Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Η ΑΡΧΑΙΑ ΔΩΔΩΝΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΛΛΑΣ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ









Η Aρχαία Δωδώνη υπήρξε λατρευτικό κέντρο του Δία και της Διώνης. Υπήρξε, επίσης, γνωστό μαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Προσδιορίζεται γεωγραφικά σε απόσταση περίπου 2 χλμ. από τον οικισμό της Δωδώνης και κείται σε κλειστή, επιμήκη κοιλάδα, στους πρόποδες του όρους Τόμαρος, σε υψόμετρο 600 μ
Οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη του μαντείου της Δωδώνης ως λατρευτικού χώρου τοποθετείται περί το 2600 π.Χ.. Είναι το αρχαιότερο μαντείο που συναντάται στον Ελλαδικό χώρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο μύθους για την ίδρυση του μαντείου, έναν ότι οι Φοίνικες άρπαξαν δύο γυναίκες από τη Θήβα, και πούλησαν μία στη Λιβύη και μία στη Θήβα, και εκείνες ίδρυσαν τα αντίστοιχα μαντεία στο Ναό του Δία και στη Δωδώνη. Ο άλλος, ότι ότι από τη Θήβα της Αιγύπτου πέταξαν δυο περιστέρια: το ένα προσγειώθηκε στη Λιβύη, όπου χτίστηκε ο ναός του Άμμωνα Δία, και το δεύτερο ήρθε στη Δωδώνη, όπου ιδρύθηκε το μαντείο. Τη δεύτερη ιστορία αναφέρει ότι του την είπαν οι τρεις ιέρειες του μαντείου της Δωδώνης, τα ονόματα των οποίων ήταν Προμένεια που ήταν η μεγαλύτερη, Τιμαρέτη η επόμενη, και Νικάνδρη η νεότερη.
Από την παραπάνω ιστορία, καθώς το περιστέρι ονομάζεται πελιάς (πλυθ. πελιαί), οι ιέρειες ονομαζόταν πελειάδες ή πελιάδες (Αρχαία ελληνικά: πέλειαι, πελείαι, πέλιαι). O Στράβωνας θεωρεί ότι το όνομα πέλειαι προέρχεται από τη γλώσσα των Mολοσσών και Θεσπρωτών, οι οποίοι ονομάζουν πελείους τους γέροντες και πελείας τις γραίες







Το Αρχαίο θέατρο Δωδώνης χτίστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. επί βασιλείας Πύρρου και ακολουθεί το σχέδιο που έχουν όλα τα ελληνικά θέατρα. Χωρούσε 18.000 θεατές και ήταν το μεγαλύτερο της εποχής του. Κατά την τέλεση των Ναΐων προς τιμήν του Νάιου Δία, εκτός από τους αγώνες στο στάδιο γίνονταν και θεατρικοί αγώνες.
Το θέατρο καταστράφηκε και επισκευάστηκε δυο φορές. Την πρώτη φορά το κατέστρεψαν οι Αιτωλοίμε τον βασιλιά Δωρίμαχο το 219 π.Χ., αλλά την επόμενη χρονιά ο βασιλιάς Φίλιππος Ε' της Μακεδονίας άρχισε τις επισκευές. Το 167 π.Χ., ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος το κατέστρεψε ξανά ώσπου το 31 π.Χ. το επισκεύασε πάλι ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος για να χρησιμοποιηθεί ως αρένα για θηριομαχίες από τους Ρωμαίους. Ο τοίχος που υπάρχει μπροστά από τα πρώτα καθίσματα χτίστηκε αυτή την εποχή για την προστασία των θεατών από τα θηρία



Η Δωδώνη ως αρχαιολογική θέση σύμφωνα με τις αρχαιολογικές μαρτυρίες φέρεται να είναι ενεργή ήδη από την εποχή του Χαλκού, επικεντρωμένη στη λατρεία της Γαίας ή άλλης θηλυκής γονιμικής θεότητας. Η λατρεία του Δία εισήχθη στη Δωδώνη αργότερα από τους Σελλούς, για να εξελιχθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα σε κυρίαρχη λατρεία.
Υπάρχουν πολλές αναφορές για την ονομασία του ιστορικού ονόματος Δωδώνη, Μερικοί πιστεύουν πως έρχεται απο τον Δία κύρια λατρεία του μαντείου, άλλοι απο την Δώδωνα νύμφη και άλλοι απο το ρήμα "Δωδώ" που σημαίνει μπουμπουνητό και άλλοι απο το ρήμα Δίδωμι, που σημαίνει πλούσια η εύφορη επειδή η πεδιάδα ήταν γεμάτη καρπούς και έδινε στον κόσμο.






Το μαντείο στην αρχή ήταν υπαίθριο, με μια οξιά (ιερή φηγός), που γύρω είχε έναν περίβολο από χάλκινους λέβητες πάνω σε τρίποδες, οι οποίοι με τους ήχους που έκαναν όταν χτυπούσαν μεταξύ τους αλλά και σε συνδυασμό με το θρόισμα των φύλλων του δέντρου και άλλους ήχους (περιστέρια, πηγή κτλ.) έδιναν τους χρησμούς, τούς οποίους ερμήνευαν οι ιερείς και οι ιέρειες. Σύμφωνα με μια νέα ερμηνεία, ο μαντικός ήχος προερχόταν από χάλκινα αντικείμενα παρόμοια με τα κινέζικα wind chimes που κρεμόντουσαν στην βελανιδιά και ηχούσαν με το φύσημα του ανέμου. Οι ιερείς Ελλοί δεν έπλεναν ποτέ τα πόδια τους και σέρνονταν στο χώμα για να έχουν επαφή με τη γη.
 Στις ρίζες της οξιάς, στην αρχή πιστευόταν ότι κατοικούσε η Γαία, αλλά με το Δωδεκάθεο αντικαταστάθηκε από το Δία και τη γυναίκα του Διώνη. Λεγόταν και Νάιος Δίας από το αρχαιοελληνικό «ναίω»=κατοικώ, γι’ αυτό και οι αγώνες που διεξάγονταν προς τιμή του κάθε 4 χρόνια στο κοντινό στάδιο λέγονταν Νάια.
Στο τέλος του 5ου αιώνα χτίστηκε ένας μικρός ναός, όπου φυλάγονταν τα αφιερώματα των προσκυνητών. Οι προσκυνητές έδιναν την ερώτησή τους γραμμένη σε ένα έλασμα (φύλλο μαλακού μετάλλου - μολύβδου), αλλά η απάντηση συνήθως τους δίνονταν προφορικά. Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., ο περίβολος με τους λέβητες αντικαταστάθηκε από έναν πιο ευρύχωρο χαμηλό πέτρινο περίβολο. Εφόσον εκεί κατοικούσε ο Δίας και το σύνολο έμοιαζε με σπίτι, ο χώρος ονομάστηκε Ιερά οικία.








Στα χρόνια του Πύρρου (312-272 π.Χ.) χτίζονται στοές γύρω – γύρω, εκτός από την πλευρά της φηγού. Στο ναό και στις στοές φυλάγονταν τα αφιερώματα των πιστών. Εκείνη την εποχή χτίζονται και πολλά άλλα κτίρια: βουλευτήριο, πρυτανείο, θέατρο κτλ. και η Δωδώνη γίνεται για ένα διάστημα πρωτεύουσα των Ηπειρωτών.
Μετά το θάνατο του Πύρρου και το γκρέμισμα του ιερού από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., επιδιορθώθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε' και επεκτάθηκε αποκτώντας και άλλους χώρους, κολώνες κτλ. Τότε πήρε και την τελική του μορφή, ενώ κατά τον Παυσανία, η φηγός υπήρχε ακόμη.
Το 167 π.Χ., το ιερό, όπως και άλλες 70 ηπειρωτικές πόλεις, καταστράφηκε από τους Ρωμαίους με επικεφαλής τον Αιμίλιο Παύλο, αλλά ανοικοδομήθηκε πάλι από τον Αύγουστο μόλις το 31, μετά τη νίκη του στο Άκτιο, ο οποίος και μετέτρεψε και το θέατρο σε αρένα. Από τότε όμως δεν άκμασε ξανά. Ένας από τους τελευταίους χρησμούς σε επίσημο πρόσωπο ήταν αυτός που ζητήθηκε από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη για την εκστρατεία του κατά των Πάρθων το 362.
Στα βυζαντινά χρόνια, κατά τη βασιλεία του Θεοδόσιου Α' το 391, κάποιος έκοψε το ιερό δέντρο και το ιερό εγκαταλείφθηκε, ενώ πάνω στα ερείπιά του χτίστηκε χριστιανική εκκλησία.
Οι τελευταίες μαρτυρίες χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα, όταν επιδρομές βαρβάρων ερήμωσαν την περιοχή και με τον καιρό η λάσπη από τις πλαγιές του Τόμαρου σκέπασε τα πάντα.
https://el.wikipedia.org/


ΟΜΗΡΟΣ 

Τη σημασία του Μαντείου της Δωδώνης θα τονίσει  και  η Ιλιάδα. Ο Όμηρος στη Ραψωδία Π θα κάνει λόγο για την προσευχή του Αχιλλέα στο Δωδωναίο Δία:

«Δία, θεέ Πελασγικέ, προστάτη ’ς την Δωδώνην
πέρα την κακοχείμωνην, όπου από σε προσφέρουν
οι άλουτοι, χαμόκοιτοι Σελλοί ρήματα θεία,
(Ιλιάδα Π, 233-235, Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά)

Αλλά και η Διώνη δεν απουσιάζει από το ομηρικό κείμενο. Στο Ε της Ιλιάδας ο Διομήδης, ακολουθώντας τη συμβουλή της Αθηνάς, θα τραυματίσει τη Θεά Αφροδίτη. Αυτή με φωνές και θρήνους θα καταφύγει στη μάνα της τη Διώνη:

κι η αρχόντισσα Αφροδίτη ανάγειρε στα γόνατα τής Διώνης, 370
της μάνας της· κι αυτή την κόρη της μες στην αγκάλη επήρε,
και με το χέρι της τη χάιδεψε κι έτσι μιλεί και κρένει:
«Παιδί μου, ποιος απ' τους αθάνατους σου τα 'χει κάνει ετούτα,
άδικα, λες κακό πως έκανες σε όλο μπροστά τον κόσμο;»
Τότε η Αφροδίτη η αχνογελόχαρη τής αποκρίθη κι είπε:
«Ο λιονταρόκαρδος με λάβωσε γιος του Τυδέα Διομήδης,
το γιο μου τον Αινεία σα γύρευα να βγάλω από τη μάχη,
που του 'χω πάντα την αγάπη μου πιο απ' όλους πα στον κόσμο·
τι δεν παλεύουν τώρα ανέσπλαχνα πια μόνο Τρώες κι Αργίτες,
παρά χτυπιούνται και με αθάνατους οι Δαναοί κει κάτω.» 380

Κι η Διώνη τότε, η πολυσέβαστη θεά, τής αποκρίθη:
«Υπομονέψου τώρα, κόρη μου, κι αν και πονάς, κρατήσου·
τι απ' όσους ζούμε απά στον Όλυμπο πολλοί τυραννιστήκαν
απ' τούς θνητούς, καθώς τρωγόμαστε κι εμείς αναμεσό μας.

Και συνεχίζει η Διώνη μιλώντας για τα βάσανα του Άρη, της Ήρας και του Άδη. Το επεισόδιο τελειώνει ως εξής:

Είπε, και το αίμα της εσφούγγιξε και με τα δύο της χέρια,
κι έγιανε ευτύς το χέρι, εγλύκαναν κι οι πόνοι που τη σφάζαν.

( Μετάφραση Καζαντζάκη- Κακριδή)





Γιάννης Ρίτσος - Το τέλος της Δωδώνης, Ι

Είχαμε τους βωμούς, τις εκκλησιές μας, τα μαντεία. Με τα ίδια μας τα μάτιαείχαμε δει τη χρυσή περιστέρα και το πελέκι του ξυλοκόπουνα πέφτει καταγής. Κρυφές λαλιές — τα φύλλα, τα πουλιά κι η κρήνη —μας λέγαν τί να κάνουμε, τί να μην κάνουμε. Καλό αποκούμπιοι μάγισσες με τα καζάνια τους και το φλιτζάνι του καφέ. Κι από πάνουη βαθύφωνη δρυς.Είχαμε κάπου κι εμείς ν’ αποταθούμε, να ρωτήσουμε
για τ’ αρνιά, τα παιδιά μας, τη ροδιά, για τη μονόφθαλμη αγελάδα,για το γαϊδούρι, το μποστάνι, το τσουκάλι. Κι η απάντηση πάντα,(όσο κι αν άλλαζε κάθε φορά, κάθε φορά στον ίδιο τόνο:)σίγουρη, δυνατή, προσταχτική, αμετάκλητη. Ξενοιάζαμε κάπως —άλλοι είχαν την ευθύνη της απόφασης για επιτυχία κι αποτυχία. Εμείςμονάχα την υποταγή και την εχτέλεση, με γερμένα ματόφυλλα. Τώρα,όλα τ’ αναποδογυρίσανε — βωμούς, εκκλησιές, κοιμητήρια. Τα κόκαλαπεταμένα στη ρούγα. Κόψαν και την άγια δρυ — το συμβουλάτορά μας.Δεν έχουμε πια ποιόνε να ρωτήσουμε, ποιόνε να εμπιστευτούμε. Ο Άρκηςγυρνάει στην αγορά με το ματόβρεχτο πελέκι του ζωσμένο στη μέση,κι ούτε ένα πούπουλο χρυσό απ’ τη σκοτωμένη μαντική περιστέρανα τρέμει στο φεγγίτη της κουζίνας ή στις σκονισμένες πικροδάφνες·μονάχα το νερό της αρνησιάς σταλάζει αργά τη νύχτα μες στον άδειο στάβλο,κι είναι ήσυχα — μια επίβουλη ησυχία σαν την πρώτη, σαν την τελευταία.
Λέρος, 6.X.68
http://www.greek-language.gr/



Γιάννης Ρίτσος - Το τέλος της Δωδώνης, ΙI

Έτσι που γκρεμιστήκαν οι θεοί, δεν ήξερε κανένας κατά πού να στρέψει.Οι άρρωστοι μέναν στα κρεβάτια τους με τα μάτια κλεισμένα.Μες στα παπούτσια τους σαπίζαν τα τσουράπια τους, και δυο λουλούδια στο ποτήρι.Οι πονηροί προσαρμοστήκαν γρήγορα. Βάλανε πάλι τα καλά τους,περνοδιαβαίνουν στο παζάρι, συζητούν, εμπορεύονται. Ανάλαβαντην υπεράσπιση του επιδρομέα. Αλλάξανε τα ονόματα των δρόμωνκαι των ναών — πρόχειρες αντικαταστάσεις. Ο Δίας κι η Διώνηδώσαν τη θέση τους στον Ιησού και στην Παρθένο. Ο Θεοδόσιοςτ’ αποτελείωσε όλα — τί βωμούς και τί ιερά, και το μεγάλο εκείνο δέντροτο καταστόλιστο απ’ τα τόσα αφιερώματα.Κι ωστόσο ακόμα
υπάρχουν κάμποσοι (κι οι πιο καλοί) που δε συνετιστήκαν. Περιμένουν πάλιάλλους καλύτερους θεούς κι ανθρώπους· δυσανασχετούν, διαμαρτύρονται,ονειρεύονται, ελπίζουν. Εμείς, οι λίγοι (που, όσο να ’ναι, κάτι σκεφτόμαστε)παραιτηθήκαμε από τέτοιες πολυτέλειες, κι απ’ την ίδια τη σκέψη·σκάβουμε το μικρό χωράφι μας· καμιά φορά κοιτάζουμε τα σύννεφα,γαληνεμένοι, σχεδόν ασφαλείς. Μια μέρα βρήκαμε σ’ ένα χαντάκιριγμένο κείνο το αγαλμάτιο, που χτύπαγε με το ραβδί του τα μετάλλινα σκεύηδίνοντας ήχους μαντικούς. Για λίγο μας συγκίνησε. Είπαμεκάπου να το φυλάξουμε. Προς τί; Κειμήλια τώρα θα κρατάμε;Κι αν μας το βρίσκανε; Τ’ αφήσαμε κειδά. Ρίξαμε και δυο φούχτες χώμα.Το σκυλί βιάζονταν. Οσμίζονταν τα δέντρα. Πέφταν κιόλας μεγάλες σταγόνες.
Λέρος, 7.X.68
http://www.greek-language.gr/
























Γιάννης  Δάλλας  - Η Ανδρομάχη στη Δωδώνη



Κάπου κυμάτιζα κ' εγώ σ' αυτή την κίνηση
Σαν φίδι ο δρόμος κουλουριάζοντας
—στροφή κι αντιστροφή—
χορός αρχαίας τραγωδίας

Απάνω γέρνοντας ο ήλιος, σε μεγέθυνση Πλάτες και δίτροχα
και κλάξον όλα αστράφτοντας κι ο ήλιος κασσιτερωτής όλη τη μέ­-
ρα σταυροπόδι εκεί μπροστά στο μαγαζάκι τ' ουρανού τα γυάλιζε
και τώρα πήγαινε σκυφτός και ροδοκόκκινος με το δισάκι του στην
πλάτη πίσω απ’ τα χαλκωματένια τα βουνά
Ο δρόμος έτσι φιδωτός με λέπια λάμποντας
μέσα στα λέπια εμείς στο βάθος η Ανδρομάχη


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ & ΕΠΙΛΟΓΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ : ΝΕΛΛΑ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου