Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ - ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΛΙΤΑΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Ένας κύκλος χαραγμένος στο χώμα
κι από πάνω του ο αγέρας κι η βροχή,
γράφουν προσευχές.
Ένα παιδί μικρό καθρεφτίζεται στα ρυάκια τα κρυστάλλινα,
παίρνει στη χούφτα του λίγο όνειρο απ’ τον ουρανό
και βάφει τα κατάρτια του ήλιου.
Κι η γυναίκα με το πρόσωπο τ’ ανεμοδαρμένο,
στέκεται στην κορυφή του λόφου
κοιτάζοντας την απεραντοσύνη της αγωνίας.
Πώς να χτυπήσουν οι καμπάνες χαρμόσυνα
στη σιωπή της καταιγίδας;
Βαθύ το πηγάδι απ’ όπου ανασύρει ο χρόνος τις πληγές του,
οι πολεμιστές αντιμέτωποι με το παλαιό άδικο,
τα όνειρα, σπαθιά στο βλέμμα τους.
Απορούν τα ευαγγέλια για τις λιτανείες της τελευταίας άνοιξης,
ερυθριούν οι κόρες στους αρχαίους ναούς.
Το φεγγάρι καταπίνει μεγάλες μπουκιές την πίκρα,
άργησαν να επιστρέψουν οι αγαπημένοι απ’ το τελευταίο τους ταξίδι.
Τα στασίδια αδειανά στα εξωκλήσια,
πονεμένοι οι άγιοι ξαγρυπνούν στο προσκέφαλο της νύχτας.
Ξεθώριασαν τα ενοικιαστήρια στα σιωπηλά δωμάτια,
κανείς δεν θέλει να συγκατοικήσει με τη θλίψη.
Στο πανεράκι με τις προσφορές των εσπερινών
άσπρα γιασεμιά κι αγιόκλημα,
φωτοστέφανα από άγρια μέντα στ’ αθώα κοιμητήρια.
Κι η νύχτα η αξημέρωτη προπομπός των αγγέλων
και τα καράβια όλο να χάνονται στο άγγιγμα του ορίζοντα.
ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ




Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

Τρεμουλιάζει η φωνή στ’ ανοιχτά τ’ ουρανού,
τ’ άλογα καλπάζουν στους ωκεανούς
το δάκρυ τους λευκό μαργαριτάρι.
Φοβερή βρυχάται η θύελλα,
τα παραθύρια σκοτεινά.
Οι ψαράδες κωπηλατούν στα μονοπάτια του πεπρωμένου τους
δίχτυα πολλά κι αόρατα ρίχνει στο δρόμο τους
η ανομολόγητη πλάνη ενός μακρινού προορισμού.
Ποιος όρισε τις διαδρομές;
Ποια ανεξήγητα μυστικά τούς ψιθυρίζουν;
Και οι δύτες ν’ αναζητούν τ’ ολόγιομο φεγγάρι που ναυάγησε
και η αναπνοή του ορίζοντα θολή.
Ο πόνος υγρό δειλινό,
τα παραμύθια δακρυσμένα απέναντι απ’ την αλήθεια.
Οι πόθοι αναρριχώνται στις φλέβες,
τα μυστικά δείχνουν τα μαχαίρια που τα λάβωσαν.
Η κερκόπορτα θρηνεί στ’ αξημέρωτα βράδια,
νεκρός ο Εφιάλτης
και η θλίψη αλυχτάει έξω απ’ τα κάστρα.
Τα γηρασμένα φρούρια παρέδοσαν τα κλειδιά τους,
η πύλη της απέραντης λεωφόρου έρημη.
Ένα πυροβολισμός ακούστηκε
κι φύλακας της μνήμης έπεσε ξέπνοος.
Αλαφιασμένα τρέχουν τ’ άλογα στα μαρμαρωμένα αλώνια,
μάτωσε ο ήλιος απ’ το ξίφος του ορίζοντα.
Οι ουρανοί ακινητούν σαν να περιμένουν τ’ αναπότρεπτα,
οι αργυραμοιβοί μετρούν τα γρόσια της προδοσίας.
Περίμενε πολύ καιρό ο Ιούδας για να γεννηθεί στις επάλξεις της άνοιξης,
φόρεσε λευκά ρούχα την ώρα που πουλούσε την ψυχή του.
Κι ο σταυρός ολοκάθαρος στο μέτωπο του ορίζοντα
και τα αργύρια τριάντα που σταύρωσαν τον Ιησού.
Τα παλικάρια χορεύουν τον χορό τον τελευταίο
το βλέμμα τους γράφει με ματωμένα γράμματα αρχαίες προφητείες.
Η αρχή και το τέλος βαδίζουν αντάμα στο μετερίζι της αθανασίας
και η σιωπή της θυσίας ανεξίτηλη.
Τα δάκρυα των μικρών χελιδονιών αδύναμα,
πώς να ξαναρχίσει το τραγούδι του καιρού;
Στα στήθη του τελευταίου φαροφύλακα κόκκινα τριαντάφυλλα,
ελεύθερες πια οι θύελλες σπάζουν στα βράχια.
ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ



ΑΞΗΜΕΡΩΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Σε όνειρο αξημέρωτο χάθηκαν όλες οι φωνές
κι ο χρόνος γέρασε.
Η βροχή κρύα και σιωπηλή.
Οι αποβάθρες των σταθμών γεμάτες στοργή και μοναξιά,
οι αφίξεις μελαγχολικές,
το βλέμμα βαθύ κάτω από τις ρυτίδες.
Ένα στεφάνι αγριολούλουδα ο περασμένος Μάης,
ένα γέλιο που δε γεύτηκε του ονείρου το δάκρυ.
Τα στάχυα έγειραν απ’ την ορφάνια των ημερών,
περπάτησε η μέρα ξυπόλυτη στα ματοβαμμένα δειλινά.
Άνεμος άστατος και μαντήλι κόκκινο η μνήμη,
απών ο θίασος του μύθου μιας παλιάς γαλήνης.
Αγύρτες και ψεύτες οι παραμυθάδες των ματαιωμένων παραμυθιών,
άσπρα όνειρα ντύθηκε το σώμα μας στον τελευταίο ψαλμό.
Το άγνωστο και οι προσευχές αντιπαλεύουν
σ’ έναν κάμπο με σταυρωμένα άνθη,
τα βλέμματα πονεμένα κάτω απ’ τα βέλη μιας διάφανης θλίψης.
Ψηλάφισαν οι μέρες τις πληγές του ήλιου,
έριξαν μύρα στα σώματα των άταφων χελιδονιών.
Άργησε πολύ ο καιρός να περάσει στην απέναντι όχθη,
και τώρα θνητός ανάμεσα σε θνητούς προσμένει τον Χάρο.
Τα σύνορα δε σταματούν τους καβαλάρηδες με την ψυχή τη λαβωμένη,
τα ποτάμια όλο και κατεβάζουν μια ξεφτισμένη μοίρα.
Και τα ρολόγια χτυπούν αδιάκοπα στα ξεχασμένα όνειρα,
κι ο αγέρας, άπονος,
δε λέει επιτέλους να σωπάσει.
ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ


ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΑΓΑΠΕΣ

Κορίτσια στον δρόμο με τις ιτιές,
με τα δειλινά τα δακρυσμένα στο βλέμμα,
με την αγκάλη γεμάτη μοναξιά.
Αγάπες ξεχασμένες,
γερνούν στα στασίδια της νύχτας,
χρόνια πολλά περιμένουν κάποιο νέο απ’ τα περασμένα φθινόπωρα.
Μάταια.
Κιτρινισμένες φυλλάδες η μοναδική τους συντροφιά
και γράμματα αγάπης πονεμένα.
Κάποιες μέρες δε φτάσανε ποτέ,
κάποιες άνοιξες ψυχορραγούν ακόμα.
Τα ρολόγια στον τοίχο με τις μεγάλες σιωπές,
σταματημένα όλα.
Μετέωρες οι ψυχές τους.
Ξέχασαν τα μαντήλια τους οι κοπέλες που χάθηκαν πίσω από τους ίσκιους.
Χρόνια τις γυρεύουν οι αγαπημένοι τους στις φωτογραφίες τις ξεθωριασμένες.
Και η νιότη λαβωματιά ανοιχτή
και οι μέρες να μη λησμονούν.
Τα όνειρα αμίλητα στον κήπο με τις τριανταφυλλιές,
τα κορίτσια ακόμη με τα φορέματα της πρώτης χαράς.
Πονούν οι νύχτες απ’ τα τραγούδια τους,
γερνάει ο χρόνος,
χειμώνιασε ο καιρός.
Είναι αργά, πολύ αργά για λήθη
κι η μνήμη θολή στα μονοπάτια τα ερημικά.
ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ


ΠΙΝΑΚΕΣ - Christian Schloe










1 σχόλιο:

  1. Υπέροχα ποιήματα! "Κόλλησα" στο πρώτο και μαγεύτηκα. Το διάβασα απανωτά πολλές-πολλές φορές! Δεν έχω λόγια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή