Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

ΠΕΡΣΑ ΖΗΚΑΚΗ " Ο Μπαμπάλαρος "



Από στόμα σε στόμα μεταφέρθηκε τούτη η ιστορία και ίσως υπάρχουν ακόμη κάποιοι άνθρωποι που την θυμούνται από τις διηγήσεις των γονιών τους.
Κουκάκι, εκεί γύρω στο 65. Δύσκολη εποχή.
Δεν ήταν κακός άνθρωπος, αντίθετα ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές της γειτονιάς.Τον φώναζαν απ' τα μπαλκόνια οι νοικοκυρές για θελήματα και πάντα του έδιναν το κατιτίς του."Βαγγέλη εδώ, έλα" του έγνεφαν κι αυτός περίμενε στη πόρτα να του δώσουν τη παραγγελία. Άλλοτε να πάει το φαί στο φούρνο, άλλοτε να καθαρίσει κάποια αποθήκη κι άλλοτε να φέρει τα πράγματα από το μπακάλη, αυτά που του είχαν γράψει σε ένα σημείωμα που φυσικά το διάβαζε μόνο ο μπακάλης γιατί ο Βαγγέλης δεν ήξερε γράμματα. Η νόνα μου πάντα τον ορμήνευε, κι εκείνος ο ταλαίπωρος άκουγε χωρίς να μιλάει γιατί ήξερε ότι στο τέλος πάντα κάτι φαγώσιμο θα του είχε φυλαγμένο. Μετρίου αναστήματος,λεπτός και νευρώδης.
Εκεί στου Φιλοπάππου σύχναζε. Άκακο αρνί περιφερόταν.
Τα παιδιά της γειτονιάς τον κορόιδευαν, τους θύμιζε αερικό, ή η όψη του τα τρόμαζε, κι όταν έπαιζαν μπάλα στην αλάνα για να τον απομακρύνουν τον ξαπόστελναν φωνάζοντας; "Μπαμπάλαρε χάσου". Κι ό έρμος έφευγε υπακούοντας στον άγραφο νόμο της απειλής αλλά και της ψυχολογικής βίας. Το μπούλινγκ δεν είναι τωρινή εφεύρεση δυστυχώς. Στο δρόμο περπατούσε κι όλο έστρεφε πίσω το κεφάλι να δει αν τον ακολουθούν ενώ φώναζε δυνατά και συνεχόμενα "αγριοβλεμματιές, αγριοβλεμματιές, έσπασες, έσπασες" ενώ κουνούσε τα χέρια πάνω κάτω σαν τους στρατιώτες ή χειρονομούσε με τις γνωστές κινήσεις. Η ψυχούλα του είχε πιαστεί στη παγίδα που του έστηναν καθημερινά κάποιοι αλητάμπουρες.
Οι γείτονες δεν μιλούσαν, δεν του φώναζαν, άλλωστε δεν έκανε τίποτα ο δυστυχής. Ήταν που θα έχαναν και το βαστάζο. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Κι ο καιρός περνούσε κι ο Βαγγέλης ή Μπαμπάλαρος ζούσε μια ζωή που όταν είχε να φάει μπορεί και να του φαινόταν ωραία. Ορφανός από γονείς απο τα μικράτα του ακόμη, έφτασε μεσήλικας ορφανός από αγάπη. 
Για μια ολόκληρη βδομάδα τον έχασαν όλοι. Κανένας δεν τον έψαξε, κανένας δεν ανησύχησε. Τον βρήκαν πεθαμένο ένα πρωί στου Φιλοπάππου. Δίπλα του ήταν μια σακούλα που είχε μέσα ένα ξεραμένο τυράκι και μια φέτα ψωμί. Αυτή η ζωή δεν έχει λύπηση για κάποιους ανθρώπους, μόνο αγριοβλεμματιές.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου