευχόσουν να λυτρωθείς επιτέλους από αυτά και να πας σπίτι σου να ησυχάσεις. Ο Νούσης είχε πείρα στην καταστροφή όση και όλοι εδώ μέσα, με μόνη διαφορά ότι εκείνος είχε ανακαλύψει την αρχή και το τέλος της.
Ο χορός των ρόδων Εκδόσεις Καστανιώτη.
Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995




Ξενοφοβία

Το σήμα κατατεθέν του πατέρα μου ήταν πάντα το χοντρό του μουστάκι. Στη δεκαετία του ’50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε:
«Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις».
Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμη λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν. Ο πατέρας μου ήξερε καλά τί θα πει τρόμος. Είχε ζήσει τη σφαγή της Σμύρνης, είχε ζήσει το αλβανικό μέτωπο, τον Εμφύλιο, τη φτώχια, την ανεργία, δεν ήθελε λοιπόν να τρομάζει τους ανθρώπους. Το ξύρισε. Τώρα όμως τρόμαξε ο ίδιος και σ’ ένα μήνα το ξανάφησε.
«Ας με διώξουν», είπε. «Δεν θα μου λεν οι Γερμανοί πώς να ξυρίζομαι».
Δεν τον έδιωξαν, γιατί είχαν προλάβει να δούνε όλοι πως δίχως εκείνες τις τρίχες ήταν κι αυτός ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν τους ίδιους και δεν υπήρχε λόγος να τον φοβούνται. Είχαμε προλάβει όμως κι εμείς να διαπιστώσουμε γιατί οι γείτονές μας Γερμανοί δεν καλημέριζαν την καλημέρα μας. Μας φοβούνταν. Εμείς φοβόμασταν αυτούς κι αυτοί εμάς. Όταν μπαίναμε στο μπακάλικο να ψωνίσουμε, ο μπακάλης βιαζόταν να ξεμπερδεύει μαζί μας, κι αν τύχαινε κανένας γείτονας να ’ρχεται από απέναντι, άλλαζε καλού κακού πεζοδρόμιο. Οι ποσότητες των τροφίμων που αγοράζαμε τον είχαν τρομάξει και το είχε διαδώσει παντού. Άλλωστε μας έβλεπαν όλοι που γυρίζαμε καταφορτωμένοι. Αφού πεινούσαμε τόσο, γιατί να μη φάμε και άνθρωπο; Πού ξέρανε με τί τρεφόμασταν εκεί απ’ όπου ήρθαμε; Δυο βήματα παρακάτω ήταν η Αφρική, μπορεί κι ένα βήμα. Γιατί λοιπόν να μην καταβροχθίζομε κι ανθρώπους; Εδώ που τα λέμε, ίσως και να το κάναμε, αν δεν είχαμε τη δουλειά μας και δε χορταίναμε απ’ αυτήν.
Ο δρόμος όπου έμεναν οι γονείς μου ήταν ένας εργατικός δρόμος, όπου σπάνια συναντούσες άνθρωπο. Ολημερίς βρίσκονταν κλεισμένοι στα εργοστάσια, ολοβραδίς μπρος στην τηλεόραση κι ολονυχτίς κοιμούνταν. Όποιος έκανε κάτι έξω απ’ αυτά ήταν ύποπτος. Οι συμπατριώτες μας που έρχονταν από μακριά να γιορτάσουμε τις άγιες μέρες τούς τρόμαζαν και τους πανικόβαλλαν. Παρακολουθούσαν πίσω από τις κουρτίνες τα αυτοκίνητα που κατέφθαναν γεμάτα οικογένειες, ταψιά και τεντζερέδες και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τί συμβαίνει. Για κείνους ήταν άγριες μέρες και δεν ησύχαζαν ώσπου ν’ ακούσουν τ’ αυτοκίνητα να φεύγουν. Ρωτούσαν το σπιτονοικοκύρη μήπως υπήρχε καμιά κρυφή ταβέρνα μες στο σπίτι του και ποιος πληρώνει όλα τούτα τα φαγιά. Εκείνος φοβόταν πιο πολύ απ’ όλους, γιατί είχε καταντήσει να ’ναι ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μόνο η δική του οικογένεια ήταν γερμανική κι ούτε ήξερε μέχρι πότε θα εξακολουθούσε να ’ναι. Μέσα στο αχούρι του ζούσαν άλλες δύο οικογένειες αλλοδαποί, μια ιταλική και μια ακόμα ελληνική. Οι μόνοι γκάσταρμπάιτερ σ’ ολόκληρη την περιοχή. Όλοι αυτοί ανεβοκατέβαιναν τις σάπιες σκάλες που χρησιμοποιούσαν η γυναίκα του και τα παιδιά του, μπαινόβγαιναν στο ίδιο αποχωρητήριο της αυλής με ξεκούμπωτα πουκάμισα και λυμένα ζωνάρια και ανοιγόκλειναν την ίδια πόρτα, που πίσω της ποτέ δεν ήξερες τί σε περιμένει. Τα ’λεγε όλα αυτά στους γείτονες, όταν τον κατηγορούσαν πως έφερε μες στα πόδια τους αγριωπούς και πεινασμένους αγνώστους για μια χούφτα μάρκα. Προσπαθούσε να τους πείσει ότι τα κεφαλάκια και τα έντερα που έβλεπαν να κουβαλάνε οι νοικάρηδές του προέρχονταν από αρνάκια που αγόραζαν κανονικά από τα σφαγεία κι όχι από σφαγμένους Γερμανούς. Τί να πει κι ο ίδιος, που τα παιδιά του του μιλούσαν ήδη λέξεις ακαταλαβίστικες και τρώγανε όλ’ αυτά τα σκατά. Το σπίτι του βρομοκοπούσε σκόρδο χωρίς να το βάζει στο στόμα του. Όπως κι εκείνοι μισούσε το σκόρδο κι όμως ήταν αναγκασμένος ν’ ανέχεται την μπόχα του, για να μπορεί ν’ αγοράζει τα λουκάνικα που τόσο αγαπούσε.
Η κόρη του αγάπησε το σκόρδο, επειδή προηγουμένως αγάπησε τον Έλληνα που το ’τρωγε. Όταν περνάω από την Κολονία, πηγαίνω και τους βλέπω.
«Το καλοκαίρι θα ’ρθω στην Ελλάδα», μου λέει κάθε φορά ο παλιός μου σπιτονοικοκύρης. «Ο εγγονός μου μου μαθαίνει ελληνικά».
Ποτέ δεν ήρθε. Και γιατί νά ’ρθει άλλωστε; Η Ελλάδα πήγε κοντά του.
{ Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 32002, σ. 43-45}





Η Οδός Μουσσών χωρίς τις Μούσες

Γράφω το «Μουσσών» με δύο σίγμα γιατί έτσι είναι γραμμένο πάνω στις τενεκεδένιες ταμπέλες που βρίσκονται ακόμα καρφωμένες στις γωνιές από τα ελάχιστα παλιά σπίτια που απόμειναν στο δρόμο μας. Αν το έγραφα με ένα, θα ένοιωθα ότι κι εγώ την προδίνω κι ότι συνδράμω στην καταστροφή της. Αρκετά της κάνανε και της κάνουν. Το πρώτο πράγμα που της ξερίζωσαν ήταν η τούρκικη βρύση κάτω από τον πλάτανο, ανάμεσα στην εκκλησία και στο σπίτι μας, με το μαρμάρινο πλακόστρωτο όπου αραδιάζαμε τους τενεκέδες και περιμέναμε να ’ρθει το νερό. Μια μέρα ο επίτροπος της εκκλησίας έφερε μερικούς εργάτες, την ξηλώσανε μαζί με τα μάρμαρά της και πήγαν και τη στήσανε στην αυλή του σπιτιού του. Κανείς δεν μίλησε, γιατί τα χρόνια εκείνα κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει. Μίλησε όμως η ίδια η βρύση. Κάποτε που έσκυψε να πιει νερό από το στόμα της, έπαθε συγκοπή και πέθανε.
Έτσι ήταν η Μουσσών, άλλους τους αγκάλιαζε κι άλλους τους απόδιωχνε. Εμάς αυτή μας ντάντεψε, αυτή μας έπαιξε, αυτή μας μάλωσε, αυτή μας έδειξε το δρόμο για τη ζωή, κι όταν μεγαλώσαμε αρκετά, αυτή μας ξεπροβόδισε. Οι γονείς μας είχαν έρθει από την Ανατολή για να σωθούνε, εμείς φύγαμε στη Δύση για να πλουτίσουμε. Αφήσαμε πίσω τις γριές και τους γέρους να την προσέχουν και τότε άρχισε το κανονικό ξερίζωμα. Τη σκάψανε με μπουλντόζες, την ξεκοιλιάσανε, ξερίζωσαν τα δέντρα της, τις αυλές της, τις κληματαριές της, γκρεμίσανε τις σιδερένιες πόρτες της, όμως αυτή εκεί, επιμένει να υπάρχει. Έστω με δέκα μόνο σπίτια από τα παλιά που της έχουν απομείνει – και με την ουρά της. Στην ουρά της υπάρχουν άλλα δέκα χαμόσπιτα όπου ζούνε Ρωσοπόντιοι και μετά τίποτα – στο κάστρο τελειώνει η Μουσσών.
Απόσπασμα από το ομότιτλο διήγημα της συλλογής «Νύχτες με ουρά», 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου