Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

ΣΤΡΑΤΗΣ ΔΟΥΚΑΣ ( 6 Μαΐου 1895 – 26 Νοεμβρίου 1983 )

Ο Στρατής Δούκας ζωγραφισμένος από τον Φώτη Κόντογλου

Ο Στρατής Δούκας (Μοσχονήσια Μικράς Ασίας, ήταν Έλληνας συγγραφέας, κριτικός τέχνης και ζωγράφος.
Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Αιολικής Σχολής, όπως αυτή προσδιορίζεται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της Γενιάς του 1930.
Ο Στρατής Δούκας γεννήθηκε στα Μοσχονήσια του Αδραμυτινού κόλπου της Μικράς Ασίας, γιος του Κωσταντή Δούκα και της Αιμιλίας το γένος Χατζηαποστολή. Είχε ένα μεγαλύτερο αδερφό τον Αλέκο. Τέλειωσε το σχολαρχείο στη γενέτειρά του και το γυμνάσιο στο Αϊβαλί.
Το 1912 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγκατοίκησε με το Φώτη Κόντογλου, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά από τα γυμνασιακά χρόνια. Διέκοψε τις σπουδές του μετά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και επισκέφτηκε τη Λέσβο και το Άγιο Όρος. Το 1913 οργάνωσε λαογραφικές μελέτες στη Μυτιλήνη από κοινού με τον Αντώνη Πρωτοπάτση και τρία χρόνια αργότερα κατατάχτηκε εθελοντικά στην Εθνική Άμυνα. Πολέμησε στη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία και τραυματίστηκε.
Αποστρατεύτηκε το 1923 και στράφηκε στην προσπάθεια διάδοσης της μικρασιατικής λαϊκής τέχνης και βιοτεχνίας (αγγειοπλαστική και ταπητουργία) στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οργάνωσε εκθέσεις ζωγραφικής με έργα των Φώτη Κόντογλου και Σπύρου Παπαλουκά. Με τους δυο τελευταίους υπήρξε επίσης συνιδρυτής του Συλλόγου Μουσικών Τεχνών της Μυτιλήνης (μαζί με τον Στρατή Μυριβήλη) και της Εταιρείας Διακοσμητικής Τέχνης της Αθήνας. Υπήρξε επίσης βασικό στέλεχος των περιοδικών Φιλική Εταιρεία και Φραγγέλιο και καλλιτεχνικός διευθυντής της Εταιρείας Αγγειοπλαστικής της Κιουτάχειας. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Μακεδονία και Εφημερίς των Βαλκανίων (Θεσσαλονίκης) και Ελεύθερος Λόγος (Μυτιλήνης).
Μετά από μια σοβαρή ασθένεια το 1927 και ανάρρωσή του στη Θεσσαλονίκη, άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και περιόδευσε δύο φορές ανά τη μακεδονική επαρχία, εμπειρία που του έδωσε υλικό για δημοσιογραφική έρευνα που δημοσίευσε στην εφημερίδα Πρωία (σειρά ανταποκρίσεων με τον γενικό τίτλο «Η ορεινή Ελλάδα»), για κάποια εικαστικά έργα του, καθώς επίσης για το αφήγημα Ιστορία ενός αιχμαλώτου. Από το 1929 άρχισε να συνεργάζεται με τις αθηναϊκές εφημερίδες Πρωία, Πολιτεία και Νέος Κόσμος ως δημοσιογράφος και παράλληλα δημοσίευσε λυρικά κείμενα στο περιοδικό Κύκλος.
Το 1931 ξεκίνησε η ενασχόλησή του με το έργο του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και γνωρίστηκε με το Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Συνεργάστηκε επίσης στην ίδρυση και την κυκλοφορία του περιοδικού Το Τρίτο Μάτι μαζί με τους Πικιώνη, Παπαλουκά, Χατζηκυριάκο-Γκίκα και Καραντινό 1935-1937) και το περιοδικό Νεολαία (1939-1940). Από το 1937 ως το 1939 εργάστηκε ως γραμματέας της Τουριστικής Επιτροπής Θεσσαλονίκης και κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου του 1940-41 υπηρέτησε ως αξιωματικός.
Το 1942 επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τη Δήμητρα Μαγγανά που ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνία. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ και εντάχτηκε στο ΚΚΕ. Κακοποιήθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές για τη δράση του. Μετά την απελευθέρωση, υπηρέτησε στα ιατρεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα(1949-1950 διευθυντής), Ο Αιώνας μας, Ποιητική Τέχνη και Ζυγός. Υπήρξε σύμβουλος (1949-1953) και γενικός γραμματέας (1953-1960) της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Το 1962 έφυγε για να υποβληθεί σε εγχείρηση προστάτη στη Μόσχα. Η εγχείρηση δεν έγινε τελικά και ο Δούκας πέρασε την υπόλοιπη ζωή του κατάκοιτος στο σπίτι του στην Αθήνα. Συνεργάστηκε τότε με το περιοδικό Διαγώνιος της Θεσσαλονίκης και ολοκλήρωσε τα λογοτεχνικά του έργα Οδοιπόρος και Ενώτια, καθώς και τα κείμενά του για τον Χαλεπά. Διώχθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλουκαι πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε γηροκομεία. Τη χρονιά του θανάτου του πρόλαβε να αναγορευτεί επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, επίτιμο μέλος του Pen Club και επίτιμος δημότης Ζωγράφου. Ο Δήμος Ζωγράφου δημιούργησε ένα μικρό μουσείο με χειρόγραφα και σχέδια του Στρατή Δούκα στο πνευματικό του κέντρο.
Το συγγραφικό έργο του Στρατή Δούκα τοποθετείται χρονικά στην ελληνική πεζογραφία του Μεσοπολέμου και εκτείνεται χρονικά ως τη μεταπολεμική ελληνική πεζογραφία. Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η παράλληλη στήριξή του τόσο στην παράδοση, όσο και στα ανανεωτικά ρεύματα του καιρού του, η αξιοποίηση της λαϊκής γλώσσας και το βιωματικό στοιχείο.
Ο αδελφός του Αλέκος μετανάστευσε από το 1927 στην Αυστραλία όπου αναδείχθηκε σε σημαντική μορφή των ελληνικών γραμμάτων και του εκεί εργατικού κινήματος. Σκοτώθηκε επιστρέφοντας από διαδήλωση υπέρ της ειρήνης. 
Στην Αυστραλία εγκαταστάθηκε τουλάχιστον από το 1938 και η αδελφή του Ελένη Δούκα-Ανδρονίκου με την οικογένειά της.

Όρθιοι Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης και ο Στρατής Δούκας


Έργο

Έργα του Στρατή Δούκα:
Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929),
Εις εαυτόν (1930),
Το εικονογραφικό έπος της Ανατολικής Εκκλησίας (1948),
Γιαννούλης Χαλεπάς, νέα βιογραφικά (1952),
Γιαννούλης Χαλεπάς, κατάλογος των έργων του (1962),
Γράμματα και συνομιλίες (1965),
Ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς (1966),
Ο βίος ενός αγίου, Γιαννούλης Χαλεπάς (1967)
Οδοιπόρος (1968),
Υποθέσεις και λύσεις (1970),
Δεσμός (1970),
Ο μικρός αδελφός (1972),
Μαρτυρίες και κρίσεις (1972),
Ενώτια (1974),
Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου (1976),
Γιαννούλης Χαλεπάς (1978),
Οι δώδεκα μήνες (1982),
Θερμοκήπιο (1982).

Σχέδιο του Δημήτρη Μυταρά για την «Ιστορία ενός Αιχμαλώτου», Κέδρος 1977
ΚΕΙΜΕΝΑ 
 Ιστορία ενός Αιχμαλώτου

Ένα από τα πλέον αξιόλογα έργα της πεζογραφίας μας είναι η Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα. Το βιβλίο αμέσως με τη δημοσίευσή του (1929 - Κέδρος, 29η έκδοση, 1998) απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές για τις αρετές που το διακρίνουν —τόσο σε επίπεδο περιεχομένου, όσο και μορφής— και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς. Η υπόθεση του έργου αναφέρεται στην αιχμαλωσία, τις περιπέτειες και την τελική διάσωση ενός Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος κατά την καταστροφή της Σμύρνης (1922) συνελήφθη και οδηγήθηκε στο εσωτερικό της Τουρκίας. Με τρόπο παραστατικό και ύφος γλαφυρό εξιστορούνται οι κακουχίες, τα δεινά, η φυσική και ηθική ταλαιπωρία του βασικού προσώπου, και αναδεικνύεται το ψυχικό του σθένος, καθώς, στην προσπάθεια για επιβίωση, αναγκάζεται να υποδυθεί τον Τούρκο και, εργαζόμενος για μεγάλο διάστημα σε κάποιο υποστατικό της Μ. Ασίας, καταφέρνει τελικά να δραπετεύσει και να σωθεί. Όπως ομολογεί ο συγγραφέας στο «Ιστορικό της» —ένα είδος παραρτήματος του κύριου έργου—, το περιστατικό το πληροφορήθηκε ο ίδιος από κάποιον πρόσφυγα σ' ένα χωριό της Πιερίας, γι' αυτό και η αφήγηση τελειώνει με το όνομα του αληθινού πρωταγωνιστή και αφηγητή, του Νικόλα Κοζάκογλου.
Έργο φιλειρηνικό και βαθιά αντιπολεμικό, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου αντιμετωπίζει —σχεδόν ταυτόχρονα με τηΖωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη και Το νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη— τον πόλεμο όχι στην επική, ηρωική του διάσταση, αλλά ως βασικό υπεύθυνο της απώλειας χιλιάδων ατόμων και του εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Παράλληλα, αναδεικνύει κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό, την παγκόσμια συναδέλφωση, πρόθεση την οποία άλλωστε ο συγγραφέας δηλώνει στην προμετωπίδα: «Αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια των λαών».
Το χαρακτηριστικότερο ωστόσο γνώρισμα του βιβλίου, που το έχει καταξιώσει διαχρονικά στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού και το τοποθετεί ανάμεσα στα κλασικά έργα της αντιπολεμικής πεζογραφίας μας, είναι το ύφος του. Η λιτότητα και η εκφραστική καθαρότητα, ο δωρικός χαρακτήρας της αφήγησης και η παντελής απουσία σχημάτων λόγου ή ωραιοποιημένων εκφράσεων, ο περιεκτικός και εν πολλοίς αφαιρετικός λόγος, είναι μερικά από τα στοιχεία που καταδεικνύουν τη λαϊκή καταγωγή του έργου και τη γνησιότητά του. Η γλώσσα διανθίζεται με πολλές ιδιωματικές φράσεις και τούρκικες λέξεις, ο μακροπερίοδος λόγος αποφεύγεται και προτιμάται η φυσική ροή της ομιλίας — βασικά γνωρίσματα που συντελούν στο να διατηρηθεί η αμεσότητα και η ζωντάνια του αφηγηματικού προφορικού λόγου. Στο τελευταίο συμβάλλουν η παρατακτική σύνδεση, καθώς και η λειτουργική θέση του διαλόγου, ο οποίος με τη διαβάθμιση των ερωτοαπαντήσεων προσδίδει δραματικότητα, επαυξάνει τη ζωντάνια των περιγραφικών μερών, εμπλουτίζει τη δράση και συνεργεί στη γενικότερη συνοχή του κειμένου.
Η αφήγηση γίνεται πάντοτε σε πρώτο πρόσωπο (ενικού ή πληθυντικού), με τρόπο αβίαστο και πειστικό, από έναν αφηγητή που όχι μόνο συμμετέχει στα δρώμενα, αλλά αποτελεί τον κεντρικό τους άξονα (ομοδιηγητικός αφηγητής). Ελάχιστα είναι τα περιγραφικά μέρη του κειμένου, ενώ παράλληλα η αφήγηση πολλές φορές επιταχύνεται και αρκετά συμβάντα παραλείπονται όταν δεν θεωρούνται αναγκαία για τη γενικότερη οικονομία. Χάρη σε αυτές τις αφηγηματικές τεχνικές το έργο αποκτά έντονη δραματικότητα και έξοχη πλοκή. Η αλυσιδωτή κειμενική δράση και η ισορροπία των αφηγηματικών μερών με τα αντίστοιχα διαλογικά, είναι επίσης μερικά από τα χαρακτηριστικά που προκαλούν στον αναγνώστη περιέργεια, αγωνία και, εντέλει, το λυτρωτικό αίσθημα της αριστοτελικής κάθαρσης.
Σε γενικές γραμμές, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου πληροί απόλυτα τις ανάγκες μιας ουσιαστικής αναγνωστικής πρόσληψης, καθώς πετυχαίνει να προβιβάσει τον φιλοπερίεργο αναγνώστη σε κριτικό μελετητή, εξισορροπώντας την αυθεντικότητα του λαϊκού λόγου με την ορθά δομημένη αφήγηση και την προσωπική μαρτυρία με τη μέθεξη στον πόνο του Άλλου.

✿     ✿     ✿     ✿

Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου είναι το κορυφαίο δημιούργημα του μικρασιάτη συγγραφέα Στρατή Δούκα (Μοσχονήσια 1895 - Αθήνα 1983). Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργός με ποικίλα ενδιαφέροντα, ο Στρατής Δούκας διέκοψε τις νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και συμμετείχε ενεργά στις επιχειρήσεις του Α' παγκόσμιου πολέμου και αργότερα του μικρασιατικού μετώπου, όπου και τραυματίστηκε. Η φιλία του με πολλούς ζωγράφους και συγγραφείς της εποχής (Φώτης Κόντογλου, Σπύρος Παπαλουκάς κ.ά.), του έδωσε τη δυνατότητα να επεκτείνει τις αναζητήσεις του σε τομείς της λαϊκής τέχνης (μελέτη της τέχνης του Αγίου Όρους, διοργάνωση εκθέσεων με έργα ανατολίτικων βιοτεχνιών), να προχωρήσει στην έκδοση πρωτοποριακών περιοδικών (Το τρίτο μάτι) και, γενικά, να αναζητήσει τις πηγές έμπνευσής του σε κάθε στοιχείο, χώρο ή πρόσωπο που διακρινόταν από το χαρακτηριστικό της απλότητας και της γνησιότητας. Υπηρέτησε ως αξιωματικός κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41) και στην Κατοχή οργανώθηκε στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) διώχθηκε για τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του. Έζησε σεμνός και ενάρετος, μακριά από κάθε δημοσιότητα και έξω από το φιλολογικό κατεστημένο της εποχής του. Οι έννοιες της απλότητας και της βαθύτερης φιλανθρωπίας είναι ίσως οι δύο κυριότεροι άξονες της προσωπικότητας και του συνολικού του έργου.

Απόσπασμα 

Στήν καταστροφή τῆς Σμύρνης, βρέθηκα μέ τούς γονιούς μου στό λιμάνι, στήν Πούντα.Μέσ' ἀπ' τά χέρια τους μέ πήρανε. Κι ἔμεινα στήν Τουρκία αἰχμάλωτος.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί μέ ἄλλους. Βράδιασε καί τά περίπολα ἀκόμα κουβαλοῦσαν τούς ἄντρες στούς στρατῶνες.
Κοντά μεσάνυχτα, ὅπως ἤμαστε ὁ ἕνας κολλητά στόν ἄλλο, μπῆκε ἡ φρουρά κι ἄρχισαν νά μᾶς χτυποῦν, ὅπου ἔβρισκαν, μέ ξύλα, καί νά κλοτσοπατοῦν ὅσους κάθονταν χάμω, γόνα μέ γόνα. Τέλος πῆραν διαλέγοντας ὅσους ἤθελαν κι ἔφυγαν βλάστημώντας.
Ἐμείς φοβηθήκαμε πώς θά μᾶς χαλάσουν ὅλους.
Ἕνας γραμματικός, πού 'χε τό γραφεῖο του πλάι στήν πόρτα, μᾶς ἄκουγε πού μιλούσαμε λυπητερά καί μᾶς ἔκανε νόημα νά τόν πλησιάσουμε:
— Σάν ἔρχονται, μᾶς λέει, καί σᾶς φωνάζουν, ἐσεῖς τραβηχτεῖτε μέσα. Καί τό λόγο μου φυλάχτε τον καλά, ἔξω μήν τόν δώσετε.
Ἀπό κεῖνο τό βράδυ, κάθε νύχτα, ἔπαιρναν ἀπ' τούς θαλάμους. Κι ἐμεῖς π' ἀκούγαμε πυροβολισμούς, ἀπ' τό Κατιφέ - Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».

Ἀπό μέρες, πού πέρασαν μέ φόβο, ἦρθε ἕνας ἀξιωματικός καί μᾶς παράλαβε, μέ σαράντα στρατιῶτες. Μᾶς ἔβγαλαν στήν αὐλή καί μᾶς χώρισαν ἀπ' τούς πολίτες· τότε εἶδα καί τόν ἀδερφό μου. Μᾶς ἔβαλαν τετράδες καί μᾶς διέταξαν νά γονατίσουμε νά μᾶς μετρήσουν. Ὁ ἀξιωματικός πού μᾶς ἔβλεπε, καβάλα στό ἄλογό του, ἔλεγε:
— Θά κοιτάξω νά μή μείνει οὔτε σπόρος ἀπό σᾶς. Κι ἔδωσε τό παράγγελμα νά κινήσουμε.
Θά ἤμαστε ὅλη ἡ φάλαγγα κάνα δυό χιλιάδες.
Ὅπως βγήκαμε, μᾶς τραβήξανε ἴσια στήν ἀγορά. Ἐκεῖ, τό τουρκομάνι πού μᾶς περίμενε, σάν τό λεφούσι ἔπεσε ἀπάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους μᾶς πετοῦσαν ἀπ' ὅλες τίς μεριές. Ἦταν καί ναῦτες Φράγγοι μαζί τους στά καφενεῖα κι ἔκαναν χάζι μέ μᾶς.
Σά φτάσαμε στόν Μπασμαχανέ, μπροστά μας βγῆκε ἕνας Χαφούζης. Μᾶς κοίταξε:
— Ἀλλάχ, Ἀλλάχ, εἶπε, τί γίνεται ἐδῶ!
Καί φώναξε τοῦ ἀσκέρ - ἀγᾶ. Αὐτός σταμάτησε.
— Ὁ λοχαγός ἐδῶ! ξαναφωνάζει.
Τράκ τράκ τό ἄλογο, ὁ λοχαγός πῆγε, χαιρέτησε. Ὁ Χαφούζης τόν ρωτᾶ:
— Τό «κιτάπι» μας αὐτά λέει;
Ὁ λοχαγός μεταχαιρέτησε.
Κι ἐμεῖς περνούσαμε ἀράδα ἀπό μπροστά τους.

Μεσημέρι, δώδεκα, φτάσαμε στό Χαλκά - Μπουνάρ. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισαν στό σύρμα, κύκλο. Ἅμα βράδιασε, ἕνας τοῦρκος ἐφές ἀπ' τό χωριό μας ἦρθε καί μᾶς καλοῦσε μέ τά ονόματά μας νά βγοῦμε, τάχα πώς θά μᾶς γλιτώσει, μέ σκοπό νά μᾶς χαλάσει. Κι ἐμεῖς στή γῆ πέσαμε νά μή δώσουμε γνωριμία.
Τά ξημερώματα ἦρθε ἀπό τή Μαγνησία ἄλλος ἀξιωματικός, καί μᾶς σήκωσαν. Ὧρες περπατούσαμε. Οὔτε ξέραμε ποῦ μᾶς πᾶν. Μονάχα ἀπό τόν τόπο καταλαβαίναμε πώς βαδίζαμε γιά τή Μαγνησία.
Ἀντί νά μᾶς πηγαίνουν στό δημόσιο δρόμο μᾶς τραβούσανε ἀπ' τό βουνό. Κι ὅπως δέν ἤμαστε σέ ἰσότοπο, ἀρχίσαμε νά σκορπᾶμε. Δέν μπορούσαμε νά κρατήσουμε τίς τετράδες. Καί οἱ στρατιῶτες φώναζαν προσταχτικά:
— Στίς τετράδες! Στίς τετράδες!
Ἐμεῖς προσπαθούσαμε, καί πάλι τίς χαλάγαμε. Ὅσοι ἦταν ἀνήμποροι κι ἔμεναν πίσω, τούς τραβοῦσαν οἱ πολίτες στό δάσος καί τούς καθάριζαν.
Μέ πολύ κόπο πέσαμε στό δημόσιο δρόμο. Ἐκεῖ πάλι, μᾶς περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι ἄνθρωποι, ἑξήντα ὥς ὀγδόντα χρονῶ, μέ παλιές μαχαῖρες, καί σά φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν ἀπάνω μας, φωνάζοντας στό λοχαγό:
— Ἄφησέ μας νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε!
Κι ὁ λοχαγός τούς ἔλεγε «ὄχι», γελώντας.
Ἐμεῖς τοῦ φωνάζαμε:
— Κύρ λοχαγέ, σέ σένα κρεμόμαστε.
Καί προχωρούσαμε.
Οἱ δρόμοι δεξιά κι ἀριστερά ἦταν σπαρμένοι ἀπό πτώματα πού μύριζαν. Στίς βρύσες ἔστεκαν σκοποί καί φύλαγαν τό νερό, πού ἔτρεχε ἀπ' τά κανούλια ἐμεῖς τό βλέπαμε και διψούσαμε περισσότερο.
Στό δρόμο εἴχανε σκάσει πολλοί. Ἐγώ, βάδιζα μέ τόν ἀδερφό μου, πού κρατοῦσε τό γελιό ἑνός Τούρκου ἀπ' αὐτούς πού μᾶς φύλαγαν σκέφτηκα: «Λεφτά ἔχουμε, ἄς δώσουμε νά πιοῦμε». Κι εἶπα τοῦ ἀδερφοῦ μου:
— Διψῶ πολύ, θά σκάσω.
— Κάνε κουράγιο, ἀδερφέ, μοῦ λέει, μή φανοῦμε μέ λεφτά καί μᾶς χαλάσουν.
— Ὄχι, δέν ἀντέχω, δῶσε λεφτά καί πάρε νά πιοῦμε.
Μοῦ 'δωσε, κι ἔτρεξα ἴσια στόν Τοῦρκο.
— Λίγο νερό, τοῦ λέω, κοντεύω νά ξεψυχήσω.
— Τί λές, σκυλί; Οὔτε δράμι15 δέ σοῦ δίνω.
— Ἀσκέρ-ἀγά, ψυχικό θά κάνεις, νά πάρε κι αὐτά τά λεφτά.
— Δῶσ' τα, μοῦ λέει, καί πιές κρυφά.
Ἤπια, κι ἔδωσα καί τοῦ ἀδερφοῦ μου.
Αὐτά γινότανε Αὔγουστο μήνα. 

Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ 

Η ομάδα του περιοδικού «Μακεδόνικες Ημέρες». Καθιστοί (από αριστερά): Γ.Θ. Βαφόπουλος, Β.Ν. Τατάκης, Π. Σπανδωνίδης, Αλκ. Γιαννόπουλος, Γιώργος Δέλλιος. Ορθιοι: Τάκης Βαρβτιτσιώτης, Γιώργος Θέμελης, Στρατής Δούκας, Ν.Γ.Πεντζίκης, Στέλιος Ξεφλούδας, Αντ. Λεβή. (Αναμνηστική φωτογραφία του 1938, επ’ ευκαιρία της αναχώρησης των Τατάκη και Γιαννόπουλου για Αθήνα)

[ Οι δώδεκα μήνες ]

Το πρωί τράβηξα μόνος μου στο μοναστήρι, που βρίσκονταν πάνω στο βουνό, καμιά μισή ώρα έξω απ’ το χωριό. Ήταν κι αυτό ρειπωμένο. Μονάχα το μπροστινό και λίγο απ’ το πλάγι του στέκονταν ακόμα, έτοιμο κι αυτό να πέσει. Από τη μισογκρεμισμένη πόρτα του μπήκα μέσα. Οι καλόγεροί του σα να κοιμούνταν. Τα κελάρια του γεμάτα, τα μιντέρια του στρωμένα. Απ’ τα μικροπαραθυράκια του έβλεπα πέρα τα μαύρα βουνά, σαν κύματα που με κύκλωναν. Πατήματα δεν ακούονταν στις πλάκες της αυλής που ’ταν σκεπασμένες από αγριόχορτα και φύλλα. Η νύχτα έφτανε βουβή. Μονάχα ο ρύακας μουρμούριζε. Όταν το νυχτοπούλι άρχιζε τα ρυαχτά του, αποτραβιόμουνα στη φωτιά του τζακιού μου, συντροφευμένος από σκιές…
Το μοναστήρι είχε πολλά παλιά πράγματα. Το πιο πολύτιμο ήταν ένα βημόθυρο, από το τέμπλο της εκκλησιάς. Απάνω στα δυο βαριά βουνίσια ξύλα του ήταν ζωγραφισμένος ο «Ευαγγελισμός» και σειρά, από πάνω προς τα κάτω, στη μεριά που θηλύκωναν, οι «δώδεκα μήνες» που παράσταιναν τη ζωή του τόπου, τον καιρό που ζωγραφίστηκαν. Μιλούν για το λαό, όπως ήταν τότε, με τους αρχόντους του, τις δουλειές και τα συνήθεια τους, επάνω κάτω έτσι όπως τα ’νιωθα καθώς τους ξεσήκωνα.
Ιανουάριος: Είναι νύχτα ακόμα. Μέσα στο κατάκλειστο σπίτι, η παλιά αρχόντισσα με τα νυχτικά της, τα σγουρά μαλλιά της αχτένιστα χυμένα στους ώμους της, κάθεται στην πολυθρόνα συρμένη δίπλα στο τζάκι. Δυο υπηρέτριες όρθιες την υπηρετούνε. Η μια μόλις μπαίνει κουβαλώντας ένα χοντρό κούτσουρο. Η άλλη φεύγει από μπροστά της σαστισμένη. Η κυρά της ανασηκωμένη στο κάθισμα, της φωνάζει θυμωμένα. Βιάζεται να ετοιμαστεί για την εκκλησία της.
Φεβρουάριος: Παραμονή απόκριας. Ο χωρικός κατεβάζει τα βόδια του με το βοδαμάξι του να τα πουλήσει. Κάποιος τα χτυπά από πίσω να προχωρήσουν. Το μεγάλο κολώνει μουγκρίζοντας. Το μικρό ακολουθεί φοβισμένο. Ο ζωέμπορας, ριγμένος βαριά πάνω στο ραβδί του, τα κοιτάζει λοξά σα να τα ζυγιάζει. Τα κοιτάζει κι ο χωρικός, όπως τα σέρνει μπροστά του, σα για μια τελευταία φορά, λυπημένα…
Μάρτιος: Μέσα στο πυκνό δάσος, μέσα στην αστέναχτη φύση, τ’ όρνιο περνά ψηλά κρώζοντας. Έπειτα, μες στη σιγαλιά, ακούγεται το χτύπημα του ξυλοκόπου. Δυο άντρες κόβουνε ξύλα. Η γυναίκα τα σηκώνει από χάμω με κόπο. Εδώ απάνω στα βουνά, που η ζωή είναι φτωχή με πολλά βάσανα, μονάχα τα νερά είναι μπόλικα και τα ξύλα…
Απρίλιος: Λιώσανε πια τα χιόνια. Τα κουδούνια λαλούν γλυκά, τα ποτάμια κατηφορίζουν. Στις πολιτείες, σε κιόσκια χωμένα μέσα σε πρασινάδες, οι κοπέλες κόβουν τα πρώτα λουλούδια. Τ’ αυλάκια, οι φράχτες κελαηδούν. Τ’ αυτιά γεμίζουν από ήχους. Στο σπίτι, μέσα στην αυλή, η τριανταφυλλιά μεγάλωσε και σκάλωσε ώς το παράθυρο. Από κει απλώνει η κοπέλα το χέρι και κόβει το πρώτο τριαντάφυλλο, για να στολίσει το κεφάλι…
Μάιος: Αυγή ακόμα, όλα είναι σκούρα και τ’ ανήλια μέρη είναι σκοτεινά σα νύχτα. Το χορτάρι μόλις χρυσίζει στην πρώτη αχτίδα. Τ’ αρχοντόπουλο με τον υποταχτικό του πάει καβάλα για κυνήγι. Το πρωινό αγέρι που φυσά, του παίρνει τη σάρπα. Το σκυλί τρέχει μπροστά μυρίζοντας. Μες απ’ τη φτέρη πετιέται ο λαγός… Μόλις προφταίνει να γυρίσει το κεφάλι…
Ιούνιος: Έφτασε το θέρος. Ο κόσμος είναι χυμένος έξω στα χωράφια και δουλεύει. Όλη τη μέρα θερίζουν, δεματίζουν. Τα βράδια φτάνουνε κουρασμένα. Οι γυναίκες με τα γαϊδουράκια φεύγουν μονάχες για το χωριό. Οι άντρες κάθονται να φαν κι ύστερα ξαπλώνουν δίπλα στα δεμάτια. Περνούν μεσάνυχτα κι ακόμα ακούς κουβέντες. Τα γκρεμνά είναι γεμάτα από μια χρυσαφένια ημεράδα. Όλα, θαρρείς, μαζί τους αγρυπνούν και ξαποσταίνουνε…
Ιούλιος: Ο άρχοντας, κρατώντας μπράτσο τη γυναίκα του, που δεν ξέχασε να πάρει μαζί της και το κανατάκι της, βγαίνει να δει τα υποστατικά του. Οι δούλοι του δουλεύουν. Κουρασμένοι, δεν έχουν τον καιρό ούτε να τον κοιτάξουν. Παίρνει τότε κι αυτός κάτι απ’ τα χέρια τους, τάχα να τους βοηθήσει…
Αύγουστος: Απ’ το πρωί, οι κοπέλες βγήκαν στ’ αμπέλια. Στις πλαγιές τώρα ακούονται τα γέλια τους και τα χάχανά τους. Μέσα στην πόλη ακούονται, πάλι, άλλοι χαρούμενοι κρότοι. Οι βαγενάδες που φτιάχνουν τα βαγένια τους…
Σεπτέμβριος: Τα σταφύλια κουβαλήθηκαν στα σπίτια και πέφτουν με κοφίνια και με κάδους μες στα πατητήρια. Τ’ ανοιχτά κατώγια των σπιτιών μυρίζουν. Βγαίνουν τα καινούργια τσίπουρα και τα πετιμέζια…
Οκτώβριος: Πέρασαν και τα πρωτοβρόχια. Η παλιά καλαμιά έχει μαυρίσει και σαπίσει. Τα βόδια ανασηκώνουνε παντού τ’ αφράτα χώματα, που χύνονται μαλακά γύρω από τ’ αλέτρι. Τα χωράφια απλώνονται σαν βελούδο, ανεβαίνοντας ώς το δάσος, σιμά στ’ αγριοβαλάνια. Από κει πάλι ακούεται το πελέκι που κόβει κλαδί για το χειμώνα. Δεμένο περιμένει τ’ άλογο στη ρίζα του χαμόπρινου, Όταν φορτώνεται να φύγει, ο τόπος γεμίζει από ερημιά. Πέρα, βαθιά, ακούονται φωνές και μακρινά γαβγίσματα.
Νοέμβριος: Έχει πλακώσει πια ο χειμώνας. Έξω φυσά ο αγέρας σε μια πλάση πεθαμένη και σαβανωμένη. Τα γυμνά κλαριά της λεύκας δέρνονται. Τα χλωμά φυλλαράκια σιγοτρέμουν. Οι αχοί σβήνουν μέσα στην ερημιά. Άξαφνα ακούγεται μια τουφεκιά στα πλάγια…
Δεκέμβριος: Παραμονή Χριστούγεννα. Σφάζονται τα γουρούνια. Μέσα στην αυλή κρέμονται, μ’ ανοιγμένη την κοιλιά, ανάποδα. Ο νοικοκύρης όρθιος σιάζει το κρέας τους. Η νοικοκυρά καθισμένη πιο πέρα, πλένει μέσα στο λεβέτι τ’ άντερα, μαλώνοντας τη γάτα. Έξω ακούονται οι γκάιντες, τα κάλαντα…
Ώς να ξεσηκώσω και τους δώδεκα μήνες, είχε περάσει η άνοιξη. Μες στ’ αυγινό αγέρι, τα τριαντάφυλλα της αυλής άνοιγαν κι η μοσκοβολιά τους με μέθαγε. Έξω απ’ τα παράθυρά μου τα πουλιά κελαηδούσαν, ο ήλιος έλαμπε. Όταν βγήκα ν’ αποχαιρετήσω, διχαλωτά πέφταν τα ποτάμια, σμίγοντας βοερά, σα να διπλοχαιρετιούνταν. Έσκυψα κι ήπια. Ψιλές ψιχάλες μου ράντισαν το πρόσωπο. Ξαναγύρισα στο μοναστήρι να ευχαριστήσω τη «Δέξα Παναγία» και να ετοιμάσω τα πράγματά μου. 
(από το βιβλίο: Στρατής Δούκας, Οδοιπόρος, Aθήνα 1975) 


Ο Στρατής Δούκας το 1942 παντρεύτηκε τη Δήμητρα Μαγκανά(γεν. 1903) η οποία είχε δυο παιδιά από τον πρώτο της γάμο


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΠΟΔΙ 

Σε άσπρα αναπαύεται ο γέρος ασάλευτος δίχως να μιλεί. Βελάζ’ η κατσίκα· κόκκινα τζεράνια, στις πράσινες ροδιές κατακόκκινα σα χείλη λουλούδια. Πεταλούδα αβρή περιφέρεται τον πολύανθο κήπο· χάμου η μαυροπαπαδίτσα, κόκκινη. Τη σηκώνει, τη βάνει στη φούχτα το παιδί. «Πέταξε πασχαλίτσα κι ήρθε ο άντρας σου, σου ‘φερε παπουτσάκια, δυο βαρκάκια μικρά.» Στον ήσυχο γιαλό χτυπούσε ο φτωχός το χταπόδι στο βράχο. Τα βουνά μελάνι, η γη τριανταφυλλένια, θερμή. Δροσεροί ίσκιοι, που μαζεύτηκαν μες σε λιθόστρωτες αυλές, πλυμένες, κάτου από καταπράσινες κληματαριές. Στο μπαλκόνι λουλούδια, μάτια καρφωμένα στα σύννεφα. Παπάδες – μυρωδιά πολυκαιρινή από ξύλο ευώδες που κάποτε μύριζε τσιγαρίλα – μακραίναν στις ποδιές με μονοπάτια από τα πλάγια, π’ αφήνουν στις ράχες τ’ αλώνια με τις φωνές, τ’ αμπέλια με τους πράσινους βλαστούς. Μοσχοβολά η κρίνα της γιαγιάς φυλαγμένες λιχουδιές. Στο βαθύ χρονοντούλαπο του παππού, σε παλιά χαρτιά με μούχλα, θαμμένη η συμβουλή: « ας μην υπερβάλομε μ’ εμφάνιση την ουσία.» Σπιτάκια σκόρπια σαν από άσπρο χαρτί. Αλλόκοτα έσπασε το ποτήρι με τις ισχυρές ανταύγειες. Μεσ’ απ’ τα κομμάτια που κυλίστηκαν στο πάτωμα, το μάτι πήρε τη μορφή του μισή: νέος, μαυριδερός, μαύρα φρύδια, μεγάλα μαύρα μάτια. Τα φύλλα σκιρτήσαν. Έφθανε η εσπέρα λυσίκομη. Πατούσε την άσπρη καλαμιά με το πόδι γυμνό. Μες στη γαλάζια ποδιά της, το κεφάλι του νέου, έβαφε κόκκινο τον ουρανό, σκέπασε με το χέρι το πρόσωπο. «Γιατί ματοκυλήσαμε τα φαράγγια τα αγνά; Εδώ κοίτουνταν τ’ αδικοσκοτωμένα κορμιά, με το βόλι στο πλευρό. Πώς κοιμούνταν!»… Το γλυκό το σύκο τ’ αμπελιού στο στόμα, να πατούσα να πιάσω το κλωνί με το πόδι. Το κύμα βρέχει την αμμουδιά. Το μπουγάζι βγάζει στεφάνια αφρούς. Άσπρες αυλές – ήσυχο λάλημα, πουλιά κρυμμένα στους κλώνους βράδυ, σε παράθυρο κανάτι πήλινο, που του δρόσιζε το λαιμό. Η μάνα κρατούσε το παιδί στην αγκαλιά· τραγουδεί μόνη: «Τρία βουνά, μαύρα, τρεις μήνες που χόρευαν.» Ο πατέρας έρχονταν καβάλα απ’ την Ανατολή. Βαστούσε τη νύχτα με το νέο φεγγάρι, βεργί απ’ αγρίλι με φύλλα. Το κόκκινο φαρί, καπνός από αίμα. Ο ξένος μισόυπνος στο σταύλο μύριζε το βασιλικό· ξωμάχος περνά ήσυχα το λιθόστρωτο, το ματωμένο χαγιάτι σκούζει τον πόνο ευνούχου με χάχανα. Μυρίζει κομμένο καρπούζι, σε βράχο η βρύση, ο πλάτανος. Σκοτεινά η αυγή ισκιώνει τ’ ασήμι, πουλί παράμερο σωπαίνει το κρίμα του… 
(απόσπασμα)


ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Στην ποιήτρια Χρυσούλα Χατζηγιαννιού

Θαμποχάραμα. Σκοτεινά ισκιώνει τ’ ασήμι. Στο δάσος το πουλί μουλωχτό κι άφαντο. Μες στο σύθαμπο βυθισμένο τ’ άσπρο ξωκλήσι, ξεφωτά· το σκοτάδι το φυλάει και ο φόβος. Τα σκυλιά αλυχτήσαν, τα κουδούνια σείσαν, κλαίει το ερημοπούλι. Ο πρωϊνός αγωγιάτης περνά το γιοφύρι βιαστικός. Θαμποφέγγει ο αυγερινός, το φεγγάρι σβήνει στον ουρανό. Ξυπνά η αυγή. Ο αγέρας φυσά απ’ της αγριλιάς και της γκορτσάς τα βράχια. Κατηφορίζουν τ’ ανοιξιάτικα νερά… 
Η μέρα ανάλαμψε. Στη βρυσομάνα, η μυγδαλιά κι οι ροδοδάφνες ολάνθιστες. Κρούσταλλο το νερό γλυστρά και πέφτει σε πέτρινη γούρνα, από πέτρινους κρουνούς. Το προσκυνητάρι του δρόμου στολισμένο με παπαρούνες και σπαρτά. Μες σε βλαστούς, σε λούλουδα πηδά το νέο πουλάρι, που η μυρωδιά το θρέφει κι αναφρουμάζει και χλιμιντρά. Η κατσίκα βραχοσκαλωμένη κορφολογά από κηπάρια κρεμαστά. Λαχταρίζει η ζωή. Σειέται το μαλακό χορτάρι, χτυπούν τα πλατανόφυλλα. 
Κάτω στον κάμπο σαλεύουν θάλασσες από στάχια, κριθάρια και κουκιές. Οι πεταλούδες πετούν μες στο φως. Στους δρόμους φέγγει το παρασολάκι, το κεφαλομαντήλι, τ’ αλαφρό μπλουζάκι. Αργά τ’ αμάξι ακολουθά τον κόσμο που πάει με φωνές, τραγούδια και χαχανιτά στο πανηγύρι. Βουίζει η μέλισσα κι ο βάβουρας γύρω απ’ τη βρύση, που σταματούν τα ζώα να πιουν, να ξαποστάσουν. Μια μούλα κουδουνάτη, στρωμένη με κιλίμι, παίρνει την ανηφόρα, γλιστροπατώντας τ’ ανθισμένο χορτάρι και τις σκόρπιες πέτρες μέσα στα δρομιά. 
Στη λιόφυτη πλαγιά ο νέος ξωμάχος σκαλίζει τις ρίζες, κόβει απ’ τους όχτους το νερό να τρέξει στ’ αυλάκι. Μπροστά του περνούν γοφοί προφαντογέννητοι. Κομπιάζει ο λάρυγγας, σκοντάφτει στην πέτρα, του πέφτ’ η τσάπα. Η κόρη περνά μεσ’ απ’ τη λιόχαρη μέρα βιαστική. Ο γεροβοσκός συμμαζωχτός στον όχτο, ακούει το κύλισμα του νερού. Μια μικρομάνα κάθεται στη ζεστή γη, με το παιδί της αγκαλιά. Η προβατίνα γλείφει και μυρίζεται το μικρό της… 
Μες στην πυράδα του ήλιου η φοράδα γυαλοκοπά, η ελιά ασημίζει σαν ψάρι στον αφρό. Ο ήλιος καίει. Φέγγουν τ’ αγκάθια, οι βράχοι, τα ζουζούνια μεθούν μες στο φως. Πετιούνται οι σαύρες μ’ ανοιχτό στόμα κι ανασαίνουν τη λαύρα. Τα σείστρα των τζιτζικιών μετρούν τις ώρες. Χτυπούν τα μηλίγγια, σπίθες ανάβουν στο μυαλό και σβήνουν. Κουφοδρομάει η φλόγα, οι φωτιές ανάβουν, καπνίζουν οι πλαγιές καψαλισμένες. Τα χόρτα αχνίζουν. Ο βάτος βαλάντωσε, η συκιά βαριανασαίνει. Μες στον ξεπνοϊσμένο αγέρα, τ’ αριά κουδούνια λαλούν ξέψυχα, τα σκυλιά αλυχτούν βαριεστημένα. Αργά κουνάει τα ζάλα του τ’ οκνό γαϊδούρι. Λυγάει τη μέση και ξαπλώνει στο χώμα, με μάτια υπνοζαλισμένα, κλειστά. Τα πρόβατα σταλιάζουν κάτω απ’ τους πεύκους, όπου έστρωσε ο βοσκός κι αποκοιμήθη. Ούτε πάτημα, ούτ’ αναπνιά… 
Ξάφνου πήρε τ’ αγέρι και τρεμίσαν οι φωνές. Τα πρόβατα πετάχτηκαν πηδώντας και βελάζοντας. Ξυπνά κι ο βοσκός από το κάρωμα με ιδρωμένο μαλλί, τρίβοντας τα μάτια και με την γκλίτσα του τα προγκάει να τα ρίξει στα πλάγια. Παντού αχολογούν σουρίσματα, γαυγίσματα σκυλιών, κουδούνια και βελάσματα. Σειέται ο σιταρόκαμπος, αγερολούζεται ο ελαιώνας. Στα λιβαδοτόπια οι χορτοκόποι με τα μεγάλα τους δρεπάνια, θερίζουν, δεματίζουνε. Το κάρο φορτωμένο κάργα δεμάτια, δεμένα από πάνω με τριχιά, σταματά στη βρύση να πιουν νερό τα ζώα και να ξαποστάσουν, με βγαλμένα χάμουρα. Ο ιδρώτας στάζει απ’ την κοιλιά και τις μασκάλες τους, όπου οι αλογόμυγες κολλούν δαγκώνοντας κι αυτά τις διώχνουν κουνώντας νευριασμένα τις ουρές τους. 
Οι δρόμοι μάζωξαν το φως. Αργά λαλούν κουδούνια απ’ αρνάδες κι απ’ άλογα που βόσκουν μόνα. Απ’ τα ισκιωμένα πλάγια κατηφορίζει η γυναίκα σέρνοντας τη γίδα με το κουδούνι στο λαιμό. Αμολήθηκε κι η προβατίνα και τρέχει πηδηχτά στα τέσσερα. Σε γαϊδούρι ψηφοστόλιστο, πισωκάπουλα καβάλα ο παίδαρος, το τσινά από πίσω να τρέχει ως να φτάσει τ’ ακρόσπιτα… 
Μες στο χωριό άδειοι δρόμοι, τα σοκάκια έρημα, οι πόρτες κλειστές με το κλειδί στην κλειδωνιά. Λαλεί ο κόκορας, οι κότες με τα ορνίθια τους σκαλίζουν το χώμα. Ο σκύλος ξαπλώνει στο κατώφλι, με τη μούρη του χωμένη στα σκέλια. Πάνω στο πεζούλι το γαστρί, το μαλλί απλωμένο στον τοίχο. Στο φτωχό χαμώγι, η μονοκάμαρη της χήρας αξέσαστη, τα παιδιά ανάλλαγα. Ανήμπορη παλεύει δίχως ανασασμό. Στην πέτρινη σκάφη σαπουνίζει, μαζεύει τ’ απλωμένα ρούχα από το φράχτη, κόβει κουκιά. Τα βάζει στην ποδιά της βιαστική και πάει ν’ ανάψει φωτιά για το δείπνο. Το βράδυ μ’ αγάπη μιλάει στα παιδιά η αποσταμένη μάνα… 
Πιο κει, χωμένα σε ίσκιους, σπίτια με πολλά παράθυρα ανοιχτά στον αγέρα. Το φως χτυπά στα μάτια, στις άσπρες αυλές κι αντιλάμπει στους τοίχους. Αχνομυρίζει της κόρης το μάγουλο, λουσμένο με αβαγαινούς και βάγια. Κάτω απ’ την λουλουδιασμένη τριανταφυλλιά, τεμπελιάζει η γάτα. Στον ίσκιο της πράσινης ροδιάς, που κόκκινες φλογίτσες ξεπετά, συλλογάται η κόρη. Τα μάτια της κρύβουν της κάμαρας το σκοτείνιασμα… Το δουλάκι με την ποδιά, ξυπόλυτο πήρε τους δρόμους. Ο βραδινός αγέρας της σηκώνει το φουστάνι, δείχνοντας γυμνή τη γάμπα της ως τα μπούτια… 
Τα παιδιά σκόλασαν, βουίζουν οι βρύσες. Τα σπίτι, σαν καράβια μαβιά ως τα μπούνια μ’ άσπρα πανιά, ταξιδεύουν. Πέρα η κοιλάδα διαφέγγει, τα βουνά ανάβουν άχνα. Τα παλικάρια κουβεντιάζουν πάνω στα βράχια ξεμοναχιασμένα. Από τη ζέστη, αστράφτει ο ουρανός. Μες στη ζεστοκοπιά της γης που ξεκουράζεται, τα τσιροπούλια χαμοπετούν τσιρίζοντας, το χελιδόνι ψαλιδίζει τη χλόη. Τα φτερά του όρνιου χάνονται στον καπνισμένο ουρανό… 
Τη γης σκεπάζει η σκοτεινιά. Μαυρολογούν οι λόγοι. Στις βρύσες θόλωσαν τα νερά. Μέσα τους τρεμοσαλεύουν ίσκιοι. Τ’ άλογα σκιάζονται πίνοντας και γοργοπάνε στο παχνί. Τα πουλιά, στις μαζωχτές φτερούγες τους κοιμούνται, μεσ’ από βουβές σκιές ψάλλει το τριξαλούδι. Απ’ τα κλαριά κρεμιούνται τα σκοτάδια, τα λυχνάρια περπατούν μες στις στράτες. Στη σκοτεινή κοιλάδα ένα πεφτάστρι φέγγει και χάνεται. Το φεγγάρι βγαίνει απ’ το βουνό, στα κατώφλια πέφτουν οι φεγγαρίσιοι ίσκιοι. Η γη κοιμάται στην αγκαλιά της νύχτας που αγρυπνά. Βαθιά γαλήνη. Στ’ αναφτέριασμα πουλιού η κόρη ξυπνά με ταραγμένα όνειρα. Στον όχτο του ρυακιού που νανουρίζει, γρατς, γρατς, τ’ άλογα βόσκουν μες στο δροσό της νύχτας. Ο κιρατζής τ’ απόλυσε στο τριφύλλι κι έπεσε να κοιμηθεί μες σε βροχή από άστρα.


Ο Στρατής Δούκας ζωγραφισμένος από τον Σπύρο Παπαλουκά




ΛΥΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ 

Στην ποιήτρια Θεοδώρα Ντάκου 

Στον κρυφό μου κήπο βυθισμένος, από πίκρα που ξεχείλιζε, αναστήθηκες μορφή νέα: μελαγχολία, νόηση, σιωπή. Ο άγγελος κατεβαίνει από το μνήμα και χαϊδεύει το χορταράκι του το ανθισμένο. 
Στην πρώτη ματιά σου χαμογέλασα. Στη δεύτερη κάνω να σου μιλήσω και καταντώ να σε σκέπτομαι. Ο κόσμος σου πλάθεται μέσα μου, από ύλη σκοτεινή που λάμπει. Πονείς να μου δείχνεις, πονώ να ιδώ· ό,τι δεν μπορώ. Να βοηθηθώ, φωνάζω: «Είναι δικός σου» κι αναστενάζω βαθιά. Εσένα ή εμένα ακόμη αγαπώ; Στους χτύπους της καρδιάς μου δεν ξέρω τι ν’ απαντήσω. Η γλώσσα μου θα σου έλεγε: «Λυπήσου με». 
Με τι ντροπή είναι σμιγμένη η ευτυχία μου. Μοιάζω με κεφαλή πνιγμένου που κάθεσαι και τη στολίζεις. Στο θαλασσινό κοιμητήρι, κάτω απ’ τα κυπαρίσσια, τα μνήματα στη σειρά. Προς το βράδυ έκλαψα. 
Ξυπνώ αργά, δίχως επιθυμίες· μες στο ήσυχο φως, η ψυχή βλέπει κι ακούει. Το φως, που όταν το ‘βλεπα στα μάτια σου ησύχαζα κι όταν έσβηνε τρόμαζα και σιωπούσα. «Είναι φοβερό να κοιτάζεις σα μύωψ ή λυγξ. Καλύτερα να ‘σαι τυφλός». 
Καρφώνονται στην καρέκλα μου, σε πείσμα σκοτεινό. Θέλω να κουνηθώ, να ξεφύγω, από ένα μαγνήτισμα βαρύ. Μέσα μου νιώθω μια μανία να χτυπήσω, ν’ αντισταθώ, κι όνειρα λευτεριάς με κατακλύζουν, γεμάτα πόνους ηδονικούς. 
Συμβαίνει κάτι που δε θέλω να υποψιαστώ, που δεν τολμώ να το ξέρω. Μες στο σκοτάδι, χτυπώ τυφλά. Πού χτυπώ, τι σκεπάζω, οδυνηρό! Μ’ άναρθρες φωνές, βρίζω αισχρά. Δίνω ένα σάλτο και πάω τρεκλίζοντας. Τα τανυσμένα νεύρα πέφτουν με μιας. Θέλω να κλάψω πάνω από τάφους. 
Η σιωπή με πνίγει σαν τύψη. Τα δάκρυα παγωμένα δε στάζουν. Η μέρα μου τελειώνει δίχως εξιλασμό. 
Νύχτα: Το σκουλήκι της έγνοιας νυστάζει. Κάνω να το νανουρίσω σα μάνα. Μια φωνή μέσα μου να ησυχάσω. Μια άλλη όχι. Απόψε όλα. Βιάζομαι να φτάσω στο βυθό. Μέσα στο βάθος μου σε φώναξα. Το κεφάλι σου μαύρο, σκοτεινό, σούρθηκε ως τα γόνατά μου με βόγγους. Το σήκωσα και το φίλησα βαρύ, με μια μοιραία δύναμη. 
Τι πιο σοφό να σου προσφέρω από μια ευκαιρία συγγνώμης; Σε βλέπω σα σιωπηλό θεό, σιωπώντας. 
Σε κούρασα, που έχω κουραστεί – μια κούραση που κουταίνει το μυαλό. Βρέχει. Θα με καταλάβεις από τι υποφέρω; Αυτά που γράφω ωσότου τα διαβάσεις θα ‘χουν περάσει αιώνες. Κι ο πόνος στη θλίψη κρατά μονάχα μια στιγμή. Όλο τ’ άλλο είναι μια κουτή δυστυχία. Κάθεται και δε βιάζεται. Μα ‘ναι και πλάσματα που ζουν και πεθαίνουν στο λεπτό. 
Μεταμφιέσματα: «Στου γαιδάρου την πληγιασμένη πλάτη ήρθε και κάθισε ένα πουλάκι. Από πάνω το φεγγάρι φωτούσε ειρωνικά.» Θυμάμαι το αδέξιο ύφος μου μες στο δωμάτιο. Έμασα από χάμω τα χαμόγελα. Ένιωθα να με κατρακυλούν από σκάλες… Έκανα μέρες να συνέλθω… 
Κρεβατωμένος δίχως πυρετό, σχεδιάζω τις εξομολογήσεις μου: «Τα μάτια γεμάτα απ’ την ταπείνωση της μητέρας.» Ακούω τον πράο λόγο της: «πρέπει να ζητάμε για όλα μας συγχώρεση.» Μαλακώνει ο πόνος μας, όταν μας συγχωρούν. 
Αν σε φιλούσα μονάχα, θα μπορούσες να καταλάβεις τι έχει μέσα μου συμβεί. Πώς μπορείς να με φαντάζεσαι έτσι; Γιατί δε με προσέχεις; Μήπως σ’ αγαπώ γιατί μ’ αγαπάς, κι όχι γιατί είσαι Εσύ; 
Διψούν τα μάτια μου από σε. Σα να ‘σαι ξαπλωμένη μέσα σε λουλούδια. Α, να μπορούσα να ‘μαι μαζί σου σε μια άλλη ζωή… 
Κοιμούμαι κουρασμένος και ξυπνώ στ’ όνειρο. Μες στο χειμώνα στοχάζομαι την άνοιξη: ρόδινα, άσπρα μπουμπούκια σε κλαδιά γυμνά. Έξω απ’ το φράχτη, που πηγαίναμε άφωνοι, θυμάμαι χαμογελάσαν τα μάτια σου: «Μπορείς να μου κόψεις από κει μέσα το τριαντάφυλλο;» 
Τόση χαρά, ύστερ’ από τόση στέρηση· άκουσα τη φωνή σου κι οι δρόμοι γεμίσαν από πουλιά. Όλη τη μέρα λουλουδίζεις μέσα μου γεμάτη νιάτα, που τα στερούμαι εγώ. Πάρε με μαζί σου σα μια λίγη χαρά, σαν όνειρο, που δεν υπάρχει. 
Ονειρέψου με, όπως σε ονειρεύομαι, μ’ ήμερη λύπη. Το βράδυ φθάνει σα σιωπηλή ονειροπόληση. Στο ήσυχο θαμπό φως, κάθομαι, κουρασμένος απ’ οράματα. 
Ετοιμάζομαι για πού; Είμαι μόνος και αγρυπνώ. Ετοιμάζομαι να πάω παντού, να τα δεχτώ όλα. 
Στη νύχτα όταν γύρισα τα μάτια μου, σ’ είδα σα να ‘σουν εσύ η νύχτα. Πελώρια η πλώρη του καραβιού μες στο σκοτάδι. Το ταξίδι μου ήταν για σένα. 
Η άνοιξη ήρθε βιαστική και μ’ αναστάτωσε. Κάθε τόσο κάνω ερχομούς με το νου μου. Το καροτσάκι μου τρέχει φορτωμένο τρέλες. Να ‘ρθω να δω τα μάτια σου, να πιάσω ένα κουμπάκι από σένα, να χαρώ τη βεβαιότητα· μα πώς; Έβαλα το καινούριο μου πουκάμισο, για να πεις πως ήρθα. 
Ας κοιτάξω έξω απ’ το παράθυρό μου: «Κλωνί μηλιάς ολάνθιστο, τι είναι πέρ’ απ’ το θάνατο;» Με τ’ όνειρο μισεύω μες στον αγέρα που φρεσκάρισε. Μεσ’ απ’ τα φύλλα που κουνήθηκαν, σηκώθηκε της καλλονής το πρόσωπο. Από τα μάτια ξεπετούν πουλιά, τα μπράτσα κλώνοι με καρπούς, χείλη δροσιάς φιλούνε τη φτέρνα… 
Μια κατσίκα και δυο γυμνά γυναικεία πόδια με κάνουν να ζω. Στην πράσινη χλόη, σκιρτώ σα Σάτυρος να σε κουτουλήσω. Έτσι μονάχα σ’ αισθάνομαι δική μου. Σαν ένας «φαύνος» της φαντασίας μου. 
Πονεμένη ηδονή να είσαι μόνος. Ένα βέλος σε διαπερνά, και δεν ξέρεις από πού βάλλεσαι. Η άνοιξη μου φόρεσε τη χλαμύδα του Νέσσου. Με γλείφουν ανικανοποίητες φλόγες. 
Απ’ το πρωί μέσα στους κήπους γυρεύω την παρουσία σου. Βλέπω τα λουλούδια και θαρρώ πως έρχεσαι. Ακούω τα τζιτζίκια που φλυαρούν και ζηλεύω, που δε βρίσκω τι να σου πω: «Βασίλευε ο ήλιος που σ’ είδα κάτω απ’ τη βερικοκιά. Είδα την πλάτη σου, εσύ έφευγες.» 
Σε γύρεψα παντού με πόνο. Όλη τη μέρα ο νους μου γύριζε σε σένα. Από σένα γύρεψα να κόψω το τριαντάφυλλο για το Θεό της αγάπης. 
Έτσι τέλειωσε η μέρα, που κουράστηκε να ραίνει λουλούδια. 

Ο Στρατής Δούκας περιγράφει την επίσκεψη του Γιαννούλη Χαλεπά στο νεκροταφείο, στα 1930, για να δει μετά από πολλά χρόνια την «Κοιμωμένη»: 

Ήταν τόσος ο συνωστισμός, που χρειάστηκε να επέμβουν οι φύλακες, για να κυκλοφορεί ελεύθερα. Φωτορεπόρτερ, σκιτσογράφοι, δημοσιογράφοι αντιπρόσωποι όλων των τάξεων. Ο ερχομός του είχε κάνει να ξεσηκωθεί ολόκληρη η Αθήνα. Ο κόσμος ήταν περίεργος να δει πως θα φερνόταν, τι στάση θα τηρούσε μπροστά στο αθάνατο έργο του. Από φόβο μη συγκινηθεί, τον πέρασαν -γιατί ο συνωστισμός του κόσμου ήταν αδιαπέραστος- πρώτα από άλλα μνημεία. Τ’ αναγνώριζε όλα, τα θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια. Όταν, τέλος, κατά τις 7 το βράδυ έφθασε μπροστά της, ζήτησε να του ανοίξουν το κιγκλίδωμα και μπήκε. Κοίταξε σιωπηλά το έργο του, κι απ’ το ρυτιδωμένο του μέτωπο πέρναγαν χίλιες εικόνες. Τα μάτια του μια βούρκωναν, μια γέλαγαν και μια κατσούφιαζαν. Μια ταραχή, μια πάλη γινόταν μέσα του και τα κρυφά βλέμματα που ‘ριχνε στο πλήθος, ενώ έμενε ασκεπής μπροστά στο έργο της νιότης του, μαρτυρούσαν πως φοβόταν μην προδοθεί. Κάποιος, τότε, του ‘πε: «Λένε πως την έπλυναν με άκουα φόρτε και χάλασε». Άπλωσε το χέρι του, θώπευσε τις αρμονικές πτυχές του υφάσματος, γέλασε ζωηρά και είπε, ενώ το χέρι του στηριζόταν απάνω στο μάρμαρο με τρυφερότητα: «Δεν χαλάει!»
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου