Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Σεργκέι Προκόφιεφ ( 23 Απριλίου 1891 - 5 Μαρτίου 1953 )

Ο Σεργκέι Σεργκέγιεβιτς Προκόφιεφ ( γενν. Σόντσοβκα, 23 Απριλίου 1891 - θαν. Μόσχα, 5 Μαρτίου 1953)ήταν Ρώσος συνθέτης.

Ο Προκόφιεφ γεννήθηκε στην Σόντοφσκα (σήμερα Κράσνογιε, στην περιφέρεια Ντόνετσκ) της Ουκρανίας, τότε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Έδειξε ασυνήθιστες μουσικές ικανότητες από την ηλικία των πέντε. Η πρώτη του σύνθεση για πιάνο που καταγράφηκε (από την μητέρα του) ήταν ένα «Ινδικό Γκαλόπ» σε Λύδιο τρόπο (Φα μείζονα με Σι φυσικό αντί για Σι ύφεση) καθώς ο νεαρός Προκόφιεφ «ήταν απρόθυμος να χτυπήσει τις μαύρες νότες». Σε ηλικία εφτά ετών άρχισε να μαθαίνει σκάκι. Όπως και η μουσική, το σκάκι παρέμεινε ένα από τα πάθη του για την υπόλοιπη ζωή του, ενώ γνωρίστηκε και με τους παγκόσμιους πρωταθλητές Καπαμπλάνκα και Μποτβίνικ. Σε ηλικία εννέα ετών συνέθετε την πρώτη του όπερα,  Ο Γίγαντας, καθώς και μία εισαγωγή και διάφορα άλλα κομμάτια.
Το 1902, η μητέρα κανόνισε μία ακρόαση με τον Σεργκέι Τανέγιεφ, διευθυντή του Ωδείου της Μόσχας. Ο Τανέγιεφ συνέστησε στον Προκόφιεφ να αρχίσει μαθήματα σύνθεσης με τον Αλεξάντερ Γκόλντενβαϊζερ, ο οποίος αρνήθηκε, και τον Ράινχολντ Γκλιέρ. Ο Γκλιέρ επισκέφτηκε κατά την διάρκεια του καλοκαιριού τον Προκόφιεφ στην Σόντσοβκα, δύο φορές, προκειμένου να τον διδάξει. Μέχρι τότε ο Προκόφιεφ είχε συνθέσει αρκετά ευφάνταστα κομμάτια. Μόλις απέκτησε την απαραίτητη θεωρητική υποδομή, άρχισε να πειραματίζεται, θέτοντας τις βάσεις για το δικό του μουσικό ιδίωμα.
Μετά από λίγο καιρό ο Προκόφιεφ αισθάνθηκε ότι η απομόνωση στη Σόντσοβκα περιόριζε την περαιτέρω μουσική του ανάπτυξη.  Έτσι παρόλο που οι γονείς του δεν ήθελαν ο γιος τους να αφοσιωθεί στην μουσική από τόσο μικρή ηλικία, μετακόμισαν στην Αγία Πετρούπολη το 1904 και τον έγραψαν στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης μετά από προτροπή του Αλεξάντρ Γκλαζουνόφ, ο οποίος αργότερα δυσαρεστήθηκε από την μουσική του Προκόφιεφ. Μέχρι εκείνο το σημείο, ο Προκόφιεφ είχε συνθέσει ακόμα δύο όπερες, Έρημα Νησιά και Η γιορτή κατά την διάρκεια της πανούκλας και εργαζόταν πάνω στην τέταρτή του, την Ούντινε. Την ίδια χρονιά πέρασε τις εισαγωγικές εξετάσεις και ξεκίνησε μαθήματα σύνθεσης. Καθώς ήταν μερικά χρόνια νεότερος από τους περισσότερους συμμαθητές του, θεωρούνταν εκκεντρικός και αλαζόνας, ενώ συχνά εξέφραζε την δυσαρέσκειά του για το μεγαλύτερο μέρος της εκπαίδευσης, το οποίο έβρισκε βαρετό. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, είχε καθηγητές μεταξύ άλλων τον Άνατολ Λιάντοφ, τον Νικολάι Τσερέπνιν και τον Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ. Έγινε ακόμα φίλος με τον Μπορίς Ασάφιεφ και τον Νικολάι Μιασκόβσκι.
Το 1910 πέθανε ο πατέρας του και έτσι έπαυσε η οικονομική του ενίσχυση από αυτόν. Εκείνο τον καιρό είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός ως συνθέτης, παρόλο που συχνά τα καινοτόμα έργα του σκανδάλιζαν.Για παράδειγμα, στο έργο του Σαρκασμοί για πιάνο Op.17 (1912), έκανε εκτεταμένη χρήση της πολιτονικότητας, ενώ τα έργα του, Σπουδές Op.2 (1909) και Τέσσερα κομμάτια Op.4 (1908) είναι πολύ χρωματικά και γεμάτα διάφωνα. Συνέθεσε εκείνη την εποχή και τα πρώτα δύο κονσέρτα του για πιάνο , το τελευταίο εκ των οποίων προκάλεσε σκάνδαλο στην πρεμιέρα του (23 Αυγούστου του 1913 στο Παβλόσκ). Σύμφωνα με μία μαρτυρία, το κοινό έφυγε από την αίθουσα με αποδοκιμασίες όπως «Στο διάολο η φουτουριστική μουσική, η γάτες στη σκεπή γράφουν καλύτερη μουσική», οι μοντεριστές όμως ενθουσιάστηκαν.
Το 1911 έλαβε την βοήθεια του αναγνωρισμένου ρώσου μουσικολόγου και κριτικού, Αλεξάντερ Οσσόβσκι, ο οποίος έγραψε στον γνωστό μουσικό εκδότη Π.Ι.Γιούργκενσον, υποστηρίζοντας τον Προκόφιεφ, και έτσι έκλεισε συμβόλαιο με τον εκδότη.



Τα πρώτα μπαλέτα

Το 1914 ο Προκόφιεφ αποφοίτησε από το Ωδείο με τον μεγαλύτερο βαθμό στην τάξη του, παίρνοντας έτσι ως βραβείο ένα πιάνο με ουρά. Αμέσως μετά ταξίδεψε στο Λονδίνο όπου συνάντησε τον ιμπρεσάριο Σεργκέι Ντιάγκιλεφ και ιδρυτή των Ballets Russes (Ρώσικα Μπαλέτα). Ο Ντιάγκιλεφ του παρήγγειλε το μπαλέτο Άλα και Λόλι αλλά απέρριψε το έργο όταν ο Προκόφιεφ του το παρουσίασε (ημιτελές ακόμα) στην Ιταλία το 1915. Παρόλα αυτά ο Ντιάγκιλεφ του παρήγγειλε μετά την σύνθεση του μπαλέτου Chout, και υπό την καθοδήγησή του επέλεξε το θέμα από μια συλλογή λαϊκών παραμυθιών του εθνογράφου, Αλεξάντρ Αφανασίγειφ. Η ιστορία είχε προταθεί προηγουμένως στον Ντιάγκιλεφ από τον Ιγκόρ Στραβίνσκι ως ένα πιθανό θέμα για μπαλέτο, και μαζί με τον χορογράφο του, Λεονίντ Μασίν (Léonide Massine) βοήθησε τον Προκόφιεφ να την μετατρέψει σε σενάριο μπαλέτου. Η σχετική έλλειψη εμπειρίας του Προκόφιεφ στη σύνθεση μπαλέτου είχε ως αποτέλεσμα να συμφωνήσει να κάνει εκτεταμένες αναθεωρήσεις στο μπαλέτο την δεκαετία του 1920 πριν το πρώτο ανέβασμα του έργου, ακολουθώντας την λεπτομερή κριτική του Ντιάγκιλεφ στην παρτιτούρα. Η πρεμιέρα έγινε στο Παρίσι στις 17 Μαΐου του 1921 με μεγάλη επιτυχία και προκάλεσε τον θαυμασμό του ακροατηρίου, στο οποίο ήταν και ο Ζαν Κοκτώ, ο Στραβίνσκι και ο Ραβέλ. Ο Στραβίνσκι αποκάλεσε το μπαλέτο: «Το μοναδικό κομμάτι της σύγχρονης μουσικής που μπορεί να ακούσει με ευχαρίστηση» ενώ ο Ραβέλ: «έργο μια ιδιοφυΐας.»

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Επανάσταση

Κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Προκόφιεφ επέστρεψε στο Ωδείο, για να σπουδάσει εκκλησιαστικό όργανο ώστε να αποφύγει την επιστράτευση. Συνέθεσε την όπερα, Ο Παίχτης, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, όμως οι πρόβες αντιμετώπισαν αρκετά προβλήματα, ενώ η πρεμιέρα που προγραμματίζονταν για το 1917, ακυρώθηκε εξαιτίας της Φεβρουαριανής Επανάστασης. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, συνέθεσε την πρώτη του συμφωνία, την Κλασσική. Έτσι την ονόμασε ο ίδιος καθώς γράφτηκε, σύμφωνα με τον ίδιο, στο ύφος που θα είχε ο Φραντς Γιόζεφ Χάυντν αν ζούσε στον καιρό του. Μετά από ένα σύντομο διάστημα παραμονής του με την μητέρα του στο Κισλοβόντσκ του Καυκάσου εξαιτίας των φόβων για κατάληψη του Πέτρογκραντ(η νέα ονομασία της Αγίας Πετρούπολης) από τον εχθρό, επέστρεψε το 1918, αλλά ήταν πλέον αποφασισμένος να εγκαταλείψει την Ρωσία, έστω και προσωρινά.Υπό το νέο καθεστώς αστάθειας στην Ρωσία, αισθάνθηκε ότι δεν υπάρχει χώρος για την πειραματική μουσική του, και έτσι τον Μάιο έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρόλα αυτά είχε ήδη αναπτύξει επαφές με υψηλά ιστάμενους μπολσεβίκους, όπως τον Ανατόλι Λουνατσάρσκι, Λαϊκό Κομισάριο Εκπαίδευσης, ο οποίος του είχε πει: «Εσύ είσαι επαναστάτης στην μουσική, εμείς στην ζωή. Οφείλουμε να δουλέψουμε μαζί. Αλλά αν θες να πας στην Αμερική, δεν θα σταθώ εμπόδιο»



Στο εξωτερικό

Όταν έφτασε στο Σαν Φρανσίσκο, αμέσως τον συνέκριναν άλλους διάσημους αυτοεξόριστους Ρώσους (όπως ο Σεργκέι Ραχμάνινοφ). Ξεκίνησε με μία επιτυχημένη σόλο συναυλία στην Νέα Υόρκη. Δέχτηκε συμβόλαιο για την παραγωγή της νέας του όπερας Η αγάπη για τα τρία πορτοκάλια αλλά λόγω της ασθένειας και τελικά του θανάτου του σκηνοθέτη, η πρεμιέρα αναβλήθηκε. Αυτή η αποτυχία είχε επίπτωση και στην καριέρα του ως σολίστ, καθώς στην όπερα είχε αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και της προσπάθειάς του. Σύντομα αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και έτσι τον Απρίλιο του 1920 έφυγε για το Παρίσι.
Το Παρίσι ήταν περισσότερο προετοιμασμένο για το μουσικό του ύφος. Επανέκτησε τις επαφές του με τα Ρώσικα Μπαλέτα του Ντιάγκιλεφ και επέστρεψε σε κάποια από τα παλαιότερα ημιτελή του έργα, όπως το τρίτο του κονσέρτο για πιάνο. Η Αγάπη για τρία πορτοκάλια τελικά έκανε πρεμιέρα στο Σικάγο τον Δεκέμβριο του 1921, υπό την διεύθυνση του ιδίου.
Τον Μάρτιο του 1922 ο Προκόφιεφ μετακόμισε με την μητέρα του στην πόλη Εττάλ στις βαυαρικές Άλπεις για πάνω από ένα χρόνο, ώστε να αφοσιωθεί πλήρως στην σύνθεση. Το περισσότερο χρόνο του ασχολήθηκε με την βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Βαλέρι Μπριούσοφ όπερα, Πύρινος άγγελος. Εκείνη την περίοδο η μουσική του είχε αρχίσει να αποκτά οπαδούς στην Ρωσία και δέχτηκε προσκλήσεις να επιστρέψει, αλλά αποφάσισε να παραμείνει στην Ευρώπη. Το 1923, πριν επιστρέψει στο Παρίσι, παντρεύτηκε την Ισπανίδα τραγουδίστρια, Λίνα Λιούμπερα (1897-1989).
Στο Παρίσι παρουσιάστηκαν αρκετά από τα έργα του (όπως η δεύτερη συμφωνία του) με υποτονική όμως κριτική αποδοχή..Εντούτοις η Συμφωνία ώθησε τον Ντιάγκιλεφ να του παραγγείλει ακόμα ένα μπαλέτο. Αυτό ήταν το Le Pas D'Acier, ένα νεωτεριστικό έργο που είχε σκοπό να απεικονίσει την εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ένωσης. Έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από το παριζιάνικο κοινό και τους κριτικούς.
Περί το 1927 είχε μερικές ακόμα αναθέσεις από τον Ντιάγκιλεφ και έκανε και μερικές μουσικές περιοδείες στην Ρωσία, ενώ η παραστάσεις της όπερας Η αγάπη για τα τρία πορτοκάλια στο Λένινγκραντ σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Δύο ακόμα παλαιότερες όπερές του παίζονταν στην Ευρώπη (η μία ήταν ο Παίχτης) ενώ το 1928 συνέθεσε την τρίτη του συμφωνία η οποία βασίστηκε αρκετά στην όπερα Πύρινος Άγγελος (που δεν είχε παιχτεί ακόμα). Ο μαέστρος Σέργκε Κουσέβιτσκι χαρακτήρισε την τρίτη ως την «μεγαλύτερη συμφωνία μετά την έκτη του Τσαϊκόφσκι.» Το 1931 και το 1932 τέλειωσε το τέταρτο και το πέμπτο από τα κονσέρτα του για πιάνο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Προκόφιεφ άρχισε να επιθυμεί την επιστροφή του στην Ρωσία. Όλο και περισσότερες από πρεμιέρες των έργων του γίνονταν στην πατρίδα του αντί για το Παρίσι και περισσότερες αναθέσεις έργων προέρχονταν από κει. Μία από αυτές ήταν το έργο Υπολοχαγός Κιγιέ, το οποίο του είχε ανατεθεί ως μουσική επένδυση για μία ρώσικη ταινία. Μία άλλη ανάθεση ήταν το μπαλέτο Ρωμαίος και Ιουλιέτα, προερχόμενη από το Θέατρο Κιρόφ στο Λένινγκραντ. Αν και σήμερα το μπαλέτο είναι ένα από τα γνωστότερα έργα του διάφορα προβλήματα σχετικά με το ευτυχές τέλος (εν αντιθέσει με το πρωτότυπο του Σαίξπηρ) ανέβαλαν την πρεμιέρα για αρκετά χρόνια.



Σοβιετικό γραμματόσημο για τα 100 χρόνια από την γέννηση του Προκόφιεφ το 1991

Επιστροφή στη Σοβιετική Ένωση

Το 1935 ο Προκόφιεφ επέστρεψε μόνιμα στη Σοβιετική Ένωση, και ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η οικογένειά του. Εκείνο τον καιρό η επίσημη σοβιετική πολιτική ως προς την μουσική άλλαξε. Ιδρύθηκε ένα ειδικό γραφείο, η «Ένωση Συνθετών» προκειμένου να παρακολουθεί τους συνθέτες και τις δημιουργίες τους. Περιορίζοντας τις εξωτερικές επιρροές, αυτές οι πολιτικές σταδιακά απομόνωσαν τους σοβιετικούς συνθέτες από τον υπόλοιπο κόσμο. Και ο Προκόφιεφ και ο Σοστακόβιτς υπέστησαν αυστηρό έλεγχο για «φορμαλιστικές τάσεις.» Αναγκάσμένος να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, συνέθεσε «τραγούδια για τις μάζες» (Opus 66, 79 και 89), χρησιμοποιώντας στίχους από εγκεκριμένους σοβιετικούς ποιητές. Την ίδια περίοδο συνέθεσε και μουσική για παιδιά (μεταξύ άλλων τα Τρία τραγούδια για παιδιά και Ο Πέτρος και ο Λύκος) καθώς και την γιγαντιαία Καντάτα για την εικοστή επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, η οποία ωστόσο δεν εκτελέστηκε ποτέ.


Το 1938 ο Προκόφιεφ συνεργάστηκε με τον ρώσσο κινηματογραφιστή Σεργκέι Αιζενστάιν στην ιστορική επική ταινία Αλεξάντρ Νιέφσκι συνθέτοντας για αυτή μέρος της πιο εφευρετικής και δραματικής μουσική του. Παρόλα αυτά το φιλμ είχε πολύ φτωχή ποιότητα ήχου. Ο Προκόφιεφ αναπροσάρμοσε το μουσικό υλικό της ταινίας δημιουργώντας την ομώνυμα καντάτα, η οποία έχει εκτελεστεί και ηχογραφηθεί εκτεταμένα. Μετά την επιτυχία του Αλεξάντρ Νιέφσκι, συνέθεσε την πρώτη του σοβιετική όπερα, Σεμιόν Κότκο, η οποία είχε προγραμματιστεί να ανεβαστεί από τον σκηνοθέτη Βσέβολοντ Μέγιερχολντ. Εντούτοις η πρεμιέρα αναβλήθηκε γιατί ο Μέγιερχολντ συνελήφθη στις 20 Ιουνίου από την НКВД (Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων, μυστική αστυνομία προκάτοχος της ΚαΓκεΜπε) και εκτελέστηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1940. Δύο μήνες μετά την σύλληψη του Μέγιερχολντ του ζητήθηκε να συνθέσει το έργο Ζντράβιτσα για τον εορτασμό των εξηκοστών γενεθλίων του Στάλιν.
Μετά την σύλληψη του Μέγιερχολντ, ο Προκόφιεφ συνέθεσε τις σονάτες για πιάνο Νο.6 7, και 8 (Opus 82 - 84), ευρέως γνωστές σήμερα ως «Πολεμικές Σονάτες», η οποίες πρωτοπαίχτηκαν από τον Προκόφιεφ (Νο.6, 8 Απριλίου 1940) από τον Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ (Νο. 7, Μόσχα 18 Ιανουαρίου 1943), και τον Εμίλ Γκιλέλς (Νο. 8 Μόσχα, 30 Δεκεμβρίου 1944) και διαδόθηκαν στην συνέχεια ιδίως από τον Ρίχτερ. Αυτές οι σονάτες είναι δείγματα της πιο διάφωνης μουσικής για πιάνο του Προκόφιεφ και θεωρούνται ευρέως σήμερα ως μερικά από τα σημαντικότερα κομμάτια για πιάνο του 20ου αιώνα. Η έβδομη σονάτα έλαβε Βραβείο Στάλιν Δευτέρας Τάξεως και η όγδοη Πρώτης Τάξεως παρόλο που εν συνεχεία δόθηκε η ερμηνεία ότι αναπαριστούν την «εκτόνωση της οργής και της απογοήτευσης του Προκόφιεφ με το σοβιετικό καθεστώς»
Ο Προκόφιεφ σχεδίαζε ήδη να γράψει μια όπερα βασισμένη στο επικό μυθιστόρημα του Τολστόι, Πόλεμος και Ειρήνη, όταν η γερμανική εισβολή στην Ρωσία το 1941 έκανε το θέμα ακόμα πιο επίκαιρο. Χρειάστηκε δύο χρόνια για να συνθέσει την δική του εκδοχή, Πόλεμος και Ειρήνη. Εξαιτίας του πολέμου μεταφέρθηκε μαζί με μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών, αρχικά στον Καύκασο όπου συνέθεσε το δεύτερο κουαρτέτο εγχόρδων του. Μέχρι εκείνη την στιγμή, η σχέση του με την Μίρα Μέντελσον (1915-1968) είχε τελικώς οδηγήσει στον χωρισμό του με την σύζυγό του, Λίνα, παρόλο που ποτέ δεν χώρισαν επίσημα. Για την ακρίβεια ο Προκόφιεφ προσπάθησε να πείσει την Λίνα και τους γιους του να τον συνοδεύσουν, αλλά η Λίνα προτίμησε να παραμείνει στην Μόσχα.
Κατά την διάρκεια του πολέμου οι περιορισμοί στο ύφος και η απαίτηση να γράφουν οι συνθέτες στο ύφος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είχαν χαλαρώσει, και έτσι ο Προκόφιεφ είχε ξανά την δυνατότητα να συνθέσει διάφωνα και χρωματικά έργα. Η Σονάτα για βιολί και πιάνο Νο.1 Opus 80, Το Έτος 1941, Opus 90 και η Μπαλάντα για το αγόρι που παρέμεινε άγνωστο, Opus 93 είναι όλα έργα αυτής της περιόδου. Κάποιοι κριτικοί υποθέτουν ότι το συναισθηματικό εφαλτήριο για την πρώτη σονάτα για βιολί και πολλές άλλες συνθέσεις του Προκόφιεφ «μπορεί να είχε περισσότερο να κάνει με τον αντισταλινισμό του παρά με τον πόλεμο»,Νκαι ότι πολλά από τα μεταγενέστερα έργα του «απηχούν σκοτεινές τραγικές ειρωνίες που μπορούν να ερμηνευτούν μόνο ως κριτικές της σταλινικής καταπίεσης»
Το 1943 ο Προκόφιεφ βρέθηκε στην Άλμα Άτα με τον Αιζενστάιν όπου συνέθεσε την μουσική για την ταινία Ιβάν ο Τρομερός και το μπαλέτο Σταχτοπούτα, Opus 87, ένα από τα πιο μελωδικά και διάσημα έργα του. Νωρίς την ίδια χρονιά έπαιζε αποσπάσματα από το Πόλεμος και Ειρήνη σε μέλη της κολεκτίβας του θεάτρου Μπολσόι. Οι απόψεις του σοβιετικού καθεστώτος πάνω στο συγκεκριμένο έργο είχαν ως αποτέλεσμα να κάνει πολλές αναθεωρήσεις. Το 1944, μετακόμισε σε μία αποικία συνθετών έξω από την Μόσχα προκειμένου να συνθέσει την πέμπτη συμφωνία του η οποία επρόκειτο να γίνει και η δημοφιλέστερη από τις συμφωνίες του στη Ρωσία αλλά και στο εξωτερικό. Λίγο μετά έπαθε διάσειση μετά από μια πτώση εξαιτίας της χρόνιας υψηλής πίεσης του. Δεν ανάρρωσε ποτέ πλήρως από τον τραυματισμό, ο οποίος μείωσε αισθητά την παραγωγικότητά του τα επόμενα χρόνια, αν και κάποια από τα τελευταία του κομμάτια είχαν την ποιότητα των παλαιότερων.



Ο Προκόφιεφ πρόλαβε να γράψει μεταπολεμικά την έκτη συμφωνία του και την σονάτα για πιάνο Νο.9 (για τον Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ) πριν το Κόμμα, ως αποτέλεσμα του «δόγματος Ζντάνοφ», ξαφνικά αλλάξει την άποψή του για την μουσική του.Το τέλος του πολέμου είχε αποτέλεσμα το Κόμμα να σκληρύνει την κυριαρχία του στους καλλιτέχνες. Η μουσική του Προκόφιεφ θεωρήθηκε σοβαρό παράδειγμα φορμαλισμού, και χαρακτηρίστηκε «αντιδημοκρατική». Ένα τμήμα του έργου του απαγορεύτηκε, ενώ τα περισσότερα θέατρα και αίθουσες συναυλιών δεν δέχονταν να παίξουν καθόλου την μουσική του, δημιουργώντας του έτσι σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Στις 20 Φεβρουαρίου του 1948, η γυναίκα του, Λίνα, συνελήφθη για «κατασκοπεία», καθώς προσπάθησε να στείλει λεφτά στη μητέρα της στην Ισπανία. Καταδικάστηκε σε 20 είκοσι χρόνια, αλλά τελικώς αφέθηκε ελεύθερη μετά τον θάνατο του Στάλιν και αργότερα εγκατέλειψε τη Σοβιετική Ένωση.

Οι παραστάσεις για τις τελευταίες του όπερες ακυρώθηκαν γρήγορα από το θέατρο Κιρόφ. Αυτή τη ταπείνωση, σε συνδυασμό με την όλο και χειρότερη κατάσταση της υγείας του, το έκαναν να αποσύρεται όλο και περισσότερο από την ενεργό μουσική ζωή. Οι γιατροί του συνέστησαν να περιορίσει τις δραστηριότητές του, με αποτέλεσμα να αφιερώνει πλέον μόνο μία ή δύο ώρες την ημέρα στην σύνθεση. Το 1949 συνέθεσε την Σονάτα για Τσέλο σε Ντο μείζονα, Opus 119 για τον εικοσιδυάχρονο τότε Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, ο οποίος έκανε και την πρώτη εκτέλεση το 1950 μαζί με τον Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ. Η τελευταία δημόσια παράσταση της ζωής του ήταν η περεμιέρα της έβδομης συμφωνίας του το 1952, ένα κομμάτι με γλυκόπικρο χαρακτήρα. Η μουσική είχε γραφτεί για ένα παιδικό τηλεοπτικό πρόγραμμα.

Ο Προκόφιεφ πέθανε σε ηλικία 61 ετών στις 5 Μαρτίου του 1953, την ίδια ημέρα με τον Στάλιν. Ζούσε δίπλα στην Κόκκινη Πλατεία και για τρεις ημέρες εξαιτίας του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί για να θρηνήσει τον Στάλιν, ήταν αδύνατο να μεταφερθεί η σωρός του στα γραφεία της Ένωσης Σοβιετικών Συνθετών για να γίνει η κηδεία, για την οποία χρησιμοποιήθηκαν χάρτινα λουλούδια και μία μαγνητοφωνημένη έκδοση για το πένθιμο εμβατήριο από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα καθώς όλα τα λουλούδια και οι μουσικοί είχαν δεσμευθεί για την κηδεία του Στάλιν. είναι θαμμένος στο Κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι στην Μόσχα.

Το κορυφαίο σοβιετικό μουσικό περιοδικό ανέφερε την είδηση του θανάτου του Προκόφιεφ με μία μικρή παράγραφο στη σελίδα 116. Οι προηγούμενες 115 είχαν αφιερωθεί στον θάνατο του Στάλιν. Ο θάνατός του συνήθως αποδίδεται σε εγκεφαλική αιμορραγία, όμως είναι γνωστό ότι για οκτώ χρόνια πριν πεθάνει ήταν συνεχώς άρρωστος, υποφέρωντας από πονοκεφάλους, ναυτία και ιλίγγους και για αυτό δεν είναι ακόμα εξακριβωμένη η αιτία θανάτου του.

Η Λίνα Προκοφίεβα έζησε περισσότερα χρόνια από τον σύζυγό της και πέθανε στο Λονδίνο στις αρχές του 1989. Τα δικαιώματα από τις συνθέσεις του άντρα της, της παρείχαν αξιοπρεπές εισόδημα. Οι γιοι τους, ο Σβιάτοσλαβ (γενν. 1924), αρχιτέκτονας, και ο Ολέγκ (1928-1998), καλλιτέχνης, αφιέρωσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στην προαγωγή του έργου του πατέρα τους https://el.wikipedia.org/










































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου