Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ " Τα λυκοκάντζαρα "





Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναπήγε στην πλατεία. Χάθηκε από τα στέκια. Μάζεψε κι άλλους και τις ημέρες κατέβαιναν και δούλευαν το πριόνι που άφηναν τα λυκοκάντζαρα σαν χάραζε. Σε λίγο καιρό θα γύριζε ανάποδα ο ντουνιάς, όπως το είχε προβλέψει ο ποιητής. 


-ο-ο-ο-

Μια φορά κι έναν καιρό, στα όχι και πολύ παλιά χρόνια, σε μια όχι και πολύ μακρινή χώρα, ζούσε ένας όμορφος άντρας, πενηντάρης περίπου, με άπλυτα μακριά γένια και μαλλιά, που φορούσε κουρελιασμένα ρούχα και τρύπια παπούτσια. Από την πλάτη του κρεμόταν ένα μικρό σακί με όλα του τα υπάρχοντα, δηλαδή ένα καρβέλι ψωμί κι ένα πακέτο τσιγάρα. Το όνομά του δεν το ξέρουμε, αλλά ας τον πούμε Ανέστη.
Το πρωί τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης κι έλεγε παράξενες ιστορίες, ζητιανεύοντας λίγο ψωμί και καπνό. Ισχυριζόταν πως ένα καρβέλι ψωμί κι ένα τσιγάρο τού αρκούσαν, όχι μόνο για να ζήσει αλλά και για να αλλάξει τον κόσμο. Κανείς δεν τον πίστευε αλλά όλο και κάποιος του έδινε ένα τσιγάρο ή μισό καρβέλι. Από το μεσημέρι και μετά εξαφανιζόταν ως το επόμενο πρωί, οπότε άρχιζε το ίδιο σεργιάνι.
Οι ιστορίες του μιλούσαν για έναν υπόγειο κόσμο με όντα παράξενα, τα οποία θέλουν ν’ αναποδογυρίσουν το σύμπαν. Παλεύουν ολονυχτίς γι’ αυτό αλλά μόλις βγαίνει ο ήλιος φοβούνται. Κρύβονται από τους ανθρώπους και ξαναπιάνουν δουλειά μόλις σκοτεινιάσει.
Οι ιστορίες του μιλούσαν για το μεγάλο λάθος που είχε κάνει ο Θεός, όταν έφτιαξε τον κόσμο. Κουρασμένος όπως ήταν από την προσπάθειά του να χτίσει το σύμπαν, να χωρίσει το φως από το σκοτάδι, να απομακρύνει το νερό από τις στεριές, να σχεδιάσει τα φυτά και τα ζώα, κουρασμένος όπως ήταν, λοιπόν, βιάστηκε να στείλει στον κόσμο το τελευταίο του δημιούργημα, που ήταν σχεδιασμένο πρόχειρα και στο πόδι.
Στην αρχή, ενθουσιασμένος για το θαυμαστό αποτέλεσμα, δεν συνειδητοποίησε το λάθος του. Μα όταν ο άνθρωπος άρχισε να πολλαπλασιάζεται και να δείχνει τις αληθινές του προθέσεις, όταν άρχισε να επιβάλλεται και να κυριαρχεί πάνω στα υπόλοιπα πλάσματα, ο Θεός κατάλαβε ότι το θαυμαστό δημιούργημα που με τόσο κόπο είχε σχεδιάσει και φτιάξει από το τίποτα, αργά ή γρήγορα θα καταστραφεί από το ελαττωματικό ον που έφτιαξε την τελευταία στιγμή.
Ως πάνσοφος και πανάγαθος που είναι, αποφάσισε να κάνει υπομονή. Τι στο καλό, σκέφτηκε, μυαλό του έδωσα, λογική του έδωσα, το ελεύθερο να ερευνά τα πάντα τού το έδωσα, ακόμα και να με απορρίψει του επέτρεψα, κάποια στιγμή θα ωριμάσει, θα λογικευτεί, θα καταλάβει ότι άμα καταστρέψει τον κόσμο θα καταστραφεί κι ο ίδιος και θα αλλάξει ρότα.
Μα οι αιώνες περνούσαν και τίποτα δεν γινόταν. Η κατάσταση, αντί να βελτιώνεται, ολοένα χειροτέρευε. Ο Θεός κουράστηκε να περιμένει. Και αποφάσισε να αναποδογυρίσει το σύμπαν και να φτιάξει ένα καινούργιο. Τι παντοδύναμος θα ήταν, αν δεν μπορούσε να το διαλύσει και να το ξαναφτιάξει.
Τέτοιες ιστορίες έλεγε ο αλλούτερος αυτός ομορφάντρας, ο Ανέστης, και σαγήνευε το ακροατήριο. Και μόλις εξασφάλιζε τα τσιγάρα και το ψωμί του, αναχωρούσε τραγουδώντας πάντα το ίδιο τραγούδι:

Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς, θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.(1)

-ο-ο-ο-

Τυλίχτηκε όσο μπορούσε καλύτερα με το πάπλωμα αλλά το πρωινό αγιάζι έβρισκε τον τρόπο να περνάει από μέσα και να του παγώνει τα πόδια. Ούτε απόψε είχε κοιμηθεί καλά. Οι υπόκωφοι θόρυβοι που έβγαιναν μέσα από το παλιό κτίριο ήταν πιο δυνατοί από κάθε άλλη νύχτα. Πριονίσματα, σφυριές, τσεκουριές, αλλόκοτα χτυπήματα. Λες και κάποιοι δούλευαν ολονυχτίς. Την ημέρα όλα ήταν ήσυχα. Κοιμήθηκε λίγο ακόμα αλλά σύντομα το φως της μέρας και ο θόρυβος του δρόμου τον ξεσήκωσαν. Δεν πήγαινε άλλο. Έπρεπε να εξερευνήσει το κτίριο, να βρει ποιος κοπανάει τις νύχτες.
Απέξω το κτίσμα έμοιαζε σαράβαλο. Η μισή σκεπή είχε πέσει, τα τζάμια σπασμένα, τα παράθυρα, ξεδοντιασμένα στόματα, αποκάλυπταν γυμνά τοιχία στο εσωτερικό. Μια μισοσβησμένη ταμπέλα: «…ποιείον Ιωάννης Καρ…» υπονοούσε πως σε αλλοτινούς καιρούς, όταν ήταν στις δόξες του, το κτίριο στέγαζε κάποιο εργαστήριο ή κάποια βιοτεχνία. Τώρα ερημιά και βρώμα κυριαρχούσε παντού. Η κεντρική είσοδος, μια τεράστια σιδερένια πόρτα, διπλομανταλωμένη με αλυσίδες και λουκέτα, βρισκόταν στο βάθος μιας εσοχής με ένα μεγάλο πλατύσκαλο μπροστά. Οι πλαϊνοί τοίχοι και ο φαρδύς εξώστης από πάνω προστάτευαν το χώρο από τη βροχή και τον άνεμο. Πριν από λίγες εβδομάδες είχε εντοπίσει αυτή τη θέση. Του έκανε εντύπωση που ήταν ελεύθερη. Γρήγορα, γρήγορα μετέφερε την «οικοσκευή» του: το στρώμα, το πάπλωμα και το σακί του με τις δυο αλλαξιές που του είχε χαρίσει μια σπλαχνική κυρία, το τενεκεδάκι με τα ψιλά, τα τσιγάρα του και κάτι άλλα ψιλοπράγματα.
Κάποιος του είπε πως το κτίριο είναι στοιχειωμένο αλλά αυτός γέλασε. Δεν πίστευε στα στοιχειά, ούτε στο Θεό ούτε στο διάβολο πίστευε. Μόνο στην καλοσύνη των ανθρώπων πίστευε. Αυτή τον είχε σώσει από τότε που έμεινε χωρίς στέγη. Στα 52 του έμεινε χωρίς δουλειά. Είχε απολυθεί και παλιότερα και νόμιζε πως η ανεργία θα ήταν προσωρινή. Μα τα πράγματα τώρα ήταν αλλιώς. Ένα χρόνο αργότερα ξέμεινε κι από στέγη. Φορτώθηκε για λίγο σε κάποιους συγγενείς αλλά απομακρύνθηκε αξιοπρεπώς. Καταλάβαινε πως ήταν βάρος και ντρεπόταν να παρακαλάει.
Την έβγαζε με λίγο ψωμί και τσιγάρα και περίμενε την ανάσταση. Ζούσε τριγυρνώντας στους δρόμους λέγοντας ιστορίες. Οι ιστορίες του άρεσαν στον κόσμο. Υπήρχαν μέρες που τον περίμενε πλήθος. Πιο πολύ άρεσε η ιστορία του για το Θεό που είχε βαρεθεί τους ανθρώπους. Ανέβαινε σε ένα παγκάκι και έπιανε το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει την προηγούμενη φορά. Κάθε μέρα έπρεπε να προσθέτει ένα νέο επεισόδιο στο παραμύθι αυτό αλλά είχε αρχίσει να ξεμένει από ιδέες.
-ο-ο-ο-

Πού είχαμε μείνει λοιπόν;
Αποφάσισε, είπαμε, ο Θεός να διαλύσει τον κόσμο. Για το σκοπό αυτό έστειλε στη Γη τα λυκοκάντζαρα. Τα έβαλε βαθειά στο υπέδαφος, για να μην τα δουν οι άνθρωποι και τα σκοτώσουν. Είχε φοβηθεί το μάτι του Θεού. Αυτό το φοβερό μάτι που «τα πανθ’ ορά», που δέσποζε σ’ όλες τις εκκλησιές, αντί να το φοβούνται οι άνθρωποι, φοβόταν εκείνο τους ανθρώπους.
Έκρυψε, λοιπόν, τα λυκοκάντζαρα βαθειά στη Γη, τους έδωσε αδύναμα μάτια να μην αντέχουν το φως, μη τυχόν και παρασυρθούν και βγουν στον ήλιο και τα κυνηγήσουν οι άνθρωποι. Τους έδωσε δυνατά χέρια και πλεμόνια και εργαλεία γερά ώστε να μπορέσουν να κόψουν το χοντρό δέντρο που κρατά ζωντανό τον πλανήτη. Τους έδωσε άσχημη φτιαξιά για να μην ερωτευτούν τον εαυτό τους και χαθούν μέσα στους καθρέφτες. Μα κυρίως τους έδωσε αγαθή ψυχή για να στέκονται αλληλέγγυοι, να σέβονται τον κόπο του άλλου.
Αιώνες τώρα τα λυκοκάντζαρα παλεύουν να φέρουν τον στραβωμένο κόσμο στα ίσια του, δηλαδή να τον γκρεμίσουν, πριονίζοντας το δέντρο που τον στηρίζει, αλλά παρά την πανσοφία του, πάλι λάθεψε ο Θεός. Ξέχασε πως το δέντρο αυτό ξαναγεννιέται, όταν βγαίνει ο ήλιος. Εκείνος το είχε φτιάξει έτσι, για να σιγουρέψει πως ο κόσμος δεν θα χαλάσει ποτέ.
Έτσι όσο σκληρά και να προσπαθούν τα λυκοκάντζαρα τη νύχτα, την άλλη μέρα το μισό δέντρο ξαναγεννιέται και ξεκινούν από την αρχή. Την άλλη νύχτα κόβουν το μισό του μισού που απομένει, την επόμενη το μισό του μισού του μισού και πάει λέγοντας. Μα ποτέ δεν κόβεται, διότι πάντα μένει γερό το μισό του μισού, του μισού, του μισού, του μισού…
Και καθώς το μισό του μισού, του μισού κλπ δεν τελειώνει ποτέ, ο Ανέστης σταμάτησε την αφήγηση κι άπλωσε το σακούλι του να μαζέψει τα ξεροκόμματα και τα τσιγάρα της ημέρας από τον κόσμο που είχε μαζευτεί. Και έπειτα αναχώρησε τραγουδώντας:

Ανωχώρι κατωχώρι, ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου να βγει η ψυχή.(1)

-ο-ο-ο-

Ούτε απόψε μπόρεσε να κοιμηθεί από τους θορύβους που έρχονταν από τα έγκατα του κτιρίου. Μήπως είχαν δίκιο όσοι του είχαν πει ότι είναι στοιχειωμένο; Αποφάσισε να ρίξει μια ματιά. Βρήκε ένα άνοιγμα και μπήκε μέσα. Σκοτάδι βαθύ. Οι κρότοι, κρότοι, συνεχίζονταν κανονικά: ντάμπα-ντουπ, ντάμπα-ντουπ, ντάμπα-ντουπ... Βρήκε μια σκάλα που κατέβαινε σε ένα υπόγειο. Εκεί τον οδηγούσε το συνεχές ντάμπα-ντουπ που άκουγε. Κατεβαίνοντας βρήκε μια άλλη σκάλα που πήγαινε βαθύτερα και πιο κάτω μια ακόμα που πήγαινε πιο βαθειά. Ατέλειωτες ήταν οι σκάλες και όσο τις κατέβαινε, τόσο δυνάμωνε το ντάμπα-ντουπ. Τώρα ακούγονταν και φωνές, ακαταλαβίστικες.
Κάποια στιγμή, αφού είχε κατεβεί αμέτρητα σκαλοπάτια, βρέθηκε σε ένα ξέφωτο. Στο βάθος ένας τεράστιος κορμός στήριζε ένα πελώριο δέντρο που χανόταν στα σκοτεινά ύψη. Γύρω του δεκάδες μαυριδερά πλάσματα με ουρά, με λαμπερά μάτια και μακριά, δυνατά χέρια, χειρίζονταν ένα τεράστιο πριόνι που ήταν χωμένο βαθιά μέσα στον κορμό. Τα μισά όντα τραβούσαν από τη μια και τ’ άλλα από την άλλη. Σε κάθε πριόνισμα ακουγόταν ένας στριγκός ήχος, που ανακατωνόταν με το σύνθημα που φώναζαν τα παράξενα όντα για να συντονίζονται στο πριόνισμα:
«Ούα-για, ούα-για, ούα-για»!
«Μανούλα μου, τα λυκοκάντζαρα!», μισοφώναξε και κρύφτηκε φοβισμένος.
Αλλά ήταν αργά, τον είχαν δει. Σταμάτησαν το πριόνισμα και άρχισαν να χοροπηδάνε γύρω του φωνάζοντας:
«Δώσ’ μας άνθρωπε κρασί».
«Δεν έχω», απάντησε ο Ανέστης που είχε χλομιάσει από φόβο.
«Δωσ’ μας άνθρωπε νερό».
«Δεν έχω, σας είπα».
«Τι έχει μέσα το σακί;»
«Μόνο τσιγάρα και ψωμί»
«Δωσ’ μας άνθρωπε ψωμί»
Έβγαλε και τους έδωσε το καρβέλι του.
Κάθισαν γύρω του, το κόψανε και τρώγανε ώσπου ακούστηκε ένα ρολόι να χτυπά έξι φορές.
«Μερώνει», φώναξε ο αρχι-λυκοκάντζαρος κι έδωσε το σύνθημα:
«Φεύγετε, να φεύγουμε».
Τα παράτησαν όλα κι εξαφανίστηκαν πίσω από μια πόρτα τραντάζοντας το έδαφος με τα τρεχαλητά τους. Ο αρχι-λυκοκάντζαρος έριξε μια κλωτσιά στον Ανέστη, αμόλησε μια πορδή κι έτρεξε προς την πόρτα. Την έκλεισε με βρόντο κι εξαφανίστηκε κι αυτός.
Ένας ποιητής φάνηκε από το πουθενά και του ψιθύρισε στ’ αυτί:

Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο.
Μην ξυπνάς: θα μετανιώσεις.(2)


Ξύπνησε τρομαγμένος από τρεχαλητά παιδιών που περνούσαν από το πεζοδρόμιο. Σκεπάστηκε να μην τον ιδούν, καθώς ανάμεσά τους γνώρισε μερικά που στήνονταν ν’ ακούσουν τις ιστορίες του. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Αλλά το όνειρο του έδωσε ιδέες για τις σημερινές του ιστορίες. Πήρε το σακί και ξεκίνησε για το «μεροκάματο». Ήταν άδειο! Το μισοκάρβελο που είχε απομείνει αποβραδίς, έλειπε. Θυμήθηκε το όνειρο. Μια υποψία τυλίχτηκε σφιχτά γύρω από το κεφάλι του και δεν έλεγε να φύγει. Λες; Όσο περνούσε η μέρα, η υποψία γινόταν βεβαιότητα.

-ο-ο-ο-

Λέγαμε, λοιπόν, πως από τη δουλειά που έκαναν κάθε νύχτα οι λυκοκάτζαροι, η μισή πήγαινε στράφι, αφού τη μέρα δεν μπορούσαν να δουλέψουν και το δέντρο ξαναγεννιόταν. Ο Θεός, ως πανταχού παρών, έβλεπε ότι η δουλειά δεν θα τελειώσει αλλά δεν μπορούσε να επέμβει. Καθότι ως ζωής χορηγός, δεν μπορούσε να επιτρέψει σε μια ζωντανή ύπαρξη, όπως το δέντρο, να χαθεί.
Μην μπορώντας να βρει άλλη λύση, αναγκάστηκε να καταφύγει στους ανθρώπους. Αν βρισκόταν, σκέφτηκε, ένας άνθρωπος να συνεχίζει το πριόνισμα την ημέρα που δεν μπορούσαν να δουλέψουν οι λυκοκάντζαροι, η δουλειά θα τέλειωνε στο άψε-σβήσε.
Έψαξε από εδώ, έψαξε από εκεί, αλλά άνθρωπο εμπιστοσύνης δεν έβρισκε. Από τον καιρό του Νώε είχε να εμφανιστεί κάποιος έμπιστος. Με το Νώε τα είχε πάει καλά αλλά δεν είχε υπολογίσει την οικογένειά του. Τα παιδιά του αποδείχτηκαν κάλπικα. Είχαν κληρονομήσει όλα τα ανθρώπινα ελαττώματα και γενιά με γενιά ο ντουνιάς έγινε ίδιος και χειρότερος από εκείνον πριν από τον κατακλυσμό.
Είχε απελπιστεί ο Θεός, ώσπου είδε τον άστεγο να βρίσκει κατάλυμα στην εξώπορτα του παλιού εργοστάσιου, στα έγκατα του οποίου είχε στήσει τη μεγάλη επιχείρηση της ανατροπής του πλανήτη. Στην αρχή φοβήθηκε -Πού είχε καταντήσει κοτζάμ Θεός; Να φοβάται τα δημιουργήματά του!- Φοβήθηκε μη τυχόν ο άστεγος ακούγοντας τους θορύβους καταλάβει τι γινόταν και αποκαλυφθούν όλα. Έδωσε εντολή στους λυκοκάντζαρους να δουλεύουν λιγότερο αλλά το δέντρο άρχισε να δυναμώνει. Δουλειά αιώνων χάθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Ώσπου ένα απομεσήμερο άκουσε τον άστεγο να τραγουδάει:

Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ.(1)

Αυτός είναι ο άνθρωπός μου, είπε ο Θεός. Τέτοιους ανθρώπους είχε ονειρευτεί όταν έφτιαχνε τον κόσμο. Δουλευτάδες και κιμπάρηδες. Πώς και του ξέφυγε το πράγμα, ούτε που το κατάλαβε. Θα τον παρακαλέσω να βοηθήσει κι ο Θεός βοηθός!
Η επιλογή του ήταν άριστη. Με τη βοήθεια του Ανέστη η δουλειά θα προχωρούσε πιο γρήγορα. Σε λίγες εβδομάδες το δέντρο που στήριζε τον κόσμο θα έσκαγε με πάταγο. Ο ντουνιάς θα αναποδογύριζε. Μια νέα εποχή θα ξεκινούσε. Ο Θεός ήταν ολόχαρος. Είχε ήδη αρχίσει να τροποποιεί το αρχικό σχέδιο.

-ο-ο-ο-

Το απομεσήμερο, γύρισε αποκαμωμένος από το μπλα-μπλα, κάθισε στο γιατάκι του και έβγαλε να καπνίσει ένα ακριβό τσιγάρο που του είχαν χαρίσει. Το μύρισε πρώτα, τέτοιο μυρωδάτο τσιγάρο δεν είχε ξαναπέσει άλλοτε στα χέρια του, όχι τώρα που ήταν άστεγος αλλά και παλιά που δούλευε. Ήταν τέτοια η μοσχοβολιά του, που λυπόταν να το κάψει. Αλλά η μοίρα των τσιγάρων, όσο καλοφτιαγμένα κι αν είναι, είναι να καπνίζονται. Με αυτή τη σκέψη έβγαλε τα σπίρτα και το άναψε. Το ρούφηξε απολαυστικά, με αργές εισπνοές απολαμβάνοντας μια πρωτόγνωρη νιρβάνα. Και καθώς τα τελευταία δακτυλίδια καπνού διαλύονταν στον αέρα, έγειρε να κοιμηθεί. Δεν είχε γλαρώσει καλά-καλά και ο λόγος του ποιητή «Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο» άρχισε να κλωθογυρίζει στο όνειρό του. Έφευγε για λίγο, μα μόλις γλάρωνε, ξαναρχόταν και τον ξυπνούσε.
Είχε βραδιάσει για τα καλά, όταν σηκώθηκε. Οι υπόκωφοι κρότοι είχαν αρχίσει πάλι και του φάνηκε πως είχαν μεγαλύτερη ένταση από άλλες βραδιές. Γεμάτος περιέργεια να δει τι γίνεται, κατέβηκε στα τρίσβαθα κάτω από το παλιό κτίριο. Οι λυκοκάντζαροι συνέχιζαν ακούραστοι τη δουλειά τους.
«Ούα-για, ούα-για, ούα-για»!
Αυτή τη φορά δεν του έδωσαν σημασία. Κάθισε και τους κοιτούσε. Λαχάνιαζαν, ίδρωναν, πονούσαν, αλλά φαίνονταν αφοσιωμένοι στο έργο τους. Όταν κουράζονταν έρχονταν άλλοι και παίρνανε τη θέση τους. Χωρίς παράπονα, χωρίς γκρίνια, χωρίς καυγάδες. Η προσήλωση στο στόχο τους είχε απορροφήσει. Ώρες συνεχιζόταν αυτό ώσπου τον πλησίασε ο αρχι-λυκοκάντζαρος.
«Δεν βάζεις ένα χεράκι, αντί να κοιτάς σα χάνος», του είπε, «μήπως τελειώσουμε κάποια στιγμή».
Τον κοίταξε με απορία. Δεν το είχε σκεφτεί καν. Σηκώθηκε και πήρε θέση στην επόμενη ομάδα πριονίσματος. Από κοντά δεν ήταν και τόσο αποκρουστικοί, όσο είχε νομίσει στην αρχή. Λίγο άξεστοι στους τρόπους ήταν, τι λίγο δηλαδή, πολύ άξεστοι: ρεύονταν, έκλαναν, μιλούσαν απότομα, βρίζανε αλλά δεν προξενούσαν φόβο. Συντονίστηκε κι άρχισε τη δουλειά σκούζοντας κι αυτός με ρυθμό:
«Ούα-για, ούα-για, ούα-για»!
Για πότε πέρασε η ώρα, ούτε που το κατάλαβε. «Μην ξυπνάς: θα μετανιώσεις», του ψιθύρισε ο ποιητής.
Εκείνη την ημέρα δεν πήγε στην πλατεία να πει τις ιστορίες του. Ούτε την επόμενη. Χάθηκε από τα στέκια. Μάζεψε κι άλλους και τις ημέρες κατέβαιναν και δούλευαν το πριόνι που άφηναν τα λυκοκάντζαρα σαν χάραζε. Σε λίγο καιρό θα γύριζε ανάποδα ο ντουνιάς, όπως το είχε προβλέψει ο ποιητής.
Μια μέρα καθώς ανέβηκε να ρίξει έναν υπνάκο, είδε το σουλούπι του σε μια σπασμένη τζαμαρία. Είχε μαυρίσει, τα μπράτσα του είχαν δυναμώσει, τα χέρια του είχαν πλατύνει και μια ουρίτσα είχε φανεί χαμηλά πίσω του.
Μα πιο πολύ εντυπωσιάστηκε από τη λάμψη που είχαν αποκτήσει τα μάτια του.

Θοδωρής Μπελίτσος
Ν. Σμύρνη, Γενάρης 2018


Σημειώσεις
(1) Κώστας Βάρναλης, Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου, από τα «Ποιητικά», Κέδρος 1956. Μελοποίηση Λουκάς Θάνος, τραγούδι Νίκος Ξυλούρης 1980 (πρώτη εκτέλεση).

(2) Τάσος Λειβαδίτης, Βιολέτες για μία εποχή, από το «Πείρα αιώνων», Κέδρος 1985
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου